Συναντήσαμε τον Απόστολο Δοξιάδη με αφορμή το νέο του βιβλίο «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε», που κυκλοφορεί σήμερα, και μιλήσαμε για όλα: για την πολιτική, τον κινηματογράφο και τη σχέση με τον πατέρα του που τον καθόρισε.
Ο Απόστολος Δοξιάδης δεν περνά ποτέ απαρατήρητος. Κάθε νέο βιβλίο που γράφει, κάθε πολιτική ή κοινωνική παρέμβαση που κάνει, πάντα τραβά το ενδιαφέρον του κοινού και των μίντια.
Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας ενός νέου μυθιστορήματος, με τον εύστοχο τίτλο «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε» (Εκδ. Ίκαρος), ενός υβριδικού έργου που ισορροπεί μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας, ήταν λογικό και επόμενο να εξάψει την περιέργεια στα κοινωνικά δίκτυα και όχι μόνο. Ποιο είναι το μυστηριώδες πρόσωπο με το οποίο συνομιλεί από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα ο συγγραφέας; Σε ποιον απευθυνόταν το τηλεφώνημα που δεν έγινε; Και γιατί αυτό το τηλεφώνημα ήταν τελικά τόσο καίριο για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του συγγραφέα, ώστε ακόμα και σήμερα να τον βασανίζει;
Με αφορμή μια ταινία μικρού μήκους, την πρώτη που γύρισε στα δεκατέσσερά του χρόνια, όταν ήταν εσωτερικός σε οικοτροφείο στην Ουάσιγκτον και η οποία κατάφερε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ των ΗΠΑ, το νέο βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη είναι μια κατάβαση στις μνήμες της εφηβικής του ζωής. Με ήρωα τον εαυτό του σήμερα, ο συγγραφέας ταξιδεύει στο παρελθόν, αναζητώντας τα αίτια για έναν αγιάτρευτο καημό που τον στοιχειώνει ακόμα.
Η διαδικασία της γραφής γίνεται τελικά ένα συγκλονιστικό ταξίδι αυτογνωσίας, που γραπώνει τον αναγνώστη στα δίχτυα ενός ευφυούς μυαλού, το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που το ίδιο βάζει στον εαυτό του για να μη φτάσει στην οδυνηρή αλήθεια.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί ουσιαστικά τα χνάρια μιας αστυνομικού τύπου έρευνας, μιας διανοητικής μικρής οδύσσειας, και ανακαλύπτει ταυτόχρονα με τον ίδιο τον συγγραφέα την αλήθεια. Οι στιγμές που το βιβλίο περνά μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες της πατρικής αγάπης (σ.σ.: ο πατέρας του Απόστολου Δοξιάδη ήταν ο διεθνούς φήμης πολεοδόμος και αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Δοξιάδης) είναι σπουδαίες, καθώς ο συγγραφέας απογυμνώνεται μπροστά στο χαρτί προκειμένου να φτάσει στην πολυπόθητη Ιθάκη, που δεν είναι άλλη από την κάθαρση της αυτογνωσίας. Η αλήθεια όμως, που μας αφορά πραγματικά, δεν είναι ποτέ ένας άλλος άνθρωπος, όσο οικείος κι αν είναι, όσο κι αν έχει υπάρξει η σχέση μας μαζί του καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας.
Διαβάζοντας το βιβλίο ως αναγνώστης, ως συνοδοιπόρος του δεκατετράχρονου παιδιού που υπήρξε ο Απόστολος Δοξιάδης, ανακαλύπτεις ότι τόσο η ταινία για το τηλεφώνημα που δεν έγινε, όσο και η σχέση με τον πατέρα είναι απλώς η αντανάκλαση μιας πληγής που βρίσκεται αλλού και πρέπει να φωτιστεί, ίσως όχι για να γιατρευτεί, αλλά για να επαναφέρει ο ήρωας το κέντρο βάρους του εαυτού του στη θέση του: δηλαδή, σε εκείνον τον ίδιο.
Το iefimerida διάβασε το βιβλίο που κυκλοφορεί σήμερα, Τρίτη 14 Ιουνίου, στο τελικό PDF, πριν αυτό σταλεί για εκτύπωση, και συνάντησε τον συγγραφέα στο Κολωνάκι, για μια εκ βαθέων συζήτηση για όλα: για τον έφηβο Αποστόλη, για τη φήμη του πατέρα του που τον έπνιγε, για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας που πρέπει να θρυμματίσουμε για να πάμε παρακάτω και για το θαρραλέο ταξίδι αυτογνωσίας, που ουσιαστικά συνιστά αυτό το βιβλίο.
Η συζήτηση φυσικά με τον βαθιά πολιτικοποιημένο Απόστολο Δοξιάδη δεν θα μπορούσε να μην καταλήξει στην πολιτική και την επικαιρότητα.
Ο Απόστολος Δοξιάδης μιλάει στο iefimerida
Διαβάζοντας το βιβλίο και ειδικά από ένα σημείο και μετά είχα την εντύπωση ότι είναι από αυτά τα μικρά σε έκταση βιβλία που καμιά φορά παίρνουν μια ολόκληρη ζωή για να γραφτούν. Ισχύει;
Με κάποια έννοια το σχόλιο αυτό είναι πολύ καίριο. Είναι βιβλίο σταθμός για εμένα, διότι αντίθετα από το προηγούμενό μου, τον «Ερασιτέχνη Επαναστάτη», όπου έκανα μία αναδρομή γεγονότων της ζωής μου με κύριο σκοπό να καταθέσω στα παιδιά μου -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στους νέους ανθρώπους δηλαδή, μια εμπειρία από μια άλλη εποχή, συνολικά, όσο μπορούσα, ετούτο το βιβλίο το έγραψα για εμένα.
Προσέχω πολύ τη φράση «το έγραψα για εμένα», γιατί ένας από τους λόγους που αντιπαθούσα τον λεγόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, ή ΝΕΚ, που σχολιάζω και στο βιβλίο, είναι ακριβώς οι σκηνοθέτες που έλεγαν «εμένα δεν με νοιάζει κανείς, με νοιάζει μόνο να κάνω την ταινία μου» (και συμπληρώνω εγώ: με κρατική χρηματοδότηση βέβαια). Όμως, όποτε έγραφα ή έφτιαχνα κάτι, είχα από την αρχή τη συνείδηση, ότι η τέχνη αντίθετα από την εξομολόγηση, είτε αυτή γίνεται στον παπά, στο αγαπημένο μας πρόσωπο, στον ψυχαναλυτή, στο ημερολόγιο μας, είναι πάντα, βεβαίως έκφραση, αλλά και επικοινωνία. Με αυτή την έννοια δεν θα έγραφα αυτό το βιβλίο αν δεν το έγραφα για να διαβαστεί. Αλλά από την άλλη μεριά είναι το κατεξοχήν βιβλίο μου που ένιωσα ότι πρέπει να γράψω, γιατί αν δεν το κάνω δεν μπορώ να πάω παρακάτω.
«Πολλές όψεις της ζωής μου έχουν γίνει δημόσιες αρκετές φορές, άθελα μου, και αυτό είναι ενίοτε ενοχλητικό. Στο βιβλίο δεν λέω πράγματα που με θίγουν ως πρόσωπο ή που στεναχωριέμαι αν τα μάθει κάποιος»
Γιατί αποφασίσατε να χρησιμοποιήσετε ανοιχτά τα αληθινά ονόματα, το 14χρονο παιδί που υπήρξατε, τον πατέρα σας, τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δοξιάδη, και τη σύζυγό σας, τη συγγραφέα Ντορίνα Παπαλιού, και δεν δημιουργήσατε ένα έργο μυθοπλασίας με ψεύτικα ονόματα; Είχατε ψυχική ανάγκη να το εκθέσετε αυτό στον κόσμο;
Θα σας πω γιατί. Ίσως γιατί το «Τηλεφώνημα που δεν έγινε» βασιζόταν σε ένα πραγματικό ταινιάκι, το «Τηλεφώνημα». Όλα ξεκίνησαν με ένα πραγματικό γεγονός και η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία έγινε ανάποδα. Δεν σκέφτηκα δηλαδή να γράψω μυθοπλασία και μετά έβαλα και αληθινά γεγονότα. Η σκέψη ήταν ότι θα γράψω για αληθινά γεγονότα και μετά μπήκε η μυθοπλασία σε μεγάλο μέρος του βιβλίου για να ζωντανέψει η ιστορία.
Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς με κάποια έννοια, είτε γράφουν για μια ιστορία του τρίτου αιώνα στην εξωτική Αφρική είτε γράφουν την πιο εξομολογητική αυτοβιογραφία, μπλέκουν το πραγματικό με το φανταστικό, με άλλους τρόπους κάθε φορά. Όμως εγώ, εδώ, με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο συνδυάζω την πραγματικότητα με τη φαντασία, με την έννοια ότι όλη η παλαιά ιστορία στο βιβλίο, αυτή που έγινε στα δεκατέσσερά μου χρόνια, είναι αληθινή, αλλά ενώ όλη η αναζήτηση που έγινε στο σήμερα έγινε στην ψυχή μου μέσα, στο βιβλίο έχει ένα ένδυμα εξωτερικό που είναι μιας, ας πούμε, περιπέτειας που έχει να κάνει και με άλλα πρόσωπα, τα οποία είναι όλα επινοημένα, αλλά πολλά εξ αυτών - δεν θα σας πω ποια - είναι βασισμένα σε πραγματικά πρόσωπα, είτε κάποια ακριβώς, είτε άλλα βασισμένα σε χαρακτηριστικούς τύπους προσώπων, συνδυασμένους.
Δεν φοβηθήκατε ότι μιλώντας για τον εαυτό σας, κάνοντας τόσο προσωπικές αποκαλύψεις, θα προκαλέσετε το κοινό της κλειδαρότρυπας;
Κοιτάξτε, πολλές όψεις της ζωής μου έχουν γίνει δημόσιες αρκετές φορές, άθελα μου, και αυτό είναι ενίοτε ενοχλητικό. Στο βιβλίο δεν λέω πράγματα που με θίγουν ως πρόσωπο ή που στεναχωριέμαι αν τα μάθει κάποιος. Ειδικά, αν έχουν την ειλικρίνεια της εξομολόγησης, που πιστεύω την έχουν. Αυτό που δεν κάνω ποτέ, είναι να εκθέσω τα παιδιά μου, δεν μιλάω για τα παιδιά μου, καθώς έχουν τη δική τους ζωή και δεν θα περάσει ποτέ ούτε ίχνος της ζωής τους μέσα από δικό μου έργο. Θα μιλήσουν αυτά για τον εαυτό τους, όταν και όπως θελήσουν εκείνα να το κάνουν. Το ίδιο ισχύει και για τη γυναίκα μου. Τα όσα αναφέρω γι’ αυτήν στο βιβλίο είναι φυσικά με την έγκριση της και πρέπει να σας πω ότι ακόμα και οι κουβέντες μαζί της, όπως γράφτηκαν στο βιβλίο, μπορεί να έχουν ή να μην έχουν γίνει. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι είναι ένα βιβλίο που αφορά τον άνθρωπο της κλειδαρότρυπας. Ας πούμε στον «Ερασιτέχνη Επαναστάτη» είπα, και το δήλωσα και στην αρχή, ότι κάποια κομμάτια της ζωής μου, όπως, ας πούμε, τα λεγόμενα συναισθηματικά/ερωτικά εξαιρούνται εντελώς, γιατί καταρχήν δεν αφορούν την θεματική του βιβλίου, οπότε έριξα κλωτσιά από την αρχή στον ηδονοβλεψία. Άλλα πρόσωπα δεν εκθέτω. Αλλά εγώ, στο κάτω κάτω της γραφής, αν θέλω να εκτίθεμαι, ας εκτίθεμαι.
Ένα (ψυχικό) έγκλημα που αναζητά ένοχο
Αυτό το βιβλίο λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά; Γιατί στο κομμάτι το ψυχοθεραπευτικό είναι σημαντική η έκθεση αυτού του τύπου, είτε την κάνεις στον ψυχαναλυτή είτε σε ένα χαρτί είτε στον εαυτό σου, οφείλεις να πεις τα πράγματα με το όνομα τους.
Ξέρετε είναι πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα σας, γιατί είναι πάρα πολύ βαθύ και πάει στην ουσία της τέχνης και στην ουσία πάρα πολλών ρομαντικών, μετα-ρομαντικών και μοντέρνων μύθων για την τέχνη, ο βασικότερος των οποίων είναι ότι αν βγάλεις κάτι από πάνω σου μέσα από την τέχνη, αν εκφραστείς δημιουργικά, θα λυτρωθείς από αυτό που σε βασανίζει. Έχουμε όμως πάρα πολλά παραδείγματα όπου αυτό όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά ίσως η γραφή να συνέβαλλε στην επιδείνωση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το «Άριελ», η τελευταία συλλογή της Σύλβια Πλαθ, όπου όλα τα ποιήματα έχουν θέμα το θάνατο και την αυτοκτονία. Μετά την ολοκλήρωση της ποιητικής συλλογής, η Πλαθ αυτοκτόνησε, δεν τη βοήθησε δηλαδή το γράψιμο, ίσως και να επιδείνωσε την κατάθλιψή της. Για να απαντήσω στο ερώτημα σας, πάντως, όχι, δεν θεραπεύτηκα επειδή έγραψα αυτό το βιβλίο, όχι επειδή μπορεί να το διαβάσει ο καθένας και είπα όσα ένιωθα δημόσια. Αν κάτι λειτούργησε θεραπευτικά είναι ότι για να το γράψω αναγκάστηκα να κάνω την πορεία αυτογνωσίας, η οποία συνιστά και την πλοκή του βιβλίου. Δηλαδή αν με ρωτήσει κανείς τι είναι αυτό το βιβλίο, θα έλεγα ότι είναι το χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης. Είναι σχεδόν ένα whodunit ψυχολογικό, το υπονοώ και μέσα στο βιβλίο, σαν να έχει γίνει ένα ψυχικό έγκλημα και να προσπαθώ να βρω τις συνθήκες και τον υπεύθυνο.
«Για τον εαυτό μου, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχω πάψει να είμαι ο γιος του Δοξιάδη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω σταματήσει να κουβαλώ και κάτι από τα τραύματα και κυρίως τις άμυνες που είχα χτίσει μικρός για να πολεμώ αυτή την ταυτότητα»
Τον βρήκατε;
Τον βρήκα. Κοιτάξτε, όμως, για τα μεγάλα ψυχικά προβλήματα δεν πιστεύω στο πρώτο παραμύθι της ψυχανάλυσης, στον αρχικό μύθο του Φρόυντ ότι δηλαδή λυτρώνεσαι από όλα αν βρεθεί το ένα καθοριστικό τραυματικό γεγονός, η μία αιτία. Τα μεγάλα προβλήματα είναι πολυπαραγοντικά στην αιτιολογία, έστω αν και πολλές αιτίες συγκλίνουν. Θεωρώ πάντως ότι η διαδικασία της γραφής και με δίδαξε, με τα συμπεράσματά της, αλλά και με αλάφρωσε. Αν το δούμε δηλαδή ως ένα ψυχικό βάρος που κουβαλούσα στην πλάτη μου, το γράψιμο το έκανε πιο ελαφρύ. Δεν έφυγε όμως από πάνω μου εντελώς, όχι. Θα ήταν και παράξενο αν συνέβαινε. Θα χρειαζόμουν μάλλον ένα Σαμάνο ή έναν εξορκιστή για να γίνει αυτό.
Αν ισχύει αυτό που λέει ο Κάφκα ότι τα βιβλία θρυμματίζουν την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, τι ήταν αυτό που θρυμματίστηκε μέσα σας με αυτό το βιβλίο;
Ενδιαφέρουσα μεταφορά είναι αυτή, γιατί πάει ο νους σου σε πολλά αν την αναλύσεις. Και πρώτα από όλα, για μένα, ότι μια θρυμματισμένη παγωμένη θάλασσα παραμένει παγωμένη, κρύα, πολύ κρύα, και αν την αφήσεις λίγο θα ξαναπαγώσει. Αλλά μπορεί να θρυμματιστεί μια παγωμένη θάλασσα; Δεν ξέρω. Τι θρυμματίστηκε μέσα μου; Αν έχω μια απάντηση και την πω, θα είναι λίγο σπόιλερ, όσο περίεργη κι αν φαίνεται η λέξη για ένα τέτοιο βιβλίο. Πάντως αν υπάρχει απάντηση στο τι θρυμματίστηκε ανήκει στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Οπότε, πριν τη μάθει ο αναγνώστης, πρέπει πρώτα να έχει κάνει τη διαδρομή της ανάγνωσης.
Η σχέση με τον πατέρα του
Η φήμη του πατέρα σας, Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ως διεθνούς φήμης πολεοδόμου και αρχιτέκτονα, που αναφέρετε στο βιβλίο, σας έπνιγε μικρόν. Σταμάτησε ποτέ αυτό το «ο γιος του Δοξιάδη» να σας πνιγεί όταν πλέον μεγαλώσατε γίνατε εσείς ο συγγραφέας Δοξιάδης;
Ναι, βέβαια. Σταμάτησε να με πνίγει, αν όχι απόλυτα πάντως σε μεγάλο βαθμό. Ξέρετε, μικρός το βίωνα αποπνικτικά. Ήταν πολύ πιο ισχυρό από εμένα, η φήμη του σχεδόν με έσβηνε, με υποκαθιστούσε. Όταν απέκτησα παιδιά και κάποτε τηλεφώνησα σε μητέρα ενός συμμαθητή της κόρης μου, και είπα είμαι ο μπαμπάς της Έμμας, λέω κοιτά να δεις, έχω κι άλλες ταυτότητες! Αρχίζει λοιπόν έτσι κι αλλιώς να αποκτά άλλες ταυτότητες στη ζωή, όπως πχ. η γυναίκα μου θα πει ο άντρας μου και εγώ θα πω η γυναίκα μου, τα παιδιά θα πουν ο πατέρας μου. Για τον εαυτό μου, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχω πάψει να είμαι ο γιος του Δοξιάδη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω σταματήσει να κουβαλώ και κάτι από τα τραύματα και κυρίως τις άμυνες που είχα χτίσει μικρός για να πολεμώ αυτή την ταυτότητα. Δηλαδή, αν και έχει φύγει ο εχθρός -που φυσικά ο εχθρός δεν είναι ο ίδιος ο πατέρας μου, φαίνεται και στο βιβλίο αυτό, είναι το κακό που μου είχε κάνει η φήμη του-, παραμένουν τα χτυπήματα που σου άφησε. Μπορεί να πέρασε ο πόλεμος, να σκότωσες τον αντίπαλο, αλλά να σου έχει αφήσει το τραύμα. Αν σου έκοψαν το πόδι στη μάχη, μένεις κουτσός.
Έχετε πει επίσης ότι ο πατέρας σας ήταν αυστηρός.
Ξέρετε, ήταν ένα πολύ περίεργο κράμα, μιας και μιλάμε εκτός βιβλίου. Ενώ ήταν πάρα πολύ αυστηρός σε κάποιες γονεϊκές απόψεις, ήταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Όλες οι μεγάλες στιγμές τρυφερότητας που θυμάμαι στην παιδική μου ηλικία είναι από τον πατέρα μου, όχι από τη μάνα μου.
Εδώ που τα λέμε, ήταν ένας θρύλος στην αρχιτεκτονική.
Δεν θα έπρεπε όμως να έχει σημασία αυτό για το πώς είσαι στους οικείους σου. Απέναντι στα παιδιά σου θεωρώ ότι πρέπει να είσαι ο αληθινός σου εαυτός όσο μπορείς, ο απλός, και κυρίως ο πατέρας τους. Στον πατέρα μου όμως φαινόταν ξεκάθαρα κάτι που έχει πει ο Φρόιντ, ότι το υπερεγώ, ο εσωτερικός νόμος, έρχεται από τον παππού, τον δικό του πατέρα. Αν έπρεπε να δοκιμαστεί πειραματικά αυτή η θεωρία του Φρόυντ, ο πατέρας μου ήταν το τέλειο δείγμα. Στον πατρικό του ρόλο, λοιπόν, ήταν σαν να ζει μέσα στο φάντασμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός άνθρωπος. Με την έννοια του δέοντος, του πρέποντος, του σωστού. Του είσαι άντρας, θα κάνεις έτσι. Οι άντρες δεν κλαίνε, δεν πονάνε, αυτό είναι το σωστό. Ο πατέρας μου λοιπόν ήταν αυστηρός ως πατέρας μου, έχοντας μία πολύ ισχυρή αίσθηση του ορθού και του δέοντος, που βεβαίως είναι μέσα στο γονεϊκό ρόλο να τη μεταδώσεις στα παιδιά σου. Φυσικά και πρέπει να μεταδώσεις κάποια αίσθηση του δίκαιου και του σωστού στα παιδιά σου, όταν μεγαλώνουν, και δεν γίνεται να μεγαλώνεις παιδιά με την αίσθηση του ότι το πρέπον είναι ό,τι γουστάρουν, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε παγώνει ψυχικά απέναντί τους. Αυτό το υπερεγώ, το αυστηρά καθορισμένο πρέπον ίσως είναι η παγωμένη θάλασσα που λέει ο Κάφκα. Αλλά αυτή δεν πρέπει να δημιουργεί πάγο των συναισθημάτων στην ψυχή του γονιού, πράγμα που συμβαίνει όταν το υπερεγώ αντιστρατεύεται την κοινή λογική, και αρνείται να νιώσει τα συναισθήματα των παιδιών, να μπει στη θέση τους.
Τα μαθηματικά που είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή σας και το έχουμε δει αυτό έντονα και στα βιβλία σας, βοηθούν να λυθεί η εξίσωση της ζωής; Ή τελικά δεν υπάρχει καμία εξίσωση στη ζωή που να λύνεται βάσει της λογικής και όλα πρέπει να προσεγγιστούν βάσει του συναισθήματος;
Καταρχήν τα μαθηματικά αυτό που λέμε κοινή λογική δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι καμιά φορά συγγενικά, καμιά φορά όχι. Τα μαθηματικά είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέπτεσθαι, αφηρημένος, που βασίζεται στη λογική, σε μια ειδική διαίσθηση και σε ένα ειδικό ταλέντο. Από εκεί και πέρα, αν έπρεπε να απαντήσω μονολεκτικά, θα έλεγα ότι όχι, φυσικά και δεν βοηθούν τα μαθηματικά σε καμία εξίσωση της ζωής, γιατί οι εξισώσεις της ζωής είναι συχνά τόσο σύνθετες που δεν μπορούν να αναλυθούν – προεκτείνω τη μεταφορική σας έκφραση στα όριά της – με μαθηματικούς τρόπους, δεν είναι μη επιλύσιμες μαθηματικά. Οι εξισώσεις της ζωής απαιτούν συναίσθημα, εμπειρία, γνώση του εαυτού μας, γνώση των άλλων και από εκεί και πέρα το τυχαίο, δυστυχώς ή ευτυχώς, γιατί το τυχαίο μπορεί να φέρει και πολύ όμορφα πράγματα και δυστυχώς πολύ άσχημα, όπως και τον άγνωστο παράγοντα, το περιβάλλον, που άλλοτε είναι διευκολυντικό και άλλοτε εχθρικό στη εξέλιξη της ζωής. Το μόνο πράγμα που μπορούμε να ελέγχουμε κάπως, όταν μπορούμε να το ελέγχουμε κι αυτό, είναι η ψυχή μας, όχι το σώμα μας πάντα, και στα προβλήματα που βρίσκει ο καθένας μπροστά του, αυτά που μπορεί να αντιμετωπίσει η ψυχή του, η λύση σίγουρα δεν είναι τα μαθηματικά.
Μην ξεχνάμε όμως το πώς λύνει τα προβλήματα της ζωής ο καθένας. Οι μαφιόζοι ας πούμε τα λύνουν με το πιστόλι ή με το μπετόν. Άλλοι τα λύνουν με την προσευχή, οι χειρουργοί τα λύνουν με μια εγχείρηση, κάποια προβλήματα σε μία σχέση μπορεί να λυθούν με το χωρισμό καλύτερα από ότι με κάποιο άλλο τρόπο. Οι αγαθές λύσεις πάντως, αυτές δηλαδή που είναι για το καλό των ανθρώπων, νομίζω χρειάζονται συναίσθημα, ενσυναίσθηση, κοινή λογική, και μια ψυχική δύναμη που δεν την έχουμε πάντα, κανείς μας, γιατί δεν είμαστε υπεράνθρωποι.
Η Ουκρανία, ο Ερντογάν, ο Μητσοτάκης
Ας μιλήσουμε λίγο για την επικαιρότητα. Τι αφήνει πίσω της όλη αυτή η βία που είδαμε να εξαπολύει ο Πούτιν στην Ουκρανία; Τι αλλάζει στο δυτικό κόσμο μετά τον πόλεμο αυτό;
Πέρα από την τραγωδία που ζει αυτό το έθνος και οι άνθρωποι της Ουκρανίας, ο πόλεμος έχει αποσταθεροποιήσει τον κόσμο, έχει ξαναφέρει πράγματα τα οποία η γενιά μου τα έζησε στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά οι μεταγενέστερες όχι, όπως ο φόβος μιας γενικότερης αστάθειας και σύρραξης που είναι πραγματικός, χωρίς να είμαι κινδυνολόγος. Από την άλλη βέβαια, μια από τις απρόβλεπτες αγαθές συνέπειες που δεν ήθελε ο Πούτιν να φέρει, είναι και το γεγονός ότι ο πόλεμος αυτός επαναφέρει την Ευρώπη και τη Δύση σε μία συναίσθηση ότι είναι ένας κόσμος που αντιτίθεται στον απολυταρχισμό, πράγμα πολύ θετικό. Ελπίζω τουλάχιστον ο πόλεμος να κάνει κάποιους νεότερους ανθρώπους να εκτιμήσουν αυτό που έχουμε στη Δύση, τη δημοκρατία και την ελευθερία, και να καταλάβουν ότι δεν είναι αγαθά αυτονόητα. Ξέρετε πόσες φορές έχω ακούσει νέους ανθρώπους να λένε «ζούμε σε χούντα». Λέω, θες παιδάκι μου να σε στείλω, να στο κάνω δώρο, να ζήσεις ένα χρόνο σε μία πραγματικά απολυταρχική χώρα ως απλός πολίτης, να δεις τι σημαίνει χούντα;
Δεδομένου ότι αρχίζουμε να μπαίνουμε σταδιακά σε μία προεκλογική περίοδο, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό;
Με ανησυχεί πάρα πολύ το ζήτημα του εκλογικού νόμου, το ενδεχόμενο της πολιτικής αστάθειας που μπορεί να έρθει εξαιτίας του. Αυτό το έχω μεγάλη έννοια.
«Ο Ερντογάν νομίζω ότι είναι σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Η ψευδαίσθηση ότι είναι αυτόνομος από τη Δύση, η υπερβολική δύναμη που δεν έχει και όλη η ψυχοσύνθεσή του, όπως είναι τώρα, κάνουν τα πράγματα πολύ επικίνδυνα»
Υπάρχει και όλο αυτό το τεταμένο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτή τη στιγμή με τον Ερντογάν να δείχνει ότι έχει απασφαλίσει, και μετά την θριαμβευτική εμφάνιση του Μητσοτάκη στο Κογκρέσο.
Λόγω της ενασχόλησης μου με την περίπτωση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, μου έμεινε έκτοτε μία συνήθεια να ενημερώνομαι για τα ελληνοτουρκικά και τα παρακολουθώ στενά. Είχα λοιπόν την αίσθηση ως τώρα ότι οι περισσότεροι από τους υπερβολικούς φόβους συμπατριωτών μας για την Τουρκία ήταν αστήρικτοι, με την έννοια ότι ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τη ρητορική του επιθετικότητα για εσωτερική κατανάλωση. Ωστόσο, τώρα, θεωρώ ότι ο Ερντογάν όντως έχει περάσει σε ακραία κατάσταση ψυχικά και προσωπικά, πλησιάζοντας στο πιθανό τέλος της θητείας του, που ίσως φέρει ανατροπές που δεν περιμένει, ίσως με εκλογές που θα τον ανατρέψουν και θα χάσει την εξουσία του, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο γι αυτόν, καθώς μπορεί να έχει πολύ μεγάλες συνέπειες για όσα αντιδημοκρατικά έχει κάνει στη θητεία του. Ο Ερντογάν νομίζω ότι είναι σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. Η ψευδαίσθηση ότι είναι αυτόνομος από τη Δύση, η υπερβολική δύναμη που δεν έχει και όλη η ψυχοσύνθεσή του, όπως είναι τώρα, κάνουν τα πράγματα πολύ επικίνδυνα. Το τελευταίο πράγμα, λοιπόν, που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια πολιτική αστάθεια λόγω εκλογικού νόμου. Πιστεύω ότι στις επικίνδυνες περιοχές που μπαίνουμε και με εκλογές να επέρχονται, ως Έλληνας πολίτης, εγώ αυτή τη στιγμή θα ήθελα να ξέρω ότι έχουμε κατά το δυνατόν εσωτερική σταθερότητα. Θέλω να ελπίζω ότι όποιο κόμμα κι αν κυβερνήσει, θα μπορέσει να το κάνει με ξεκάθαρο τρόπο, με τη δυνατότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, και να μην έχει τις δικαιολογίες που δίνει μια συγκυβέρνηση.
Από την Ελλάδα του Grexit, στον θρίαμβο του Κογκρέσου
Πώς περάσαμε από την Ελλάδα του Grexit και της περιθωριοποίησης, σε αυτή την Ελλάδα όπου ο Έλληνας πρωθυπουργός δέχεται τέτοια πρωτοφανή υποδοχή στο Κογκρέσο; Τι συνέβαλε σε αυτή την τεράστια αλλαγή;
Πιστεύω ότι ως χώρα έχουμε αποκτήσει μια μεγαλύτερη σοβαρότητα, τη σοβαρότητα της στοιχειώδους συνέπειας. Πρέπει να πω ειδικά για το Μητσοτάκη, παρόλο που εγώ του ασκώ την κριτική ενός κεντρώου υποστηρικτή, πως θεωρώ, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι αυτό στο οποίο αρίστευσε, ειδικά, είναι η εξωτερική πολιτική. Και αυτό είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για μια χώρα. Στην αντιμετώπιση της κρίσης του Έβρου το 2020, στο συνολικό χειρισμό της εξωτερικής πολιτικής και στο χειρισμό της Τουρκίας, έχει πραγματικά αριστεύσει. Ευτυχώς έμεινε συνεπής σε αυτή την αριστεία με τη στάση του απέναντι στην Ουκρανία, που έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι ναι, ανήκουμε με την ψυχή και το πνεύμα μας στο δυτικό κόσμο, παραμένοντας όμως μια ανεξάρτητη δημοκρατική χώρα. Έδειξε το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, όχι μόνο ως πολιτισμού που μας αρέσει να λέμε ότι είναι «η βαριά μας βιομηχανία», αλλά ως πολιτική υπόσταση και δύναμη. Με στρατηγική θέση και δύναμη.