Με τα μάτια στραμμένα στις Βρυξέλλες και τα ειδικά κονδύλια- δανεικά και αυτά- για τη στήριξη της απασχόλησης στην κρίσιμη φάση της εξόδου από την καραντίνα, το οικονομικό επιτελείο βάζει τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιο για την επιδότηση εργασίας.
Το βασικό χρηματοδοτικό «εργαλείο», θα είναι τα περίπου 1,5 δισ ευρώ από την πολυδιαφημισμένη δράση SURE, ωστόσο υπάρχει ένα... μικρό πρόβλημα: το πρόγραμμα αυτό βρίσκεται ακόμα στα χαρτιά κι όταν ενεργοποιηθεί με το καλό από την 1η Ιουνίου, θα πρέπει πρώτα η Κομισιόν να δανειστεί από τις αγορές συνολικά 100 δισ, με την εγγύηση του 25% από τα κράτη- μέλη κι εν συνεχεία να τα μοιράσει ή μάλλον να τα δανείσει αναλογικά στις χώρες.
Επειδή, λοιπόν, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει περιθώριο αναμονής, το σχέδιο επιδότησης εργασίας θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα με κονδύλια από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, με την ελπίδα ότι οι Βρυξέλλες δεν θα καθυστερήσουν κι άλλο.
Το σχέδιο για την εργασία και τους μισθωτούς
Το σχέδιο αυτό βασίζεται στο γερμανικό μοντέλο επιδότησης, αν και όπως παραδέχονται αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη που «τρέχουν» το σχέδιο, η πολυδιάσπαση της εγχώριας αγοράς εργασίας είναι πρόκληση και πιθανότατα θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές κατηγορίες κάλυψης π.χ. για τους εποχικά εργαζόμενους.
Η λογική είναι η εξής: για να μη χαθούν θέσεις εργασίας, σε αυτήν την κρίσιμη φάση- κοινώς για να μην προχωρήσουν σε απολύσεις οι επιχειρήσεις- το Κράτος θα καλύπτει μέρος του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους των εργαζομένων, οι οποίοι δεν θα απασχολούνται, πλέον, πλήρως, αλλά με εκ περιτροπής απασχόληση. Με αυτήν τη λογική, ο εργοδότης γλιτώνει το 50% του κόστους, ενώ ο εργαζόμενος διατηρεί τη θέση του, αν και με μικρότερες αποδοχές.
Για μη χάσει ο εργαζόμενος το μισό μισθό του και τα μισά του ασφαλιστικά δικαιώματα- κάτι που ειδικά για τους χαμηλόμισθους θα ήταν ολέθριο- το Κράτος θα καλύπτει το 60% της διαφοράς. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν μισθωτό με αποδοχές 1.500 ευρώ. Με τη μετατροπή της θέσης σε μερικής απασχόλησης, ο εργοδότης θα επιβαρύνεται με το 50% δηλαδή με 750 ευρώ. Από τα υπόλοιπα 750 ευρώ, το Κράτος θα καλύπτει το 60%, δηλαδή 450 ευρώ, άρα οι αποδοχές του εν λόγω εργαζόμενου διαμορφώνονται σε 1.200 ευρώ, συνεπώς διατηρεί τη θέση εργασίας του αλλά με 300 ευρώ χαμηλότερες αποδοχές.
Πόση θα είναι η απώλεια εισοδήματος
Η εκτίμηση των αρμόδιων υπηρεσιών, με βάση την επεξεργασία των μισθολογικών στοιχείων, είναι ότι οι εργαζόμενοι που θα καλυφθούν από αυτήν την «ομπρέλα» θα έχουν μεσοσταθμικά απώλεια εισοδήματος 100- 200 ευρώ. Για παράδειγμα, εργαζόμενος των 800 ευρώ, που θα υποχρεωθεί σε μερική απασχόληση, θα παίρνει από τον εργοδότη του 400 ευρώ και άλλα 240 ευρώ (το 60% των υπολοίπων 400 ευρώ) από το Κράτος, συνεπώς οι αποδοχές του θα διαμορφωθούν στα 640 ευρώ, άρα θα έχει απώλεια 160 ευρώ.
Το προφανές είναι ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο ονομαστικός μισθός, τόσο μεγαλύτερες οι απώλειες, ενώ προκειμένου να μην «ξεφύγει» το κόστος για το Κράτος, εξετάζεται η επιβολή πλαφόν στο ύψος της επιδότησης, που κατά πιθανότητα θα είναι το ύψος του κατώτατου μισθού, δηλαδή 650 ευρώ. Για παράδειγμα, εργαζόμενος με αποδοχές 2.500 ευρώ, που μπαίνει σε εκ περιτροπής εργασία, θα παίρνει κατ’ αρχάς 1.250 ευρώ από τον εργοδότη του. Εν συνεχεία, θα έρχεται το Κράτος να επιδοτήσει τον υπόλοιπο μισθό του, αλλά επειδή το 60% αντιστοιχεί σε 750 ευρώ, η επιδότηση θα «πλαφονάρει» στα 650 ευρώ, άρα ο εν λόγω εργαζόμενος θα λαμβάνει συνολικά 1.900 ευρώ αντί 2.000 ευρώ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν γίνει, από το σχήμα αυτό μπορούν να καλυφθούν περίπου 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι για τουλάχιστον 4 μήνες, δηλαδή ως το τέλος Σεπτεμβρίου, ενώ υπό προϋποθέσεις (π.χ. διαφοροποίηση της επιδότησης, στόχευση σε συγκεκριμένους κλάδους) η δράση μπορεί να φτάσει ως το τέλος του έτους. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι υπάρχει δυνατότητα εκ περιτροπής απασχόλησης τουλάχιστον του 50% του προσωπικού ως τα μέσα Σεπτεμβρίου. Όσο, δε, για το τι μέλλει γενέσθαι από τον Ιανουάριο και μετά, απάντηση δεν υπάρχει, καθώς άπαντες αναμένουν τις λεπτομέρειες για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό 2021- 2027, που σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, θα ενεργοποιήσουν ένα «μπαζούκα» 3 τρισεκ. ευρώ.