Ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα η τοποθέτηση μιας σειράς επιστημονικών οργάνων στο βυθό της Καλντέρας της Σαντορίνης, τα οποία θα βοηθήσουν τους επιστήμονες να γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει στην περιοχή και να είναι έτοιμοι να συμβουλεύσουν τις δημόσιες αρχές στην περίπτωση που συντρέχει λόγος για την άμεση λήψη μέτρων.
Στην «αποστολή», η οποία ξεκίνησε στις 13 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε σήμερα, συμμετείχαν Ελληνες, Γάλλοι και Ισπανοί ερευνητές.
Οι ερευνητές, οι οποίοι θέλουν να έχουν μία καλύτερη εικόνα, από «πρώτο χέρι», για το τι συμβαίνει στο ηφαίστειο της Σαντορίνης. χρησιμοποίησαν το βαθυσκάφος «Θέτις» και το τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα «Max Rover» του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίου Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) για να... ποντίσουν ένα μετρητή κλίσης και δύο αισθητήρες υποθαλάσσιας πίεσης για να καταγράψει την πιθανή παραμόρφωση και το «φούσκωμα» του βυθού εξαιτίας ανοδικών κινήσεων του μάγματος και των αερίων κάτω από το βυθό.
Όσο ανυψώνεται ο βυθός πιεζόμενος από κάτω, τόσο μειώνεται η πίεση στους αισθητήρες, αφού πια υπάρχει μικρότερος όγκος νερού από πάνω τους.
Επίσης οι επιστήμονες τοποθέτησαν υποθαλάσσια θερμόμετρα για να καταγράψουν κάθε μεταβολή της θερμοκρασίας στα νερά της καλντέρας και ιδιαίτερα στις υδροθερμικές πηγές, εξαιτίας μια πιθανής αφανούς ηφαιστειακής δραστηριότητας.
Η τοποθέτηση των οργάνων έγινε, συγκεκριμένα, στην υποθαλάσσια περιοχή μεταξύ Θηρασιάς-Καμμένης-Οίας, στο βόρειο τμήμα της καλντέρας, η οποία αποτελείται από τρεις διακριτές λεκάνες με διαφορετικά βάθη και είναι η μεγαλύτερη υποθαλάσσια καλντέρα στον κόσμο φθάνοντας σε βάθος 389 μέτρων.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο αρχηγός της αποστολής, γεωλόγος Δημήτρης Σακελλαρίου, επικεφαλής ερευνών του Τομέα Θαλάσσιας Γεωλογίας-Γεωφυσικής του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, είπε χαρακτηριστικά πως «είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι συμβαίνει στην περιοχή και να είμαστε έτοιμοι να συμβουλεύσουμε τις αρμόδιες δημόσιες Αρχές, αν συντρέχει λόγος για τη λήψη μέτρων». Επεσήμανε πάντως καθησυχαστικά ότι αυτή τη στιγμή «δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να δείχνουν ότι μπορεί να επίκειται κάποια δραστηριότητα του ηφαιστείου».
Τόνισε όμως ότι η μόνιμη επιστημονική παρακολούθηση θα έπρεπε να γίνεται ήδη εδώ και χρόνια (όπως π.χ. γίνεται στη Χαβάη με τα αντίστοιχα υποθαλάσσια ηφαίστεια) και εξέφρασε την ανησυχία του επειδή, λόγω οικονομικής κρίσης, η έλλειψη κονδυλίων δημιουργεί δυσκολίες γενικότερα στην έρευνα στην Ελλάδα και ειδικότερα στις σχετικές υποθαλάσσιες και ηφαιστειακές έρευνες. Δήλωσε μάλιστα αβέβαιος για το πότε θα γίνει η νέα αποστολή συλλογής των υποθαλάσσιων στοιχείων στη Σαντορίνη (με εκτιμώμενο κόστος γύρω στα 100.000 ευρώ).
Για την εν λόγω αποστολή υπήρξε και σχετικό δημοσίευμα του διεθνούς επιστημονικού περιοδικού «Nature», όπου, μεταξύ άλλων, ο Αμερικανός γεωφυσικός Άντριου Νιούμαν του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Γεωργίας (Georgia Tech), που μελετά με σταθμούς GPS τις διαχρονικές μεταμορφώσεις στην επιφάνεια του εδάφους πάνω από τη θάλασσα, αναφέρει ότι οι μέχρι τώρα μετρήσεις του δείχνουν πως υλικό μέσα στο ηφαίστειο (μάγμα ή αέρια) έχουν ανεβεί προς τα πάνω φθάνοντας σε απόσταση έως 4 χλμ. από το βυθό. Ο Νιούμαν θα επιστρέψει στη Σαντορίνη αυτό το φθινόπωρο για νέες μετρήσεις GPS.
H αποστολή αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν ληφθεί υπόψει, ότι πριν περίπου δύο μήνες χάθηκε ένας πολύτιμος σύμμαχος στην καθημερινή παρατήρηση και μέτρηση των δραστηριοτήτων του ηφαιστείου της Σαντορίνης από τη στιγμή που χάθηκε η επικοινωνία με τη Γη του επιστημονικού δορυφόρου Envisat του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA).
Οι ερευνητές, εφόσον εξασφαλίσουν μία νέα αναγκαία χρηματοδότηση, σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν την επόμενη αποστολή τους έπειτα από έξι έως 12 μήνες, προκειμένου να ανασύρουν τα όργανα που πόντισαν, να καταγράψουν τις μετρήσεις τους και μετά να τα τοποθετήσουν και πάλι στο βυθό. Η επιστημονική παρακολούθηση αφορά μόνο το κυρίως ηφαίστειο της Σαντορίνης και όχι το γειτονικό υποθαλάσσιο ηφαίστειο του Κολούμπο, που βρίσκεται περίπου επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σαντορίνης, σε βάθος 500 μέτρων, και για το οποίο δεν υπάρχει ακόμα αντίστοιχη υποθαλάσσια επιτήρηση σε βάθος χρόνου.
Yπενθυμίζεται ότι πριν περίπου έξι μήνες ο καθηγητής του εργαστηρίου γεωφυσικής και σεισμολογίας του ΤΕΙ Κρήτης Φίλιππος Βαλιανάτος, με αφορμή την ισχυρή σεισμική δόνηση (5,3 ρίχτερ 48 χλμ. νοτιοδυτικά της Σαντορίνης) που είχε σημειωθεί τότε, είχε τονίσει πως «οι σεισμοί δεν προειδοποιούν, το ηφαίστειο όμως ... προειδοποιεί», αναφέροντας, παράλληλα πως «αυτό που μας προβληματίζει είναι ότι αρχίζει να φουσκώνει ... το κέικ της Σαντορίνης». Το σίγουρο είναι ότι όταν οι ερευνητές πάρουν στα χέρια τους τα δεδομένα που θα καταγράψουν τα όργανα που τοποθέτησαν στο βυθό της περιοχής, θα έχουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι συμβαίνει... κάτω από το βυθό.