Eπιλογές: Μυστικά δύο καθοριστικών έργων του Φώτη Κόντογλου. Η παράδοση των ελληνικών χρηστικών αντικειμένων αποκτά διεθνή, ραφιναρισμένη αίγλη. Όταν ο Σεφέρης ύψωσε τοίχο σιωπής στον Θάνο Βερέμη (προδημοσίευση). Μπουρδέτο και μπουγάτσα στο Σεν Τροπέ. Το κουμπί του Τζιακομέτι.
Ο υλικός πολιτισμός και οι αισθήσεις συναντούν διαρκώς νέες εμπειρίες, όσο παλαιότερες ξυπνούν. Τα ίχνη τους αναζητούμε, εντοπίζουμε και βλέπουμε τις ιστορίες και τα μυστικά πίσω και πέρα από αυτά. Από τη συγκίνηση ως την έκπληξη, την απόλαυση ως τη νοσταλγία, τη γνώση ως την αναζήτηση, όλα συνυπάρχουν. Τι θα δούμε, διαβάσουμε, γευθούμε, συναντήσουμε, αυτή την εβδομάδα.
Το τοίχος σιωπής που ύψωσε ο Γιώργος Σεφέρης στον Θάνο Βερέμη και άλλες ιστορίες
Ενας ιστορικός αυτοβιογραφείται και γίνεται αυτή η εξιστόρηση ο καμβάς για να συνομιλήσουμε όχι μόνο με σταθμούς και πρόσωπα της ζωής του, αλλά και της Τέχνης, της Πολιτικής, της κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών.
Τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Καστανιώτης» το βιβλίο του Θάνου Βερέμη «Ορος των Ελαιών. Μια αυτοβιογραφία». Εξασφαλίσαμε μια ματιά σε ένα από τα γοητευτικά και αναπάντεχου περιεχομένου κεφάλαιά του. Αυτό όπου ο Θάνος Βερέμης μιλά για τη γνωριμία του με τον Σεφέρη και τις παρατηρήσεις του -τρυφερές αλλά και οξυδερκείς- πάνω στο έργο του.
«Τον Σεφέρη, ο οποίος υπήρξε για χρόνια οδηγός μου στην ποίηση, τον γνώρισα χάρη στον Τόνι Ζαχαρέα, καθηγητή της Ισπανικής Λογοτεχνίας στο Smith College. Ο Σεφέρης ήταν ολιγόλογος άνθρωπος κι εγώ, γεμάτος λαχτάρα να του πω τι σήμαινε το έργο του για μένα, έπεσα πάνω στον τοίχο της σιωπής του. Θυμάμαι ακόμα με ντροπή να απαγγέλλω κάποια ποιήματά του και αυτός να μου λέει: ''Πού τα θυμόσαστε όλα αυτά;''. Ήταν άραγε υποκριτική μετριοφροσύνη ή γνήσια έκπληξη για το ότι ένας νεαρός απομνημόνευε τα έργα του; Δεν θα το μάθω ποτέ. Η πρώτη και τελευταία αυτή συνάντηση μου έμαθε τη διαφορά του ιδεατού από το πραγματικό.
Για χάρη του είχα αρπαχτεί με τον νονό μου, τον Κανελλόπουλο, που προτιμούσε ως ποιητή τον Τάκη Παπατσώνη. Η συζήτηση έγινε ενώπιον του Τόνι Ζαχαρέα, ο οποίος μου έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στη Βοστόνη όταν ο Σεφέρης πήρε το βραβείο Νόμπελ.
Όταν μετά από χρόνια διάβασα το Πολιτικό ημερολόγιο Α', 1935-1944, του Σεφέρη, πρέπει να πω ότι κάτι δεν μου πήγε. Η τοποθέτηση του εαυτού του υπεράνω των πολιτικών στη Μέση Ανατολή, του Τσουδερού, του Κανελλόπουλου και του Παπανδρέου, του επέτρεπε να τους κρίνει αφ’ υψηλού και να μέμφεται τους προϊσταμένους του αλλά όχι τον ίδιο για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε ακόμα και όταν δεν τις ενέκρινε.
Το αναμφισβήτητο ταλέντο του στην ποίηση τον έκανε ορατό εντός και εκτός Ελλάδας, όταν αποφάσισε να ασκήσει με διακριτικό τρόπο κριτική κατά των στρατιωτικών οι οποίοι είχαν αρπάξει την εξουσία. Αν και δεν πρέπει να αισθανόταν έντονη ανάγκη συμμετοχής στο κοινό φρόνημα, δικαιώθηκε από την αριστεία που υπηρετούσε μέσα του.
»Διαβάζοντας ξανά τον διάλογο για την ποίηση με τον σύζυγο της αδελφής του, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αν και ο Τσάτσος υπερέχει νοηματικά στη σύνταξη φιλοσοφικών εννοιών, ο Σεφέρης αντιλαμβάνεται καλύτερα το περιεχόμενο της ποιητικής τέχνης. Ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Στερνς Έλιοτ και το πηγαίο του ένστικτο καθοδηγούν με ακρίβεια την κρίση του. Εδώ ο Σεφέρης σημειώνει: ''Σκοπός του ποιήματος είναι να δώσει [ο ποιητής] όλα τα στοιχεία στον αναγνώστη ώστε να δοκιμάσει την ίδια εμπειρία που δοκίμασε ο ποιητής''. Αλλού σημειώνει για τον Έλιοτ: ''Ο στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα· είναι νομίζω η πιο μεγάλη χαρά του''.
Ο Σεφέρης, όταν μιλάει τη δική του γλώσσα, είναι εξαιρετικά εύστοχος. Βρίσκεται έξω από τα νερά του όταν κάνει κατάχρηση της δημοτικής στις μεταφράσεις του (μεταφράζοντας π.χ. το Murder in the Cathedral σε Φονικό στην εκκλησιά). Η δολοφονία του Τόμας Μπέκετ δεν είναι ''φονικό'' (φονικό διαπράττει ο απατημένος σύζυγος), και η μητρόπολη δεν είναι, βέβαια, ''εκκλησιά''. Τι περίεργη αυτή η κλίση του ποιητή στην πλέρια δημοτική, ενώ μια μετριοπαθής γλώσσα θα εξέφραζε καλύτερα το φλέγμα του, ή μάλλον τη συμπύκνωση των νοημάτων σε λίγες ριπές λέξεων.
Θυμίζει κάπως τον καλό μαθητή που θα ήθελε να έχει και λίγη πείρα από τις τριόδους. Όταν επαινεί τόσο εγκάρδια τον Μακρυγιάννη στην περίφημη ομιλία του στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο το 1943, φαίνεται γοητευμένος από τις αντιφάσεις του αγράμματου Ρουμελιώτη και την ασίγαστη οργή του κατά των συγχρόνων του.»
Πού θα βρεις απίθανο μπουρδέτο, μπουγάτσα και χωριάτικη σαλάτα στο... Saint Tropez;
Eλληνική σαλάτα, μπουρδέτο και ελαιόλαδο από την Κέρκυρα προκαλούν ένα είδος γαστρονομικού προσκυνήματος στο πιο διάσημο ψαροχώρι της Κυανής Ακτής, στο Saint Tropez, μέσα στο ξενοδοχείο Dei Palais. Είναι η Cookoovaya, αυτή που δημιούργησε αυτή τη νέα αίσθηση στη Κυανή Ακτή, χωρίς να καμωθεί κάτι το διαφορετικό από αυτό που μάθαμε στον χώρο της Χατζηγιάννη Μέξη τα τελευταία χρόνια.
Ο σεφ Περικλής Κοσκινάς είναι σαφής: «Το μενού είναι σχεδόν ίδιο με αυτό της Αθήνας. Βέβαια, η Αθήνα πάντα θα είναι το μέρος που θα δημιουργεί νέες συνταγές και νέα πιάτα που θα εκτελούνται και στο St Tropez ή όπου αλλού πάει στο μέλλον. Δεύτερες σκέψεις δεν υπήρξαν για το μενού γιατί το φαγητό που φτιάχνουμε στο μαγαζί είναι που προσέλκυσε το ενδιαφέρον. Εξάλλου πολλά από τα υλικά μας τα βρίσκουμε και εκεί σε εξαιρετική ποιότητα ενώ κάποια άλλα τα στέλνουμε από εδώ (ψάρια, ελαιόλαδο, αυγοτάραχο κ.λπ.). Επίσης ένας παράγοντας σημαντικός και καταλυτικός ώστε να μην υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για τίποτα ήταν και τα παιδιά που ανέλαβαν να φέρουν όλο αυτό εις πέρας. Με αρχηγό τον Μάριο Κοροβεση στην κουζίνα και τον Χρήστο Μάκρη στην σάλα αλλά και όλα τα παιδιά που πήγαν από το μαγαζί της Αθήνας σε αυτό του St Tropez συνέβαλαν στον μεγαλύτερο βαθμό όλα να γίνουν ομαλά».
Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες, αν και εξαρχής ο πήχης ήταν ψηλά.
«Υπήρξε αρκετός κόσμος που ήξερε και είχε επισκεφθεί την Cookoovaya στην Αθήνα οπότε χάρηκε που την βρήκε και εκεί. Κυρίως είναι κόσμος που του αρέσει το ελληνικό φαγητό και οι κανόνες του (καλά υλικά, απλότητα, φρεσκάδα) αφού η κουζίνα μας είναι πια στην θέση που της αξίζει σε διεθνές επίπεδο», λέει ο Περικλής Κοσκινάς. Τα πιάτα που αγαπήθηκαν περισσότερο ήταν τα ωμά ψάρια, το ελαιόλαδο από την Κέρκυρα, το μπουρδέτο και το μπιάνκο, «συνταγές και υλικά που αγαπώ πολύ λόγω καταγωγής αλλά και εμμονής μου με τα συγκεκριμένα από την εποχή του Milos ακόμη. Και, βέβαια, η μπουγάτσα, σήμα κατατεθέν από την εποχή που ανοίξαμε και πρωτοέφτιαξε ο Νίκος Καραθάνος».
Το πιάτο που καταναλώνεται περισσότερο; «Η χωριάτικη σαλάτα νομίζω είναι σαν τη Γερμανία στο ποδόσφαιρο, κατά την ρήση του Lineker. Στο τέλος πάντα κερδίζει». Στην κουζίνα, η ομάδα των Ελλήνων από τη Χατζηγιάννη Μέξη συναντήθηκε δημιουργικά και έβαλε στους ρυθμούς της ελληνικής γαστρονομίας Γάλλους μάγειρες. Τόσο, που όταν εργάζονται στην κουζίνα «αποκαλούν ο ένας τον άλλο ''μ@@@@α''… Βέβαια, με μια πιο κομψή προφορά.»
Ετσι, κάποια βράδια, καθισμένος στη σάλα με την ανοιχτή κουζίνα της Cookoovaya στην Αθήνα θα απολαμβάνεις τα ίδια ωμά ψάρια, την ίδια πυραμίδα-μπουγάτσα με τον Γάλλο στο Saint Tropez. Ή και το αντίθετο. Η έννοια της παγκοσμιοποίησης πάνω από ένα αχνιστό πιάτο.
Όταν η χρωστική ουσία του Κόντογλου χάνει την υλική υπόσταση και αποκτά πνευματική διάσταση
Είναι μια κατάδυση στο μυαλό, την Τέχνη και τις σχέσεις του Φώτη Κόντογλου η υπέροχη έκθεση στο υπόγειο του Μουσείου Γουλανδρή στο Παγκράτι. Κάθε έργο μια στάση για αναστοχασμό, έκπληξη και αφηγήσεις ακόμα και ιστορικών διαστάσεων.
Απευθύνθηκα στον κύριο Κυριάκο Κουτσομάλλη, Γενικό Διευθυντή Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή, Επιμελητή της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους», και του ζήτησα να μας μιλήσει για ένα από τα έργα της έκθεσης, αυτό που φανερώνει και σημαίνει. Με έκπληξη είδα να επιστρέφει με δύο έργα ορόσημα για τη ζωή και την Τέχνη του Φώτη Κόντογλου. Το πρώτο με ημερομηνία το 1923, ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία.
«Καθότι το αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου και την επιρροή του στους νεότερους αναπτύσσεται σε δύο σκέλη (και επτά ενότητες), το πρώτο με άξονα αναφορών το θρησκευτικό του έργο και το δεύτερο στο κοσμικό, μη θρησκευτικό (Μύθοι και Ήρωες, προσωπογραφίες μαθητών και οικείων του, τοπογραφίες και σπαρακτικές εικόνες που αναφέρονται στον ξεριζωμό), το ερώτημά σας με υποβάλλει στο δίλημμα να προτείνω ένα έργο από την θρησκευτική εικονογραφική αφήγηση και ένα άλλο από τη λαϊκή, κοσμική ζωγραφική του επίδοση.
Από την ανυπέρβλητη λειτουργική εικονογραφία, επιλέγω τη ''Βάπτιση'', ένα ιδιόμορφο εντελώς Κοντογλικό έργο, διαστάσεων 163 x 112 εκ., ζωγραφισμένο με κερόνεφτο σε καμβά το 1923, χρονολογία ορόσημο για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Είναι το ταξίδι του στο Άγιον Όρος (έναν χρόνο δηλαδή μετά την άφιξή του, ως πρόσφυγας πλέον, στην Ελλάδα το 1922), το οποίο επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του, ανοίγοντας νέο δρόμο προς τη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή ζωγραφική.
Πρόκειται για μια ιδιόμορφη αριστουργηματική σύνθεση, ζωγραφισμένη με τη συγκινησιακή ανατολίτικη ευαισθησία, με τη σχεδιαστική μαεστρία και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα στην άκρη του οποίου η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση για να προσλάβει την πνευματική της διάσταση, τηρώντας πάντα τις δογματικές δεσμεύσεις της εικονογραφικής αφήγησης.
»Για το δεύτερο σκέλος, αντλώ μυθολογικές αναφορές από τη δεύτερη θεματική ενότητα της έκθεσης, που αφορά τους Ήρωες και τη Μυθολογία.
Η αναφορά γίνεται σε ένα εμβληματικό έργο, που είναι ''Ο Βορέας αρπάζων την Ωρείθυιαν'', του 1938. Ανήκει στη σειρά των 250 εικονογραφικών αποτυπώσεων με τις οποίες διακόσμησε τρεις αίθουσες του Δημαρχιακού Μεγάρου Αθηνών. Ένα έργο μνημειακών διαστάσεων, μήκους 28 μέτρων.
Η σκηνή απεσπάσθη το 1938 από την σύνθεση και σε μεμονωμένο, μικρότερης κλίμακας ζωγραφικό έργο με ορισμένες μικρές παραλλαγές.
Εδώ παρατηρούμε τη στιγμή που ο Βορέας αρπάζει την Ωρείθυια την ώρα που λούζεται στον ποταμό Ιλισσό. Αριστερά, παρατηρούμε την γεροντική προσωποποίηση του ποταμού και δεξιά τη μορφή της φίλης της Φαρμακείας να παρακολουθεί με έκπληξη τα τεκταινόμενα.
»Η αρπαγή της Ωρείθυιας καθώς και το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι τα δύο τελευταία μεγάλα έργα από τον αρχαίο κόσμο που φιλοτέχνησε ο Φώτης Κόντογλου, προτού αφοσιωθεί στην Βυζαντινή ζωγραφική και επιδοθεί κυρίως στο μεταβυζαντινό ιδίωμα που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει το έργο του».
Όταν η νταμιτζάνα, το καραφάκι, το μπουκάλι κρασιού της γιαγιάς γίνονται design objects
Eίναι από τις περιπτώσεις που η πανδημία, αντί να σημάνει ένα τέρμα, μια αναγκαστική στάση και αδράνεια, οδήγησε στη δημιουργία, στο επόμενο βήμα. Διατηρώντας όλα τα στοιχεία ταυτότητας που έκαναν την Ancient Greek Sandals παγκόσμια μπράντα με σανδάλια και που σε παραπέμπουν σε αρχαία ελληνικά αγγεία και με υλικό το δέρμα, γεννήθηκε η AGSHOME.
Όταν η Xριστίνα Μαρτίνη, creative director της φίρμας, βρέθηκε με τον σύντροφό της Απόστολο Πορσανίδη-Καββαδία στη βιολογική τους φάρμα στην Κέρκυρα για να περάσουν τους δύσκολους μήνες της καραντίνας, συνέλαβαν αυτή την ιδέα: να δημιουργήσουν αντικείμενα όπως μποτίλιες, βάζα, καραφάκια, νταμιτζάνες που είναι ταυτόσημα με την ελληνική παράδοση, ντυμένα με το σήμα κατατεθέν μαύρο και φυσικό δέρμα vachetta των AGS.
Η έννοια της παράδοσης, του χειροποίητου, του οικείου, του κομψού που ριζώνει στην Ιστορία του καθημερινού βίου, τα συναντάμε και εδώ. Εξάλλου, ο Απόστολος Πορσανίδης Καββαδίας συνεργάστηκε για πολλά χρόνια ως productive designer με το αρχιτεκτονικό γραφείο της περίφημης Rena Dumas (RDAI) στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τα interiors του οίκου Hermès. Το πάντρεμα όλων αυτών οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που πηγαίνει τα χρηστικά αντικείμενα εσωτερικού χώρου και την παράδοση ένα βήμα παραπέρα.
Ετσι, τα διαφανή γυάλινα μπουκάλια της συλλογής, σε μια ποικιλία μεγεθών και χωρητικότητας, είναι τυλιγμένα με το χαρακτηριστικό μαύρο και φυσικό δέρμα vachetta και συνοδεύονται από πώματα φελλού και χάλκινες λεπτομέρειες. Μια καράφα του 1 λίτρου, που δίνει ένα νέο ενδιαφέρον twist στο κλασικό μπουκάλι νερού που βάζουμε συνήθως πάνω στο τραπέζι, είναι καλυμμένη με δέρμα που ακολουθεί το μοτίβο και τον τρόπο κατασκευής των κλασικών σανδαλιών του brand. Τα χρυσά καρφιά επιτρέπουν το εύκολο άνοιγμα ώστε το μπουκάλι να μπορεί να αφαιρεθεί και να καθαριστεί.
Υπάρχει ακόμα και το κλασικό παγούρι στη συλλογή, φτιαγμένο από βοριοπυριτικό γυάλινο μπουκάλι, διαθέτοντας θερμομόνωση και καπάκι ασφαλείας από μπαμπού. Μποτίλιες, καράφες, wine holder για μπουκάλι 750 ml, βάζα για διάφορα μεγέθη από μπουκέτα, νταμιτζάνες, καλάθια για να τα γεμίσει κανείς με κεριά, λαχανικά, αντικείμενα. Κάτι που θυμίζει τη γιαγιά, τη φιλοξενία στα νησιά και τη ραφιναρισμένη κομψότητα ενός διεθνούς οίκου. Και φωνάζει «Ελλάδα».
Όταν ο γλύπτης Τζιακομέτι έφτιαξε κουμπιά για τη φίλη του θρυλική σχεδιάστρια Ελσα Σκιαπαρέλι
Από την Πέμπτη τα social media έχουν πλημμυρίσει με τις μοναδικές, όπως πάντα, γλυπτικές δημιουργίες του οίκου Schiaparelli στην εβδομάδα μόδας στο Παρίσι.
Οι διάδοχοι, που πήραν τον οίκο στα χέρια τους, μετά από μια περίοδο αμήχανης σιωπής, του έδωσαν ξανά τη λάμψη της δημιουργού του. Θα φτάσουν όμως ποτέ σε αυτό το μυθικό για τα σημερινά δεδομένα οργασμικό όραμά της που ένωσε τους κορυφαίους της Τέχνης με τη μόδα; Από τον εκκεντρικό και εξωστρεφή Σαλβαντόρ Νταλί, τον Ζαν Κοκτώ, τον Μαν Ρέι ως τον κρυπτικό Τζιακομέτι;
Σκέψεις που κάνω κοιτάζοντας ένα κουμπί. Ένα μικρό, μπρούτζινο κουμπί. Το γυμνό πάνω μέρος του σώματος μιας γυναίκας χωρίς χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, με τα χέρια υψωμένα σαν να προσεύχεται ή σαν να κρατά τον ουρανό για να μην πέσει. Θα μπορούσε να είναι γοργόνα, μοιάζει να βγαίνει από τα νερά. Ένα έργο τέχνης για μουσείο. Το οποίο ράφτηκε προσεκτικά από τις συνεργάτιδες της Ελσα Σκιαπαρέλι στα μανίκια ενός σακακιού.
Το κουμπί από μπρούτζο δημιουργήθηκε το 1938, ενώ, σύμφωνα με μια επιστολή που βρέθηκε, είχε ήδη ζητήσει από το 1936 να της σχεδιάζει ο Τζιακομέτι κουμπιά και καρφίτσες. Το συγκεκριμένο κουμπί εκτίθεται στο Παρίσι, στο Musée des Arts Décoratifs. Πραγματικά, ένα κουμπί για το σακάκι μιας κυρίας έγινε έκθεμα σε μουσείο. Οταν η Μόδα κοιτά κατάματα την Τέχνη.
kanesti@iefimerida.gr
#TheList