Με τον καύσωνα να μας έχει βαρέσει κατακέφαλα, ένας σεισμός άνοιξε νέο ρήγμα στη δημόσια συζήτηση για το θέατρο. Αφορμή οι «Σφήκες», σε διασκευή Λένας Κιτσοπούλου, που έφεραν Εθνικό Θέατρο και ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο και όσα ακολουθήσαν - μία εβδομάδα πριν την έλευση της «Μήδειας» από τον Κάστορφ.
Σαν να βουτήξαμε στη λίμνη της λήθης και να βγήκαμε από εκεί στεγνοί από πληροφορίες, εμπειρίες και ένστικτο. Σαν να μην είχαμε ξανακούσει το όνομα «Λένα Κιτσοπούλου». Σαν να μην ξέρουμε οι θεατρόφιλοι το ύφος της, την προκλητικότητα, τον τρόπο με τον οποίο ξεφλουδίζει την κανονικότητά μας και μας φτύνει την φλούδα στα μούτρα.
Από το βράδυ της Παρασκευής, ήδη, η οργή και η χλεύη ξεχείλισαν στα κοινωνικά μέσα, σε βαθμό που ξεπέρασαν τους αναστεναγμούς και τα ξεκαρδιστικά memes για τον καύσωνα. Eφτασε να είναι τρίτο trend στο twitter. Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου τoυς «Σφήκες» του Αριστοφάνη, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου. Αποτέλεσμα: πολλοί από το κοινό έφυγαν στη μέση της παράστασης, μετά το τέλος αρκετοί δεν χειροκροτούσαν και εκατοντάδες εξέφρασαν ως και την αηδία και την αγανάκτησή τους στα social media για αυτό που είδαν.
Διαβάζω: Δεν ήταν Σφήκες αυτό. Δεν είναι γλώσσα αυτή για να ακουστεί στην Επίδαυρο. Έγιναν αυθαίρετες παρεμβάσεις στο έργο και μπήκαν μέσα συνδέσεις με αιτήματα σημερινά σε σχέση με τη διεκδίκηση ταυτότητας. Διαβάζω για διασυρμό. Διαβάζω ότι πρέπει να γίνει μήνυση στο Εθνικό Θέατρο! Διαβάζω ότι πρέπει να παραιτηθεί και να απολογηθεί ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος. Διαβάζω ότι η Κιτσοπούλου μόλυνε την ιερότητα της Επιδαύρου. Διαβάζω ότι η Κιτσοπούλου είναι χωμένη στο σύστημα και χρηματοδοτείται για να παρουσιάζει αυτά τα έργα. Οργή και νεύρα. Πολλά νεύρα.
Τη λένε «Λένα Κιτσοπούλου», μας έχει συστηθεί
Δεν είδα την παράσταση. Συνειδητά. Το επέλεξα. Έχω όμως δει έργα της Λένας Κιτσοπούλου. Πολλά. Έχω διαβάσει συνεντεύξεις της. Της έχω κάνει συνέντευξη. Είδα το δελτίο Τύπου του Εθνικού Θεάτρου. Είδα τις φωτογραφίες. Ξέρω τους Σφήκες και τη θεματική περιφέρεια του έργου, τα ανοίγματα διόδους που δίνει. Και έτσι δεν περίμενα από τη Λένα Κιτσοπούλου να κατέβει στην Επίδαυρο με τους «Σφήκες» που σκηνοθέτησε πριν από 40 χρόνια ο Κάρολος Κουν. Τα κόκαλα του οποίου πρέπει να τρίζουν τώρα -μαζί με πολλών άλλων-, όπως επίσης ενημερώνομαι από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η Λένα Κιτσοπούλου αυτό το θέατρο κάνει. Δεν ανακοίνωσε ότι θα κάνει στροφή. Προχωράει χρόνια σε αυτόν τον δρόμο, βαθαίνει σε αυτόν, έχει φανατικό κοινό και οργισμένους θεατές που ακούν το όνομά της και φρίττουν. Αυτή είναι. Το Εθνικό Θέατρο γνωρίζει απολύτως τη δημιουργό και την πρότασή της για την Επίδαυρο. Τα debates που ξεσηκώνει. Την επέλεξε για δικούς του λόγους, θέλοντας ίσως να επενδύσει στην πολυσυζητημένη, ζητούμενη πλέον ανανέωση του αρχαιοελληνικού θεάτρου. Ποντάρει σε αυτήν, τόσο, που κατά τη χειμερινή περίοδο της ανέθεσε να γράψει έργο, το «Μια βραδιά στην Επίδαυρο».
Όφειλε το Εθνικό Θέατρο να είναι έτοιμο για τις αντιδράσεις. Να ζυγίσει τι θα ακουμπήσει στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και όχι στην πιο πειραματική σκηνή του μικρού θέατρου. Εδώ η κουβέντα είναι πολύ μεγαλύτερη και έχει σχέση με την ταυτότητα του Εθνικού Θεάτρου υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Μόσχου. Ο ίδιος γνωρίζει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει, πόσο να τολμήσει, να ανατρέψει, να συναρπάσει, αλλά και να δυσαρεστήσει η μεγάλη σκηνή της χώρας, που ναι, συντηρείται με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου - άλλο ένα βασικό επιχείρημα των οργισμένων, ότι «εμείς» πληρώσαμε για να ανέβει «αυτό».
Άδειες θέσεις μετά το απόλυτο sold out του «Ιππόλυτου» μία εβδομάδα πριν
Όφειλε όμως το Εθνικό Θέατρο να επικοινωνήσει πιο ξεκάθαρα και με θάρρος τη μορφή και το ύφος του έργου στο κοινό. Όφειλε να μη φτάσουν προσκλήσεις σε χέρια απλώς εκδρομέων. Αν προσωπικά με προβλημάτιζε κάτι, θα ήταν όχι τόσο το περιεχόμενο του έργου και οι αντιδράσεις - ελάτε τώρα, στο θέατρο συμβαίνουν αυτά από την εποχή της αρχαιότητας, όπως και στην όπερα, στην Ιταλία, την πατρίδα της. Αυτό που προβληματίζει είναι η χαμηλή προσέλευση που υπήρχε στην Επίδαυρο. Υπήρξαν ακυρώσεις λόγω καύσωνα, αλλά και πάλι η εικόνα των κερκίδων ήταν πιο απογοητευτική και από τα σχόλια που γράφτηκαν για την παράσταση.
Η Επίδαυρος όπως και το Ηρώδειο είναι η μεγάλη ευκαιρία των δημόσιων φορέων να συγκεντρώσουν σημαντικά έσοδα, σωτήρια για τη λειτουργία τους. Περίμενε το Εθνικό Θέατρο ότι η Κιτσοπούλου και η ανατρεπτική της ματιά θα γεμίσουν το θέατρο όπως έγινε με τον «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο των sold out στην Επίδαυρο ήταν μια πραγματική γιορτή.
Αρκετά όμως με το Εθνικό και τον Γιάννη Μόσχο. Πάμε στους θεατές. Όταν κλείνεις εισιτήριο για να πας σε μια παράσταση, και δη σε παράσταση που δεν είναι δίπλα σου αλλά πρέπει να ταξιδέψεις για να φτάσεις, οφείλεις να ξέρεις τον δημιουργό. Να έχεις κάνει μια μικρή αναζήτηση για το στιλ και την ταυτότητά του. Είναι αφελές το επιχείρημα πως αρκεί να ξέρεις τον φορέα και το έργο για να πας να δεις κάτι που νομίζεις από πριν ότι θα δεις. Είναι αφελές στην εποχή μας που η ενημέρωση δεν αφήνει κρυφά σημεία για το παραστατικό γεγονός.
Όταν δεν έχεις διαβάσει τι πρόκειται να δεις
Αν έχεις δει έργο της Κιτσοπούλου, ξέρεις τι να περιμένεις. Αν σου άρεσε τις προηγούμενες φορές, μπορεί να ενθουσιαστείς τώρα, ή κάπως να απογοητευθείς, σίγουρα όμως δεν θα ακούσεις κόκαλα να τρίζουν, τη φορολογική σου δήλωση να κλαίει, υπογραφές να μπαίνουν σε μηνύσεις. Αν δεν ήξερες, μπορούσες να μπεις στην ιστοσελίδα του Εθνικού Θεάτρου και να διαβάσεις ότι πρόκειται για ελεύθερη διασκευή, σύγχρονη μεταγραφή και να δεις και κάποιες ενδεικτικές εικόνες.
Γράφει το Εθνικό Θέατρο στην ιστοσελίδα του: Στην παρούσα εκδοχή η σκηνοθεσία στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας. «…Σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» σημειώνει η σκηνοθέτρια, που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά μας πότε τον βούρκο που μας απειλεί και πότε εκείνο το άλλο, το ιδεώδες, που μας εξυψώνει.
Δεν είναι αθώος, άμοιρος ευθυνών, δεν έχει πάντα δίκιο ο θεατής. Δεν είναι ο θεατής πάνω από τον δημιουργό. Είναι ισότιμοι. Και οι δημιουργοί έχουν δικαίωμα στην αποτυχία, στο λάθος. Φυσικά, το έργο θα κριθεί με τους θεατρικούς όρους που πρέπει να κριθεί. Οι δημιουργοί και οι υπεύθυνοι το ίδιο. Θα αναλάβουν το κόστος μιας καλλιτεχνικής και εισπρακτικής επιτυχίας ή αποτυχίας.
Σκέφτομαι τι θα γίνει την επόμενη Παρασκευή και το Σάββατο που ο αιρετικός Κάστoρφ φέρνει τη «Μήδεια» σε κείμενα Ευριπίδη, Μίλερ και Ρεμπό με πέντε γυναίκες να πρωταγωνιστούν - χωρίς χλαμύδες και πιέτες στις φούστες.