Η άνοδος της θερμοκρασίας και τα υψηλότερα ποσοστά υγρασίας την άνοιξη και το καλοκαίρι πιθανότατα θα επιβραδύνουν την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού ανά την υφήλιο, αλλά δεν θα τη σταματήσει από μόνη της η αλλαγή των καιρικών συνθηκών, επισημαίνει μια νέα μελέτη.
Ερευνητές των Πανεπιστημίων Beihang και Tsinghua στην Κίνα διαπίστωσαν ότι ο ρυθμός μετάδοσης της Covid-19, που προκαλεί ο φονικός κορωνοϊός με τα χιλιάδες θύματα παγκοσμίως, επιβραδύνθηκε καθώς ζέστανε ο καιρός και αυξήθηκε η υγρασία σε 100 κινεζικές πόλεις. Κι όπως αναφέρουν στη μελέτη τους, «η υψηλή θερμοκρασία και η σχετικά υψηλή υγρασία μειώνουν σημαντικά την μετάδοση της Covid-19.» Ωστόσο, μολονότι η έρευνα αλλά και ειδικοί έχουν επισημάνει ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες δεν ευνοούν τον κορωνοϊό, η ζέστη και η υγρασία απλώς θα επιβραδύνουν τον ρυθμό μετάδοσής του, δεν θα τον σταματήσουν.
Από την εμφάνιση της Covid-19 τον περασμένο Δεκέμβριο στην Κίνα, ο κορωνοϊός έχει μολύνει πάνω από 350.000 ανθρώπους ανά την υφήλιο . Στην Κίνα η επιδημία κορυφώθηκε τον Φεβρουάριο, όταν σε μια μέρα διαγνώστηκαν πάνω από 15.000 νέα κρούσματα. Αλλά με το τέλος του χειμώνα και την έλευση της άνοιξης τα κρούσματα μειώθηκαν δραστικά στη χώρα, ενώ την περασμένη εβδομάδα δεν αναφέρθηκε ούτε ένα νέο εγχώριο κρούσμα, μια ενθαρρυντική εξέλιξη, έστω κι αν κάποιοι την αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό. Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε πριν την πρώτη επίσημη μέρα της άνοιξης το περασμένο Σάββατο, αλλά είχαν προηγηθεί δρακόντεια μέτρα, που έθεσαν σε καραντίνα δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ουχάν και άλλες κινεζικές πόλεις.
Πώς έγινε η μελέτη για τη σχέση του κορωνοϊού με τον καιρό
Η ανάλυση του ρόλου του καιρού στην φαινομενικά επιτυχημένη μάχη της Κίνας κατά της COVID-19 διαχωρίζοντάς τον από άλλους παράγοντες είναι πιο δύσκολη από την απλή εξέταση των αριθμών και των θερμοκρασιών.Σε μια προσπάθεια να το κάνουν αυτό, οι ερευνητές των πανεπιστημίων Beihang και Τsinghua αξιολόγησαν δεδομένα που αφορούσαν περισσότερες από 100 πόλεις της Κίνας, όπου υπήρχαν 40 ή περισσότερα κρούσματα κορωνοϊού στο διάστημα μεταξύ 21 και 23 Ιανουαρίου.
Αξιολόγησαν τον εκτιμώμενο αριθμό μολύνσεων, τις θερμοκρασίες και την υγρασία στις πόλεις αυτές πριν από τις 24 Ιανουαρίου, όταν τέθηκαν σε λειτουργία τα περιοριστικά μέτρα και ακυρώθηκαν οι εορτασμοί για το σεληνιακό νέο έτος. Χρησιμοποιώντας το συντελεστή R, έναν αριθμό που μετράει το μέσο αριθμό των ατόμων που μολύνει κάθε φορέας με τον κορωνοϊό, η ομάδα παρακολούθησε τα ποσοστά μόλυνσης και προσήρμοσε τους αριθμούς αυτούς λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ποσοστό μολύνσων, όπως π.χ. πόσο πυκνοκατοικημένη ή πλούσια ήταν κάθε πόλη.
Στη συνέχεια εκτίμησαν τον μέσο αριθμό ατόμων που θα μόλυνε ένας φορέας του κορωνοϊού. Ειδικοί ανά την υφήλιο έχουν προσπαθήσει να εκτιμήσει τον δείκτη R0, ή την εξάπλωση της νόσου και φαίνεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 2 και 2,5, που σημαίνει ότι κάθε φορέας μεταδίδει κατά μέσο όρο τον ιό σε 2 με 2,5 άτομα. Αλλά ο δείκτης αυτός φαίνεται ότι πέφτει καθώς αυξάνονται οι θερμοκρασίες και η υγρασία, σύμφωνα με τους συντάκτες της κινεζικής μελέτης.
«Με την αύξηση της θερμοκρασίας κατά ένα βαθμό Κελσίου και την αύξηση της σχετικής υγρασίας κατά 1%, ο δείκτης R μειώθηκε κατά 0,0383 και το 0,0224 αντίστοιχα», διαπιστώθηκε. Και μπορεί να είναι μικρός ο αντίκτυπος, αλλά δεν μπορεί να παραθεωρηθεί, επισημαίνουν οι ερευνητές. «Στις πρώτες ημερομηνίες εμφάνισης των κρουσμάτων, χώρες με σχετικά χαμηλότερη ατμοσφαιρική θερμοκρασία και χαμηλότερη υγρασία (π.χ. Κορέα, Ιαπωνία και Ιράν) κατέγραψαν σοβαρότερες εξάρσεις της επιδημίας απ’ ό,τι πιο ζεστές και πιο υγρές χώρες (π.χ. Σιγκαπούρη, Μαλαισία και Ταϊλάνδη)», γράφουν οι συντάκτες της μελέτης .
Ο κορωνοϊός θα μπορούσε να περιοριστεί λόγω του θερμού καιρού
Οι επιστήμονες δεν είναι απολύτως σίγουροι γιατί τόσοι πολλοί ιοί - συμπεριλαμβανομένης της ευρύτερης οικογένειας των κορωνοϊών στους οποίους υπάγεται και εκείνος που προκαλεί την COVID-19 – έχουν καλύτερη τύχη σε ψυχρότερα περιβάλλοντα. Αλλά γνωρίζουμε ότι το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ο ψυχρότερος, πιο ξηρός αέρας στεγνώνει τον βλεννογόνο στην μύτη μας, που ενεργεί ως πρώτη γραμμή άμυνας και οι ιοί της αναπνευστικής οδού συνήθως εισέρχονται μέσω της ρινικής οδού.
Ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, που ονομάζονται φαγοκύτταρα, φαίνεται να είναι λιγότερο δραστήρια στον οργανισμό σε ψυχρότερες θερμοκρασίες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι λιγότερο πιθανό να εντοπίσουν και να σκοτώσουν ιούς.
Με την εξίσωση των Κινέζων ερευνητών, αν η θερμοκρασία στις ΗΠΑ αυξηθεί κατά 15 βαθμούς C, ένας φορέα θα μολύνει με τον κορωνοϊό περίπου 0,6 λιγότερους ανθρώπους. Σε συνδυασμό με τα μέτρα απομόνωσης θα μπορούσε αυτό να σηματοδοτήσει μια μείωση της εξάπλωσης του κορωνοϊού, όχι όμως και πλήρη ανάσχεσή του.