Οι κυβερνήσεις διακατέχονται από ένα άγχος: να έχουν- ή απλώς να δείχνουν ότι έχουν- επιτυχίες. Όμως, αυτό το άγχος συνήθως υπάρχει μετά τη μέση της θητείας τους και οπωσδήποτε προς το τέλος της. Στην αρχή δεν δικαιολογείται.
Και όμως αυτό το άγχος διακατέχει ήδη την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία δεν έχει ακόμα συμπληρώσει δύο μήνες ζωής. Αδικαιολόγητα, αφού η πλειοψηφία που την στηρίζει είναι άνετη, δεν έχει ιδιαίτερη πίεση από την αντιπολίτευση και έχει χρόνο καθαρής τετραετίας μπροστά της, καθώς ενδιαμέσως δεν υπάρχει κάποια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση.
Ομως ,από την αρχή η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσπάθησαν να πετύχουν γρήγορες «νίκες» σε διάφορα θέματα, ώστε να εμπεδώσουν το αίσθημα «κυριαρχίας» έναντι των αντιπάλων τους. Και ας μη χρειαζόταν, αφού αυτό δεν αμφισβητείται επί του παρόντος. Κι αυτή η προσπάθεια μοιραία οδηγεί σε λάθη και γκάφες.
Τέτοια ήταν το αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Βρετανό ομόλογό του για δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, ώστε να εκτεθούν στην Ελλάδα το 2021, στην 200η επέτειος της Επανάστασης του 1821.
Αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να γίνει αποδεκτό το αίτημα άνευ όρων, ο κ. Μητσοτάκης θα είχε, όντως, μια μεγάλη επιτυχία. Αλλά δεν υπήρχε. Διότι το Βρετανικό Μουσείο δεν πρόκειται ποτέ να κάνει δεκτό τέτοιο αίτημα, χωρίς η Ελλάδα να κάνει δεκτό έναν απαράβατο όρο του: να αναγνωρίσει ότι τα Γλυπτά ανήκουν σε εκείνο. Και αυτόν τον όρο δεν τον θέτει σήμερα για πρώτη φορά. Τον έθεσε και τον περασμένο Ιανουάριο.
Δεν το ήξερε ο κ. Μητσοτάκης και όποιοι τον συμβούλεψαν να ξαναθέσει το θέμα; Αλλωστε και μόνο το αίτημα του δανεισμού των Γλυπτών εμπεριέχει και την, έστω έμμεση, παραδοχή ότι ανήκουν σε άλλον. Το λέει η λέξη «δανεισμός». Δανειζόμαστε από άλλον κάτι που, φυσικά, ανήκει σε εκείνον. Δεν δανειζόμαστε κάτι δικό μας.
Όμως, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει, με αυτή τη μέθοδο(του δανεισμού), την κυριότητα της Βρετανίας επί των Γλυπτών, αφού η Ελλάδα θεωρεί ότι είναι προϊόν αρπαγής και κλοπής. Ετσι, μετά την κυνική, αλλά απολύτως αναμενόμενη, απάντηση του Βρετανικού Μουσείου, η ιδέα του δανεισμού κάηκε εν τη γενέσει της. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Ετσι, στο ερώτημα γιατί ο κ. Μητσοτάκης την έριξε στο τραπέζι, οι πιθανές απαντήσεις είναι δύο. Πρώτον, δεν έδωσε όση σημασία θα έπρεπε στον όρο που θέτουν, διαχρονικά, οι Βρετανοί και αποσκοπεί στην απόλυτη κατοχύρωση της ιδιοκτησίας των κλαπέντων Μαρμάρων. Αν η διεκδικούσα Ελλάδα δεχτεί τον δανεισμό τους, τότε το θέμα της κυριότητας τελειώνει οριστικά. Η δεύτερη εξήγηση έχει να κάνει με την επικοινωνιακή διάσταση του θέματος και την ανάγκη (και) της σημερινής κυβέρνησης να έχει γρήγορες «νίκες». Είναι το άγχος, που λέγαμε στην αρχή.
Όμως, σε τέτοια θέματα, με μεγάλη διεθνή και συμβολική διάσταση, οι επιπόλαιοι χειρισμοί χάριν επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων, δεν επιτρέπονται. Είναι άλλο να «νικάει» η κυβέρνηση εκδιώχνοντας την κυρία Θάνου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, έστω και με φωτογραφική διάταξη. Και, επίσης, είναι άλλο να «νικάει» διορίζοντας επικεφαλής της ΕΥΠ ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα. Αυτές οι εγχώριες «νίκες» είναι εύκολες, αφού η κυβέρνηση διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία και κάνει ό,τι θέλει στο Κοινοβούλιο. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο, όταν έχει να κάνει με άλλες χώρες.
Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης, δεν έθεσε στην κυρία Μέρκελ επίμαχα ζητήματα (μείωση πλεονασμάτων, γερμανικές αποζημιώσεις), γνωρίζοντας ότι δεν θα πετύχαινε καμία «νίκη». Επέδειξε «ρεαλισμό». Όμως, στην περίπτωση των Γλυπτών παρασύρθηκε, πιστεύοντας ότι μπορεί να έχει μια γρήγορη «νίκη», έστω επικοινωνιακή.
Ποιος ξέρει, ίσως είχε κατά νου αυτό που έχει πει ο Αμερικανός επιχειρηματίας Γουόλτ Ντίσνεϊ: « Εχει πλάκα να κάνεις κάτι που δεν μπορεί να γίνει»! Ισως γιατί τον έχουν πείσει οι επικοινωνιολόγοι του ότι πάνω απ’ όλα είναι αυτό που έχει πει ο Γούντι Αλεν: « Το 80% της επιτυχίας είναι να κάνεις φιγούρα»!