Η προοπτική κυβέρνησης της ακροδεξιάς ή του Λαϊκού Μετώπου της Αριστεράς στη Γαλλία έχει προκαλέσει συναγερμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ο Economist επιχειρεί να σκιαγραφήσει τα σενάρια γύρω από την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει η Γαλλία εφόσον εκθρονιστεί η «Αναγέννηση» του Εμανουέλ Μακρόν στην γαλλική εθνοσυνέλευση.
Οι Γάλλοι θα ψηφίσουν σε δύο γύρους στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου, μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, σοκάροντας ακόμη και τους στενότερους συμμάχους του αλλά και τις επιχειρήσεις. Την Παρασκευή, 21 του μηνός, ο Μακρόν δήλωσε ότι είναι «σίγουρος για τον γαλλικό λαό, τη νοημοσύνη του, τη δύναμή του». Αλλά αρκετές νέες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν έπειτα δείχνουν ότι η σκληρή δεξιά εξακολουθεί να προηγείται, με έναν αριστερό συνασπισμό να έρχεται δεύτερος.
Οι ατζέντες και των δύο μπλοκ είναι «επικίνδυνες για την οικονομία», σύμφωνα με τον Πατρίκ Μαρτέν, επικεφαλής της medef, μιας ομοσπονδίας επιχειρήσεων. Η φορολογία και η σπατάλη δαπανών της σκληρής αριστεράς θα μπορούσε να οδηγήσει σε «καταστροφή», σύμφωνα με τον Όλιβιέ Μπλανσάρ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, ενώ το πρόγραμμα της σκληρής δεξιάς «είναι σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, χωρίς λογική ή συνοχή». Αν και κανένα από τα δύο μπλοκ δεν μπορεί να αποκτήσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η Γαλλία έχει υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και μεγάλο έλλειμμα. Ως αποτέλεσμα, τα δημόσια οικονομικά είναι πιο ευάλωτα από ό,τι στο παρελθόν σε οποιαδήποτε απόκλιση από τις κεντρώες πολιτικές ή σε πολιτικό αδιέξοδο, αναφέρει, μεταξύ άλλων το δημοσίευμα.
Οι γενναίες υποσχέσεις και η πραγματικότητα της εξουσίας
Στη σκληρή Δεξιά, οι συνολικές ετήσιες υποσχέσεις της Μαρίν Λεπέν για τις δαπάνες όταν έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία το 2022 ανήλθαν σε 102 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Institut Montaigne, μια φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου 3,5% του ΑΕΠ. Τότε οι εξωφρενικές υποσχέσεις της ...κόστισαν ελάχιστα- δεν αναμενόταν ποτέ να κερδίσει. Τώρα που το κόμμα της ,η Εθνική Συσπείρωση, προηγείται στις δημοσκοπήσεις, η προοπτική της εξουσίας και η νευρικότητα των αγορών σημαίνει ότι προσπαθεί να μετριάσει κάποιες από τις υποσχέσεις της και να «παγώσει» τις δαπανηρές υποσχέσεις.
Ο Τζορντάν Μπαρντελά, ο 28χρονος προστατευόμενος της Λεπέν και υποψήφιός της για να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός, λέει τώρα ότι μόνο ορισμένες από τις υποσχέσεις του κόμματος θα τεθούν αμέσως σε εφαρμογή. Η κυριότερη άμεση φορολογική αλλαγή θα ήταν η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στους λογαριασμούς ενέργειας και στα καύσιμα από 20% σε 5,5%. Το Ινστιτούτο Montaigne υπολογίζει ότι αυτό θα κόστιζε έως και 13,6 δισ. ευρώ ετησίως. Ο Μπαρντελά θέλει να διενεργήσει «λογιστικό έλεγχο» των δημόσιων οικονομικών, προφανώς για να εξασφαλίσει ένα πρόσχημα για την καθυστέρηση δαπανηρών δεσμεύσεων. Το δε χρονοδιάγραμμα για άλλες κομματικές υποσχέσεις είναι ασαφές.
Η Εθνική Συσπέιρωση θέλει να μειώσει τους φόρους μισθοδοσίας προκειμένου να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τους χαμηλούς μισθούς κατά 10%, κάτι που θα είχε ετήσιο κόστος 10,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με οικονομολόγους της ασφαλιστικής εταιρείας Allianz. Ο Μπαρντελά υπόσχεται να ακυρώσει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του Μακρόν, η οποία αύξησε το νόμιμο κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 έτη στα 64. Υποσχέθηκε ότι όσοι ξεκίνησαν να εργάζονται στα 20 θα μπορούν να συνταξιοδοτηθούν στα 60. Η Allianz εκτιμά ότι αυτό θα κοστίσει 17 δισ. ευρώ ετησίως, συμπεριλαμβανομένης της υποσχόμενης αύξησης της κατώτατης σύνταξης.
Πού θα βρει τα λεφτά ο Μπαρντελά
Σε αντιπαράθεση με αυτό, ο Μπαρντελά καταφεύγει στον γνωστό ισχυρισμό ότι θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν χρήματα με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και το κλείσιμο των φορολογικών «παραθύρων». Οι λογαριασμοί κοινωνικής ασφάλισης, λέει, θα μειωθούν με την αυστηροποίηση της μετανάστευσης. Προετοιμάζοντας τη Γαλλία για μια ολομέτωπη πιθανή σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχυρίζεται επίσης ότι θα διαπραγματευόταν μια μείωση της συνεισφοράς της χώρας στον προϋπολογισμό της ΕΕ κατά 2 δισ. ευρώ-3 δισ. ευρώ (21,6 δισ. ευρώ φέτος) και θα έβγαζε τη Γαλλία από τη συμφωνία της ΕΕ για τον επιμερισμό της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία, όπως λέει, περιορίζει τη δυνατότητα της Γαλλίας να μεταφέρει τα οφέλη της παραγωγής σχετικά φθηνής πυρηνικής ενέργειας στους καταναλωτές.
Η ακροδεξιά θέλει επίσης να επαναφέρει τον φόρο πλούτου, ο οποίος συνήθιζε να εφαρμόζεται ετησίως σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω του 1,3 εκατ. ευρώ. Ο Μακρόν τον αντικατέστησε με μια μορφή «φόρου επί των αρχοντικών» που εφαρμόζεται μόνο σε ακίνητα άνω της αξίας αυτής.
Η Allianz εκτιμά ότι οι συνολικές ετήσιες υποσχέσεις της Εθνικής Συσπείρωσης για δαπάνες, εξαιρουμένου του σχεδίου εθνικοποίησης των αυτοκινητοδρόμων, θα ανέλθουν σε 74 δισ. ευρώ, με καθαρό ετήσιο κόστος 18 δισ. ευρώ, εξαιρουμένης της ακύρωσης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού. Ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα και οι εξοικονομήσεις, η Allianz υπολογίζει ότι η οικονομική ατζέντα του κόμματος θα εκτοξεύσει το ετήσιο έλλειμμα στο 6,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2026.
Η οικονομική ατζέντα του Νέου Λαϊκού Μετώπου
Η αριστερή συμμαχία, στην οποία κυριαρχεί η Ανυπότακτη Γαλλία, το κόμμα του Ζαν Λυκ Μελανσόν, ενός άλλοτε τροτσκιστή, έχει ακόμη πιο φιλόδοξα σχέδια για φόρους και δαπάνες. Γνωστό ως Νέο Λαϊκό Μέτωπο, το σχήμα αυτό θέλει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 14%, κάτι που το Ινστιτούτο Montaigne εκτιμά ότι θα κοστίσει 3,5 δισ. ευρώ ετησίως. Η υπόσχεσή του να περιορίσει τις τιμές της ενέργειας και των άλλων «βασικών ειδών», όπως τα βασικά τρόφιμα, θα κόστιζε επιπλέον 24 δισ. ευρώ ετησίως, λέει το ινστιτούτο.
Άλλα μέτρα περιλαμβάνουν την ακύρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του Μακρόν, την επαναφορά του φόρου περιουσίας, την επιβολή ενός «φόρου εξόδου» για όσους εγκαταλείπουν τη χώρα, την κατάργηση του ενιαίου φόρου 30% της Γαλλίας επί των χρηματοοικονομικών εισοδημάτων, την αύξηση του φόρου κληρονομιάς και την επιβολή φόρου στα «υπερκέρδη», ό,τι κι αν εννοούν με αυτά. «Για πολλές επιχειρήσεις θα είναι ένα σοκ», δήλωσε ο Ερίκ Κονκερέλ, από το κόμμα του Μελανσόν.
Στις 21 Ιουνίου η συμμαχία, η οποία δέχεται συμβουλές από μια ομάδα αριστερών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και ο Τομά Πικετί, παρουσίασε τα σχέδιά της. Λέει ότι οι συνολικές νέες ετήσιες δαπάνες θα ανέλθουν σε 25 δισ. ευρώ το 2024, 100 δισ. ευρώ το 2025 και 150 δισ. ευρώ έως το 2027, και ισχυρίζεται ότι οι δαπάνες αυτές θα καλυφθούν από πρόσθετα έσοδα, κυρίως από πρόσθετη φορολογία, κυρίως για τους υψηλά αμειβόμενους, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τις επιχειρήσεις.
Μεταξύ των μέτρων που θα εισήγαγε τη κυβέρνηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου είναι ένας νέος φόρος περιουσίας, ο οποίος, όπως λέει, θα εισέπραττε 15 δισ. ευρώ, με άλλα 15 δισ. ευρώ από τη φορολόγηση των «υπερκερδών». Θα αυξήσει επίσης τις αμοιβές στο δημόσιο τομέα και το επίδομα στέγασης και θα καταστήσει όλα τα γεύματα και τις προμήθειες των κρατικών σχολείων δωρεάν για όλους, σημειώνεται.
Η αριστερή συμμαχία υποστηρίζει ότι προτείνει ένα πακέτο τόνωσης που θα βοηθήσει στην επανεκκίνηση της γαλλικής οικονομίας και θα βάλει τέλος σε αυτό που αποκαλεί «πολιτική λιτότητας» του Μακρόν. Η Βαλερί Ραμπόλ σοσιαλιστικό μέλος της συμμαχίας, προβλέπει ανάπτυξη του ΑΕΠ τουλάχιστον 3% το 2025 και το 2026 - σχεδόν διπλάσια από τις προβλέψεις της Τράπεζας της Γαλλίας. Οι προβλέψεις της για το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν βλέπουν επιστροφή κάτω από το 3% του ΑΕΠ, όπως απαιτείται από τους κανόνες της ευρωζώνης, κατά την επόμενη πενταετία. Ο Μπλανσάρ με τη σειρά του υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα θα είναι η έξοδος των επιχειρηματιών και ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα καταστήσει το κόστος απασχόλησης μη βιώσιμο για πολλές επιχειρήσεις και θα οδηγήσει σε απολύσεις.
Το αισιόδοξο σενάριο για τη Γαλλία
Η αισιόδοξη άποψη όλων αυτών είναι ότι οι Γάλλοι πολιτικοί δίνουν συχνά γενναίες οικονομικές υποσχέσεις, οι οποίες όμως σπάνια υλοποιούνται.
Ούτε η σκληρή αριστερά ούτε η σκληρή δεξιά μπορούν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, πράγμα που θα οδηγούσε σε πολιτικό αδιέξοδο και περισσότερο σε διαπραγματεύσεις συνασπισμού παρά σε απεριόριστο ριζοσπαστισμό.
Όποιος κι αν σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση θα πειθαρχήσει επίσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, λέει αυτό το επιχείρημα.
Η υποχώρηση του Μπαρντελά υποδηλώνει ότι το κόμμα του το έχει συνειδητοποιήσει αυτό και αρχίζει να διαχειρίζεται τις προσδοκίες των ψηφοφόρων καθώς και να προσπαθεί να ηρεμήσει τις αγορές.
Η αριστερή συμμαχία μπορεί να χρειαστεί να κάνει το ίδιο, αν και η φλογερή αντικαπιταλιστική ρητορική της υποδηλώνει ότι αυτό θα της είναι δύσκολο.
Το τέλος της κεντρώας ατζέντας και η έναρξη μιας πιο ταραχώδους εποχής
Μια πιο απαισιόδοξη άποψη σύμφωνα με τον Economist, υποστηρίζει ότι η Γαλλία είναι ευάλωτη, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί από 66% πριν από δύο δεκαετίες σε 112% τώρα, και το δημοσιονομικό της έλλειμμα ξεπερνά το 5% του ΑΕΠ. Για να σταθεροποιήσει και να μειώσει το βάρος του χρέους της χρειάζεται ρεαλιστικές οικονομικές πολιτικές. Οι νέες προβλέψεις της τράπεζας Goldman Sachs δείχνουν ότι το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί ελαφρώς περαιτέρω με την υφιστάμενη κατάσταση ή με ένα κοινοβουλευτικό αδιέξοδο. Σε περίπτωση μιας σκληρά αριστερής ή σκληρά δεξιάς κυβέρνησης θα μπορούσε να εκτοξευθεί στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2027.
Στις 21 Ιουνίου οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Γαλλίας ήταν κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες από τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, η μεγαλύτερη διαφορά από το 2012 με μια αύξηση περίπου 0,3 ποσοστιαίων μονάδων από τότε που ο Μακρόν προκήρυξε τις εκλογές. Εάν διατηρηθούν αυτές οι υψηλότερες αποδόσεις θα σημάνουν τελικά υψηλότερους λογαριασμούς τόκων, αυξάνοντας τη δημοσιονομική πίεση. Το πολιτικό αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών του Μακρόν παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, αλλά από οικονομική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί το τέλος της κεντρώας ατζέντας της τελευταίας δεκαετίας και την έναρξη μιας πιο ταραχώδους εποχής, καταλήγει το δημοσίευμα.