Από το mega-hit του Netflix «The Night Agent» μέχρι το αγαπημένο «Slow Horses», οι ιστορίες μυστικών πρακτόρων και κατασκόπων γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς.
Αν καθίσατε να παρακολουθήσετε πρόσφατα μια νέα τηλεοπτική σειρά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αυτή η σειρά να περιλαμβάνει φόνους, σκοτεινές συνωμοσίες, συγκαλύψεις, χαφιέδες και τουλάχιστον έναν πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών που προσπαθεί να φτάσει στην άκρη του νήματος.
Τους τελευταίους μήνες στη μικρή οθόνη, είχαμε μια σύγχρονη εκδοχή του μυθιστορήματος της δεκαετίας του 1970 «The Day of The Jackal» καθώς και τον τέταρτο κύκλο της εξαιρετικής σειράς του Apple TV+ «Slow Horses».
Υπήρξε το «The Agency», η αμερικανική προσαρμογή του γαλλικού θρίλερ «Le Bureau des Légendes», και η σειρά του Netflix «Black Doves». Και την προπερασμένη εβδομάδα έκαναν πρεμιέρα τόσο ο δεύτερος κύκλος του γεμάτου συνωμοσίες «The Night Agent», που είχε τεράστια επιτυχία στο Netflix, όσο και η νέα σειρά «Prime Target» του Apple TV+, ενώ οσονούπω έρχεται και η δεύτερη σεζόν του «The Recruit» του Netflix.
«Υπάρχουν τόσα πολλά κατασκοπευτικά θρίλερ στην τηλεόραση αυτή τη στιγμή που μπορεί να αρχίσετε να αναρωτιέστε αν είστε ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δεν είναι μυστικός πράκτορας», σημειώνει εμφατικά το BBC.
H απαρχή των κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων
Φυσικά, η δημοτικότητα των κατασκοπευτικών θρίλερ στην τηλεόραση δεν είναι κάτι καινούργιο - αποτελούν εδώ και καιρό βασικό στοιχείο για τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και τους streamers, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πλούτο της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας.
Τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, αντανακλώντας τη δυσπιστία γύρω από τις πολιτικές και στρατιωτικές συγκρούσεις της εποχής - βλέπε το βιβλίο του James Fenimore Cooper, «The Spy» του 1821.
Ωστόσο, το είδος της κατασκοπικής λογοτεχνίας άρχισε πραγματικά να ανθίζει κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, όταν προέκυψαν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ακολουθούμενοι από τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς και η δημιουργία εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, Βρετανοί συγγραφείς όπως ο John le Carré και ο Len Deighton ήταν μεγάλοι πρωταγωνιστές με διάσημα έργα όπως το «Tinker Tailor Soldier Spy» και το «The Ipcress File», ενώ ο Ian Fleming δημιούργησε το σχέδιο για όλους τους μελλοντικούς πράκτορες μυστικών υπηρεσιών με τη σειρά του James Bond. Τη δεκαετία του '80 και του '90, εν τω μεταξύ, ο αμερικανός συγγραφέας κατασκοπικών μυθιστορημάτων Τομ Κλάνσι έγινε παγκόσμιο φαινόμενο με τη σειρά ιστοριών του πράκτοραΤζακ Ράιαν.
Τώρα, περισσότερα από 200 χρόνια από τότε που τυπώθηκε για πρώτη φορά ένα βιβλίο για έναν υποτιθέμενο κατάσκοπο, η «όρεξη» του κοινού για κατασκοπευτικά θρίλερ δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αγορά των κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 45% μέσα σε ένα χρόνο και έφτασε τα 9,7 εκατομμύρια λίρες (σχεδόν 12 εκατομμύρια ευρώ) το 2024, σύμφωνα με την Nielsen BookData.
Δεδομένων των μεγάλων ποσοστών τηλεθέασης για ορισμένες από τις κατασκοπικές σειρές στην τηλεόραση - η πρώτη σεζόν του «The Night Agent» ήταν η έβδομη πιο δημοφιλής εκπομπή του Netflix με 98,2 εκατομμύρια προβολές - είναι επίσης σαφές ότι δεν είναι μόνο οι αναγνώστες αλλά και οι θεατές που επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε τέτοιες κατασκοπικές ιστορίες. Γιατί όμως το είδος έχει μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αναβίωση αυτή τη χρονική συγκυρία;
Πώς η μυθοπλασία αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα
«Τα κατασκοπευτικά δράματα θα μπορούσαν να έχουν απήχηση στους θεατές καθώς αντανακλούν τον απρόβλεπτο και ασταθή κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα, εκεί όπου η αλήθεια καλύπτεται από την παραπληροφόρηση και όπου η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις, τις Αρχές και τους θεσμούς βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο», υποστηρίζει το BBC.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 45% των ανθρώπων που ερωτήθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών στην έρευνά τους για το 2024 δήλωσαν ότι «σχεδόν ποτέ» δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις οποιουδήποτε κόμματος ότι θα θέσουν τις ανάγκες του έθνους πάνω από τα συμφέροντα του δικού τους πολιτικού κόμματος.
Στις ΗΠΑ, η κατάσταση είναι παρόμοια, με μια δημοσκόπηση της Gallup του 2023 να αποκαλύπτει ότι μόλις το 8% του κοινού έχει «μεγάλη» εμπιστοσύνη στο Κογκρέσο, ενώ μια μελέτη του Pew Research Center του 2024 διαπίστωσε ότι μόνο το 22% των ενηλίκων των ΗΠΑ δήλωσαν ότι εμπιστεύονται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει το σωστό σχεδόν πάντα ή τις περισσότερες φορές.
Ο Joseph Oldham, λέκτορας επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο της Αιγύπτου και συγγραφέας του βιβλίου «Paranoid Visions του 2017 : Spies, Conspiracies and the Secret State», λέει στο BBC ότι υπάρχουν σαφείς παραλληλισμοί μεταξύ της σημερινής έκρηξης των κατασκοπευτικών θρίλερ και άλλων εποχών όπου το είδος άνθισε ιδιαίτερα, όπως η περίοδος πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι αρχές του Ψυχρού Πολέμου.
«Αυτές οι στιγμές της ιστορίας έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: το παρασκήνιο των μεγάλων γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων, αλλά και τον πόλεμο που διαφαίνεται άμεσα μπροστά μας», επισημαίνει.
Τα επίπεδα καχυποψίας των ανθρώπων απέναντι στους γύρω τους είναι επίσης σε υψηλά επίπεδα - μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης διαπίστωσε ότι το 27% των ερωτηθέντων πίστευαν ότι υπήρχε συνωμοσία εναντίον τους - και οι συνωμοσίες είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα σε αυτή τη νέα επιλογή εκπομπών, όπως το «The Night Agent» - που, παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να συγχέεται με το «The Night Manager» του Le Carré, το οποίο πρόκειται να γυρίσει δεύτερη και τρίτη σεζόν σχεδόν μια δεκαετία μετά τη - βραβευμένη με Emmy - προσαρμογή του BBC το 2016.
Διασκευασμένη από μυθιστόρημα του Matthew Quirk, η πρώτη σεζόν του «The Night Agent» είδε τον χαμηλόβαθμο πράκτορα του FBI Peter Sutherland (Gabriel Basso) να εργάζεται για να αποκαλύψει ποιος στο προεδρικό γραφείο βρίσκεται πίσω από μια σκηνοθετημένη «τρομοκρατική» βόμβα στο μετρό, και η δεύτερη σεζόν τον αναγκάζει σε άτακτη φυγή όταν οι πληροφορίες που έχει συλλέξει από μια αποστολή τίθενται σε κίνδυνο, εξαιτίας μιας διαρροής μέσα στη CIA.
Τι «λένε» οι σειρές αυτές στους θεατές τους;
Από ψυχολογικής άποψης, ωστόσο, οι άνθρωποι μπορεί να έλκονται από τέτοιες σειρές λόγω της καθησυχαστικότητας που τελικά προσφέρουν, καθώς προσπαθούν να ξεσκεπάσουν τους πραγματικούς κακούς και τελικά ξεκαθαρίζουν το ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός».
«Τα κατασκοπευτικά δράματα ασκούν έλξη λόγω της απόδρασης και της αδρεναλίνης που προσφέρουν, μαζί με την ευχαρίστηση που προσφέρει η παρακολούθηση του ταξιδιού του ήρωα, αλλά ένα σημαντικό στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο εκπληρώνουν την έντονη επιθυμία μας να επιλύουμε την όποια ασάφεια και την αβεβαιότητα που μας προσφέρουν. Όταν το κάνουμε αυτό, ενεργοποιούνται τα συστήματα ανταμοιβής στον εγκέφαλό μας», λέει ο δρ Τζάστιν Σπράι, ο οποίος είναι μέλος της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας και σκηνοθέτης.
«Οι εκπομπές απευθύνονται επίσης στην περιέργειά μας για το άγνωστο και το απαγορευμένο, αλλά σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος και πολωμένος, μας επιτρέπουν επίσης να περιηγηθούμε με ασφάλεια - και να αναζητήσουμε την κατανόηση - σε θέματα εθνικής και παγκόσμιας σημασίας».
Τα όρια μεταξύ καλού και κακού θολώνουν
Επιπλέον, οι ήρωες των σειρών αυτών έχουν διάφορα ηθικά διλήμματα να αντιμετωπίσουν: ενώ χαρακτήρες όπως η Villanelle (Jodie Comer) του Killing Eve, ο The Jackal (Eddie Redmayne) του The Day of The Jackal (Eddie Redmayne) ή ο Sam Young (Ben Whishaw) του Black Doves είναι πληρωμένοι δολοφόνοι, υπάρχει κάτι γοητευτικό σε αυτούς που κάνει ακόμη και, διαστροφικά, τον τηλεθεατή να τους υποστηρίζει, καθώς τα όρια μεταξύ ήρωα/κακούργου θολώνουν για άλλη μια φορά.
Όσο για τους πραγματικούς... κακούς που παίζουν, «είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι οι "κακοί" σε αυτές τις ιστορίες έχουν αλλάξει για να αντανακλούν τις ανησυχίες του σήμερα», λέει ο Spray, σημειώνοντας ότι ενώ πριν το είδος άνθισε λόγω «των φόβων για τις ενέργειες των υπερδυνάμεων στη δεκαετία του '50, οι πλοκές αντανακλούν τώρα ανησυχίες όπως η κλιματική κρίση και η εμπορία ανθρώπων αλλά και η δυσπιστία μας απέναντι στις ίδιες μας τις κυβερνήσεις».
«Παραδοσιακά, η κατασκοπική μυθοπλασία συνήθως έχει να κάνει με πράκτορες που εργάζονται για το κράτος ή την κυβέρνηση, είτε πρόκειται για τον Τζέιμς Μποντ είτε για τον Τζορτζ Σμάιλι. Αλλά σε μια σειρά σαν το "Black Doves", οι κύριοι χαρακτήρες μας εργάζονται όλοι για αυτή την ιδιωτική υπηρεσία πληροφοριών [την ομώνυμη Black Doves], και περνούν μεγάλο μέρος της ιστορίας χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά ποιον υπηρετούν. Πρόκειται για χαρακτήρες που είναι ξεχωριστοί από τους κρατικούς θεσμούς, και αυτό φαίνεται να μιλάει για την "ιδιωτικοποίηση" ενός τόσο μεγάλου μέρους της δημόσιας ζωής και για την αίσθηση ότι οι κυβερνήσεις φαίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικές απέναντι σε αυτές τις ανησυχίες», τονίζει με την σειρά του ο Όλνταμ.
Αυτή η «ιδιωτικοποίηση» του κόσμου των κατασκόπων στο «Black Doves» ήταν μόνο μία μοναδική πτυχή αυτής της πρωτότυπης σειράς, σε σενάριο του Joe Barton, η οποία είδε το δίδυμο των δολοφόνων και κατασκόπων, τον Young του Ben Whishaw και την Helen Webb (Keira Knightley), να συσπειρώνονται ενάντια σε άγνωστες δυνάμεις για να βρουν ποιος σκότωσε τον εραστή της Helen.
Δεδομένων των τεράστιων αριθμών θεατών που ελκύουν αυτές οι σύγχρονες κατασκοπευτικές ιστορίες αλλά και του τεράστιου αριθμού μυθιστορημάτων που γράφονται και πωλούνται σε αυτό το είδος, δεν χρειάζεται να είναι κανείς... μυστικός πράκτορας για να αποκαλύψει ότι θα συνεχίσουμε να βλέπουμε πολλές περισσότερες ιστορίες μυστικών επιχειρήσεων στην τηλεόραση.
Και παρόλο που αυτές οι σειρές μπορεί να προσφέρουν μέχρι και ελαφρώς... εξωφρενικές λύσεις για πολύπλοκα γεωπολιτικά ζητήματα, αποτελούν ωστόσο παρηγοριά για πολλούς.