Εμπειρίες υλικού πολιτισμού με οδηγούς μια νέα γενιά Ελλήνων. Ο Κώστας Λαμπρίδης δημιουργεί τέχνη με found objects και εκθέτει στη Νέα Υόρκη. Το Gallina του Φίλιππου Τσαγκρίδη ή πώς σε λίγα τετραγωνικά μέτρα γαστρονομία και τέχνη επιχειρούν μία νέα αθηναϊκή συνάντηση. Η οργανική, χειροποίητη τέχνη της Χριστιάνας Βαρδάκου. Οι επιλογές.
(Aθηναϊκά) objets trouvés και γλυπτικές αφηγήσεις: Η ξεχωριστή περίπτωση του Κώστα Λαμπρίδη
Found object. Objet trouvé, αν προτιμάτε. Πάντα έβρισκα γοητευτικό τον τρόπο που ένας δημιουργός παίρνει στα χέρια του αντικείμενα που συνήθως βρίσκει πεταμένα, παρατημένα και τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης. H πρόκληση είναι η πεμπτουσία της δημιουργίας σε αυτή την περίπτωση -ίσως και το θράσος. Το κυτταρικό υλικό της Arte Povera του Γιάννη Κουνέλλη. Toυ σουρεαλισμού του Μαρσέλ Ντυσάν. Της σύγχρονης τέχνης της Σάρα Λούκας -αυτή την περίοδο η Tate Britain της αφιερώνει μια μεγάλης έκτασης έκθεση. Ίσως όχι πια του Ντάμιεν Χιρστ και του τρόπου του: προκλητικού, μαξιμαλιστικού, επιμελημένα σκηνοθετημένου.
Για αυτό είναι ξεχωριστή η περίπτωση του Κώστα Λαμπρίδη, του εικαστικού που δημιουργεί τα δικά του έργα, με αντικείμενα αχρείαστα που βρίσκει παρατημένα στους δρόμους, με μεγάλους όγκους μαρμάρου, ηφαιστειακές πέτρες, μέλη επίπλων, ακόμα και με μέρη εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων. Η γλυπτική στην πλέον σύγχρονη εκδοχή της, που όμως στον πυρήνα της φόρμας και των υλικών φέρει όλες τις φάσεις της ιστορίας της γλυπτικής. Νομίζεις ότι φλερτάρει με το μπαρόκ αλλά θα μπορούσε και να το αποστρέφεται, για παράδειγμα.
Παίρνει τον πεταμένο μαρμάρινο νεροχύτη από ένα αθηναϊκό διαμέρισμα και το φέρνει στην καρδιά ενός έργου του. «Είναι το ίδιο υλικό με το οποίο φτιάχτηκε ο Παρθενώνας. Για κάποιον λόγο όμως, όταν οι άνθρωποι ανακαινίζουν τα διαμερίσματά τους, είναι το πρώτο πράγμα που πετάνε στα σκουπίδια», λέει ο ίδιος στο Architectural Digest, που τον επισκέφτηκε στο στούντιό του στην Αθήνα.
Μόλις ανακοινώθηκε ότι η έκθεσή του στην Carpenters Workshop Gallery της Νέας Υόρκης που άνοιξε για το κοινό τον Σεπτέμβριο, παρατείνεται ως και τις 23 Δεκεμβρίου. «Reverse Fireworks in Slow Motion» είναι ο τίτλος, που μοιάζει να χαρακτηρίζει ιδανικά τις δημιουργίες του, την εξελικτική διαδικασία ιδέας, υλικών, χειρονομίας.
Το φωτιστικό γλυπτό, ένας δυστοπικός φουτουριστικός πολυέλαιος με τον τίτλο «spin, rise and thurst in random direction» -είναι υπέροχη αυτή η πληθωριστική αφηγηματική ορμή των τίτλων του- αποτελεί μια συμφωνία υλικών: γυαλί, αλουμίνιο, μπρούτζος, χαλκός, φώτα LED. Οργανικές μορφές χλωρίδας, μπλέκουν με neon σχηματισμούς, οργανικά υλικά όπως το ξύλο σε μια περιστροφή υλικότητας και τέχνης. Aυτό είναι ένα από τα εννέα έργα του παρουσιάζονται στη Νέα Υόρκη.
Έχει ενδιαφέρον ότι ήδη η πρώτη του σημαντική δημιουργία, που αποτελούσε και την πτυχιακή του εργασία για τα μεταπτυχιακά του, τον εκτόξευσε και του έφερε την πρώτη συνεργασία με την Carpenters Workshop Gallery του Παρισιού. Ήταν το «Elemental Cabinet», μια γλυπτική ερμηνεία του (δηλαδή κάτι περισσότερο από ένα remake) για το περίφημο Badminton Cabinet του 18ου αιώνα που είχε σπάσει κάθε ρεκόρ δημοπρασίας διακοσμητικών αντικειμένων. Ένα μπαρόκ έπιπλο, με έβενο, επιχρυσωμένο μπρούτζο, ημιπολύτιμους λίθους.
Στο Hyper Hypo της Αθήνας, διατίθεται η έκδοση «Kostas lambridis: Rooted Flows» από τις Nero Editions.
Οργανικά, βιώσιμα, εκλεκτικιστικά: Η τέχνη σε ύφασμα της Χριστιάνας Βαρδάκου
H βραδύτητα, η οργανική πρώτη ύλη, η μοναδικότητα, η χειροποίητη δημιουργία, η βιωσιμότητα, η ενσυνείδητη κατανάλωση στον καιρό του fast fashion, η γόνιμη συμπόρευση παράδοσης και σύγχρονων τεχνικών. Aυτές είναι θεμελιώδεις αρχές της Χριστιάνας Βαρδάκου, της σχεδιάστριας υφασμάτων, πρέσβειρας της ηθικής μόδας, που δημιουργεί το δικό της niche στις ελληνικές εφαρμοσμένες τέχνες. Χωρίς να βιάζεται και χωρίς πνιγηρή πληθωρικότητα.
Κρατώ στα χέρια μου μια μάσκα ύπνου που έφτιαξε η Χριστιάνα για το Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη. Ολομέταξη -από φυσικό μετάξι Σουφλίου, βαμμένο με τις παραδοσιακές μεθόδους που χρησιμοποιεί. Μέσα της έχει αποξηραμένη λεβάντα και σπόρους chia. Eίναι σχεδόν πορφυρή κόκκινη, βαμμένη από την ίδια με φυτικές βαφές. Στο εργαστήριό της έχει έναν μικρό κήπο που καλλιεργεί λουλούδια που χρησιμοποιεί με τους συνεργάτες της για τις βαφές: λεβάντα, δεντρολίβανο, χαμομήλι, κατιφέ, ρείκι και πολλά ακόμα.
Μαζί χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων φύλλα καστανιάς, φλοιό κέδρου και βελανιδιάς από τη Μάνη, ριζάρι από τον Εβρο που της δίνει το κόκκινο χρώμα που επιθυμεί, Indigo από την Ασία. Χρειάζονται ώρες ως και μέρες για να προκύψει η επιθυμητή απόχρωση στην οποία θα εμβαπτιστεί το ύφασμα. Και εδώ μόνο φυσικά υλικά βρίσκονται στο εργαστήριό της: μετάξι από το Σουφλί, λινό από την Πελοπόννησο, βαμβάκι και μαλλί.
Απόκτησε αυτές τις γνώσεις και τεχνικές μετά από τις σπουδές και τα ταξίδια που έκανε. Τελειώνοντας το σχολείο στην Αθήνα, έφυγε στα 18 της χρόνια για το Λονδίνο όπου σπούδασε Art και Design στο University of Arts London και έκανε μεταπτυχιακά στον σχεδιασμό υφασμάτων στο Chelsea College of Arts. Aμέσως μετά, ταξίδεψε για τέσσερις μήνες στην Ασία και εντρύφησε στις παραδοσιακές τεχνικές βαφής σε Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Λάος, Βιετνάμ, Μυανμάρ, Μαλαισία. Οι τεχνικές βαφής που χρησιμοποιεί ενώνουν τεχνικές που έμαθε στην Ελλάδα, την Αγγλία, την Ιαπωνία, την Φινλανδία, την Αμερική, την Νοτιανατολική Ευρώπη. Φυσικά έμαθε να υφαίνει και σε αργαλειό.
Mαξιλάρια, πάνινες ταξιδιωτικές τσάντες, κιμονό, σουπλά, κορδέλες και scrunchies για τα μαλλιά, μάσκες ύπνου, εσάρπες και φουλάρια, πετσέτες φαγητού, φορέματα, συναντά κανείς μεταξύ των ιδιαίτερων δημιουργικών της. Μάλιστα αυτή την εποχή ετοιμάζεται να παραδώσει στο Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη μια σειρά από υφασμάτινα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Κάθε τόσο διοργανώνει εργαστήρια φυσικής βαφής, μιας μοναδικής τελετουργίας που αρχίζει να χάνεται όσο κυλούν τα χρόνια και το digital printing γίνεται η μόνη απάντηση. Αναζητήστε και τα σεμινάρια που διοργανώνει μαζί με το Secret Garden.
Πολυτελής ασκητισμός, τα όνειρα του Τσάρλι Μάρλοου και ο Φίλιππος Τσαγκρίδης
To ίδιο πρωί είχα μόλις παραλάβει την ένατη έκδοση του βιβλίου του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέπτης και το μαχαίρι» από τις εκδόσεις Ίκαρος. Λίγο πριν κλείσω το βιβλίο για να ετοιμαστώ για το πρώτο μου δείπνο στο «Gallina» σε έναν πεζόδρομο σχεδόν απέναντι από το ΕΜΣΤ, είχα φτάσει στη σελίδα με τη συνάντηση του Χατζιδάκι με τον Μορίς Μπεζάρ. Διαβάζω: «Βρεθήκαμε κι οι δυο στο σπίτι του, στις Βρυξέλλες, κι ύστερα σε ένα θαυμάσιο ρεστοράν, όπου και καλοφάγαμε. Είπαμε: για ανθρώπους πολυτελούς ασκητισμού, όπως ο φίλος μου ο Μπεζάρ κι εγώ, το καλό φαγητό είναι επικοινωνία».
Σαν δίχτυ η παραδοχή του Χατζιδάκι ότι είναι εκπρόσωπος του πολυτελούς ασκητισμού καρφώθηκε στο μυαλό μου και άρχισα να σκέφτομαι και να αναλύω αυτή τη φράση. Πόσο δίκιο έχει για τις ποιότητες που υψώνονται πάνω από ένα δείπνο, σε ένα ρεστοράν, με φίλους ή ανθρώπους που νιώθεις συνένοχους. Και με αυτό το δίχτυ μπήκα στο νεόφερτο Gallina επί της μάρκου Μπότσαρη 49 στο Κουκάκι, έναν χώρο μικροσκοπικό (σχεδόν 110 τ.μ.), που φαίνεται να πρεσβεύει τον μινιμαλισμό, κρύβοντας όμως ψηφίδες.
Καθώς είναι βράδυ και όλη η πρόσοψη του μαγαζιού είναι φτιαγμένη από γυαλί, πλησιάζοντας στον πεζόδρομο δεν χρειάζεται κάποια να δεις την ειδική λευκή φωτεινή σήμανση, αφού στραφταλίζει ήδη το κόκκινο μεγάλο χαλί με το έργο του Γιάννη Βαρελά «Μarlow Dreams» που είχε εκτεθεί στην γκαλερί Breeder. Η φρέσκια ιδέα που είχε η Ηλέκτρα Σουτζόγλου όταν δημιούργησε το Art Rug Projects, καλώντας σύγχρονους εικαστικούς να δημιουργήσουν έργα τους όχι σε καμβά αλλά σε χειροποίητα χαλιά, έχει δημιουργήσει ξεχωριστές νησίδες τέχνης που συναντάμε κάθε τόσο σε τοίχους εστιατορίων ή άλλων ιδιαίτερων χώρων.
Τα όνειρα του κυβερνήτη Τσάρλι Μάρλοου, του ήρωα στο βιβλίο «Η καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ μας επιτηρoύν καθώς καθόμαστε στα λιγοστά τραπέζια του χώρου, αλλά και στην στιβαρή μπάρα από μάρμαρο. Και εκεί αρχίζεις να αναλύεις το λεξιλόγιο του μινιμαλισμού, όπως εκφράζεται από τις επιλογές των LOT & Objects of common interest, δηλαδή των τρομερών παιδιών του διεθνούς design, Eλένη Πεταλωτή και Λεωνίδα Τραμπούκη που ζουν και εργάζονται μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης.
Στο πάτωμα, ένα μαρμάρινο μωσαϊκό όπου κατά τόπους φέρει κεραμικές πλάκες του καλλιτέχνη Βασίλη Παπαγεωργίου. Οι καρέκλες και τα ειδικά stools στην μπάρα, δημιουργίες των LOT, φτιαγμένες από ανοξείδωτο ατσάλι και ένα ειδικό τζελ σαν μαξιλάρι με ελαφριά ροζ απόχρωση. Προέκυψαν μετά από ένα χρόνο σχεδιασμού και συζητήσεων και φέρει το όνομα Philip Chair. Δηλαδή το όνομα του ιδιοκτήτη του Gallina, Φίλιππου Τσαγκρίδη, που προέρχεται από τον εφοπλιστικό κόσμο, είναι συλλέκτης και εσχάτως έχει και την ιδιότητα του restaurateur, μεταφέροντας σε δικούς του χώρους την προσωπική του άποψη -ιδεολογία σχεδόν- για τη γαστρονομία και την τέχνη.
Μα πόσην ώρα μπορείς να μιλάς για έναν χώρο εστιατορίου και όχι ακόμα για το φαγητό, αναρωτιέμαι ακόμα και εγώ η ίδια. Μην προσπερνάμε όμως ελαφρά την καρδία το γεγονός ότι η έξοδος για φαγητό, με παρέα, καθορίζεται από τις γεύσεις αλλά και από τον χώρο που σε περιβάλλει σχεδόν ισότιμα πλέον. Στο Gallina (σεφ είναι ο Παύλος Κυριάκης) ο κατάλογος είναι σχετικά μικρός, στο μεταίχμιο του ιδιοσυγκρασιακού, εκλεκτικιστικού, καινοτόμου. Δεν περνά το μεταίχμιο, ευτυχώς δεν επιχειρεί fusion ακροβασίες και το αποτέλεσμα είναι γεύσεις που έχουν ευθύτητα, κέντρο βάρους, καθαρότητα και συχνά βάθος. Με την γαλλική κουζίνα στην καρδιά τους.
Στο τραπέζι μας φτάνουν μπαρμπούνι σαβόρο, γλώσσα με λευκή σάλτσα από ξινόμαυρο, χόρτα στα κάρβουνα και ψητές πράσινες πιπεριές -αναμεσά τους μόνο μια καυτερή, δεν ξέρεις ποιος θα την γευθεί. Σαν ρώσικη ρουλέτα.
Άψογα εκτελεσμένες οι γεύσεις, η σάρκα των ψαριών ανυποχώρητα θελκτική, η σάλτσα διακριτική, καθόλου πνιγηρή, δροσερή. Δοκιμάζουμε και το ταρτάρ με waryu, γαρίδες, χαβιάρι, που συνοδεύεται από ένα μπριός στο ζύμωμα του οποίου προστέθηκαν θραύσματα από καμένα λαχανικά. Σπιρτάδα, οξύτητα, μια γεύση που εγκαθίσταται και σε ξαφνιάζει, που δεν λέει να εγκαταλείψει τον ουρανίσκο. Πίνουμε διαφορετικά ποτήρια από κρασιά φυσικής οινοποίησης -πολιτική του Gallina είναι να διατίθενται ποτήρια για τις περισσότερες φιάλες προκειμένου να μπορέσεις να δοκιμάσεις όσο το δυνατόν περισσότερες γεύσεις.
Τα γλυκά είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Όσο ο Τσάρλι Μάρλοου απέναντί μου στον τοίχο αφηγείται την τρομακτική ιστορία που έζησε στην Αφρική και σφυροκοπά το απάνθρωπο αποικιακό Βέλγιο και τη στάση του στο Κονγκό (ναι, αναφορά στο έργο του Γιάννη Βαρελά στον τοίχο απέναντι), φτάνουμε στο τραπέζι ένα βελούδινο, πυκνό, μεστό βάσκικο κέικ με χαβιάρι -το αλάτι του συναντά την γλυκύτητα σχεδόν οργασμικά. Παγωτό γάλα με πίκλες και ανθούς. Γύρω παρέες που σχεδόν ήδη γνωρίζονται.
Στέκι τριαντάρηδων και σαραντάρηδων, που αγαπούν την τέχνη, τους συναντάμε συχνά σε γκαλερί, σε στούντιο δημιουργών και εργάζονται στον χώρο των επιχειρήσεων, της επικοινωνίας, του υλικού πολιτισμού. Σηκώνονται από τα τραπέζια, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, όλο το μαγαζί γίνεται μία σάλα σπιτιού. Ενδιαφέρον. Και ίσως ένα νέο αθηναϊκό πείραμα λάβει χώρα στο Gallina, σε σχέση με το τι σημαίνει γαστρονομικό στέκι το 2023.
Στα ίχνη της Χαρίκλειας Καβάφη, μάνας του ποιητή
Από τότε που ψηφιοποιήθηκε το Αρχείο Καβάφη από το Ίδρυμα Ωνάση (του ανήκει από το 2012), κάθε τόσο ανατρέχω σε αυτό όχι για να ανακαλύψω κάτι νέο για τον ποιητή, αλλά για την μητέρα του την Χαρίκλεια. Μια προσωπικότητα που έχει αποκτήσει μυθιστορηματικές διαστάσεις χάρη στην επίδραση που είχε στον ποιητή, στην σχέση τους. Στην αρχή άρχισα να διαβάζω τις συνταγές της, τι τάιζε τα παιδιά της και τον ποιητή των αιώνων αυτή η περήφανη Φαναριώτισσα που έζησε μεταξύ Αιγύπτου, Αγγλίας και Κωνσταντινούπολης.
Τώρα που άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το σπίτι του Καβάφη στην Αθήνα, δηλαδή το ισόγειο της Φρυνίχου 16 όπου στεγάζεται το Αρχείο Καβάφη και πλήθος προσωπικών του αντικειμένων, μπόρεσα να ανακαλύψω και τα δικά της ίχνη. Διασκεδάζω με την ιδέα μιας γυναίκας τόσο κοκέτας, πληθωρικής, που αγαπούσε την πολυτέλεια. Η Χαρίκλεια Φωτιάδη που 14 ετών παντρεύτηκε τον Πέτρο Ιωάννη Καβάφη και πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1899.
Μπαίνοντας στην Φρυνίχου, πριν καν δεις το πρόσωπο του Καβάφη, βλέπεις το μεγαλειώδες πορτρέτο της μητέρας του, σε προφίλ, ντυμένη σαν ευγενής της Ισπανίας. Δίπλα της η νεκρική μάσκα του ποιητή – η αρχή και το τέλος. Λάτρευε να φωτογραφίζεται, κάθε τόσο πήγαινε σε ένα στούντιο για μια νέα φωτογραφία που συνήθως έστελνε σε συγγενείς της ή έβαζε σε κορνίζες στο σπίτι. Ο ποιητής είχε πάντα μια φωτογραφία της στο γραφείο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Χαρίκλεια Καβάφη πέθανε ξαφνικά, στον δρόμο, καθώς πήγαινε για να φωτογραφηθεί στο αγαπημένο της στούντιο στην Αλεξάνδρεια.
Άλλο ίχνος, λίγο παραπέρα, εντυπωσιακό, μεγαλοπρεπές: μια θήκη από μαύρο σμάλτο με επίχρυσο στολισμό, που χρησιμοποιούσε η Χαρίκλεια για τις κάρτες επισκεπτηρίου της. Βρίσκεται στη βιτρίνα όπου παρουσιάζονται το κομπολόι, οι πίπες, τα τσιγάρα Ιρμα και καπνικά εργαλεία του Καβάφη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο αρχείο -μπορείτε να τα εντοπίσετε ψηφιακά, βρίσκονται και δύο έντυπα επισκεπτήρια της Χαρίκλειας Καβάφη. Σε ένα εξ’ αυτών αναγράφεται ότι δέχεται κάθε δεύτερη και τελευταία Παρασκευή του μήνα.
Ένα ακόμα ίχνος της, είναι η φωτογραφία της αδελφής της Ευβουλίας Παπαλαμπρινού, με την οποία η Χαρίκλεια είχε ιδιαιτέρως στενή σχέση, αν και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Η Φωτογραφία βρίσκεται μέσα σε μία εξαιρετικά συντηρημένη ξύλινη κορνίζα διακοσμημένη με φίλντισι.
cavafy.onassis.org