Εντάξει! Ήταν ασφαλώς έκπληξη η τροπή που πήρε η συνέντευξη Τύπου Δένδια-Τσαβούσογλου, στην Άγκυρα.
Πρώτος εξεπλάγη -και φάνηκε στην έκφραση του προσώπου του- ο ίδιος ο τούρκος Υπουργός Εξωτερικών: προφανώς δεν περίμενε ότι μια μόνο φράση στην πρωτομιλία του - η αναφορά του σε «τουρκική μειονότητα» στη Δυτική Θράκη-θα ήταν αρκετή από μόνη της για να δώσει στον Νίκο Δένδια το έναυσμα όχι μόνο να απαντήσει επ’αυτού, αλλά επί του συνόλου των προκλήσεων και παραβατικών συμπεριφορών της Άγκυρας, ιδιαίτερα τους προηγούμενους μήνες.
Μετά, η έκπληξη γενικεύτηκε. Ο Τσαβούσογλου προφανώς δεν θα άφηνε αναπάντητα τα σχόλια και τις θέσεις που εξέφρασε ο Νίκος Δένδιας, με αποτέλεσμα η Συνέντευξη Τύπου να εξελιχθεί σε μια εφ’ όλης της ύλης έντονη λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Ασυνήθιστο για τα διπλωματικά ειωθότα, όχι όμως και πρωτοφανές στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η καινοτομία έγκειται στο γεγονός ότι η ελληνική πλευρά ήταν εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία να «ανοίξει τη βεντάλια», εκφράζοντας δημοσίως τις θέσεις της -και την ενόχλησή της -για τη στάση και τις ενέργειες της Άγκυρας στα διμερή, στο Κυπριακό, στο μεταναστευτικό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου. Πριν από 5 χρόνια, ήταν ο τούρκος Πρόεδρος που είχε πάρει την πρωτοβουλία να ξεδιπλώσει όλη την τουρκική ατζέντα, θέσεων αλλά και διεκδικήσεων, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την παραμονή της επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα. Τα όσα επακολούθησαν, στις συναντήσεις και τις δηλώσεις που έγιναν με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρώην Πρωθυπουργό, είναι γνωστά και καταγεγραμμένα.
Από τότε μέχρι σήμερα όμως, πολλά άλλαξαν. Η συστηματική εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, τα γεγονότα στον Έβρο, οι βόλτες και οι έρευνες του Όρουτς Ρέϊς σε περιοχές ελληνικών ή κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων, το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και άλλα πολλά οδήγησαν την ένταση στις διμερείς σχέσεις πολλές φορές στο κόκκινο. Η Αμερική του Τραμπ σφύριζε αδιάφορα ή και υπέθαλπτε συγκεκαλυμένα την τουρκική επιθετικότητα και υπήρξε διστακτική στις αντιδράσεις της ακόμα κι όταν η Άγκυρα έφτασε να της «πατήσει τον κάλο», με την παραγγελία των ρωσικών πυραύλων S-400.
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως η Γαλλία, με ισχυρά ερείσματα και συμφέροντα στη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο άρχισαν επίσης να εκδηλώνουν ανοικτά την ενόχλησή τους με την απροκάλυπτη πρόθεση της Τουρκίας να αναγορευτεί de facto σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Άρχισαν συζητήσεις για κυρώσεις και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, παρά τις γνωστές και δεδομένες διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ως προς τον δέοντα χειρισμό του ζητήματος «Τουρκία».
Για να έρθουμε όμως στα πιο πρόσφατα, η Αμερική του Μπάϊντεν έχει μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία αλλά και ευρύτερα απέναντι σε καθεστώτα αυταρχικά, που δεν σέβονται τις δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η απόσυρση της Τουρκίας από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών έχει μεγαλύτερο κόστος από όσο μπορεί να φαντάζεται η Άγκυρα. Γιατί εκτός των άλλων, ευαισθητοποιεί ευρύτατα στρώματα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής κοινής γνώμης, που οργίστηκαν με την απόφαση. Και είναι και υπ΄αυτό το πρίσμα που πρέπει κανείς να δει και να ερμηνεύσει τα κύματα οργής σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για το περίφημο “Sofagate”. Ο Μάριο Ντράγκι, γνωστός για την προσήλωσή του στην Ευρώπη αλλά και Πρωθυπουργός μιας χώρας που ιστορικά είχε καλές σχέσεις με την Τουρκία, όπως και ο Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής του ΕΛΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και ευρωβουλευτής μιας χώρας που προκρίνει το «καρότο» έναντι του «μαστιγίου» απέναντι στην Άγκυρα, χρησιμοποίησαν τον όρο «δικτάτορας» αναφερόμενοι στον Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτά -και άλλα πολλά- συνθέτουν το «περιβάλλον» μέσα στο οποίο έγινε η επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα. Ένα περιβάλλον που «υποχρεώνει» την Άγκυρα σε μια κάποια μικρή αναδίπλωση, γιατί έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι ο «σκέτος τσαμπουκάς» δεν αποδίδει και εγκυμονεί και κάποιους κινδύνους. Χρειάζεται κάπως να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα της ώστε να μπορεί να επωφεληθεί και από τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» που της προσφέρει η Ευρώπη. Θέλει λοιπόν να δείξει ότι είναι ειλικρινής στη δέσμευση αναθέρμανσης των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δυο χωρών.
Κι εμείς όμως έχουμε λόγους να θέλουμε την αναθέρμανση των διαύλων επικοινωνίας, γιατί διαχρονικά υποστηρίζουμε ότι είμαστε προσηλωμένοι στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας.
Αυτός ο συμβολισμός ήταν η βασική στόχευση της επίσκεψης Δένδια στην Άγκυρα. Κανείς δεν περίμενε -ή δεν θα έπρεπε να περιμένει- τίποτα περισσότερο γιατί απλούστατα, τόσο η σωρευμένη ένταση του προηγούμενου διαστήματος όσο και οι διαφωνίες επί της ουσίας, για το εύρος των διμερών προβλημάτων, για το Κυπριακό αλλά και για τα ευρύτερα ζητήματα της περιοχής, δεν άφηναν περιθώρια για κάτι άλλο.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η επίσκεψη καλώς έγινε. Και η δημόσια λεκτική αντιπαράθεση, μεταξύ των δυο υπουργών, στη Συνέντευξη Τύπου κι αυτή καλώς έγινε. Όχι για να αισθανθούν υπερηφάνεια τα εθνικά ακροατήρια. Αλλά γιατί δεν είναι υποχρεωτικά κακό να διατυπώνονται οι διαφωνίες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι μόνο μέσα στις κλειστές αίθουσες, αλλά και δημοσίως. Το «δημοσίως», χωρίς ακρότητες και προσωπικές προσβολές, μπορεί να αποδειχθεί και πιο αποδοτικό, γιατί εκ των πραγμάτων ακούγονται οι θέσεις και του ενός και του άλλου και από τα «εθνικά ακροατήρια» αλλά και από τα ξένα ΜΜΕ και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Άλλωστε, για να χρησιμοποιήσουμε φράσεις που είπαν στο τέλος της Συνέντευξης Τύπου, οι δυο υπουργοί-«οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» (Δένδιας) και η αμοιβαία κατανόηση προϋποθέτει «να μπορεί κάποιος να μπει στα παπούτσια του άλλου» (Τσαβούσογλου).