Η όλο και πιο συγκρουσιακή από το 2016 εξωτερική πολιτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει δημιουργήσει ένα ρήγμα ανάμεσα στην Άγκυρα και τους δυτικούς συμμάχους της και έχει επιδεινώσει τα οικονομικά της προβλήματα, όμως οι αναλυτές αμφιβάλλουν αν αυτό θα τον σταματήσει.
Οι επικριτές του κατηγορούν τον αρχηγό του κράτους ότι εντείνει το διπλωματικό μπούλινγκ για να χαλυβδώσει την ισλαμοεθνικιστική εκλογική βάση του, μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικών δυσχερειών που βλάπτουν τη δημοτικότητά του.
Όμως η τουρκική κυβέρνηση, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, υποστηρίζει πως το μόνο που κάνει είναι να υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια τα συμφέροντά της σε μια ασταθή περιφέρεια απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος. Μέσα σ' ένα πλαίσιο αυξανόμενης οικονομικής κρίσης ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέπεμψε τις τελευταίες ημέρες προς την Ευρώπη κατευναστικές δηλώσεις, λέγοντας πως το μέλλον της Τουρκίας δεν μπορεί να διαχωρισθεί από τη Γηραιά Ήπειρο.
Όμως επί του πεδίου οι πρωτοβουλίες της Άγκυρας, της οποίας στρατιωτικοί είναι παρόντες από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία, περνώντας από την ανατολική Μεσόγειο, δεν παύουν να προκαλούν τον θυμό της Δύσης.
Παρόλο που αυτές οι επιδείξεις δύναμης είναι δημοφιλείς στην Τουρκία, υπάρχει ο κίνδυνος να τρέψουν σε φυγή εν δυνάμει επενδυτές, τους οποίους η χώρα έχει μεγάλη ανάγκη.
Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν δημιουργεί μια «τεταμένη σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και τους κύριους οικονομικούς εταίρους της, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες», υπογραμμίζει ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής του κέντρου σκέψης Edam στην Κωνσταντινούπολη.
Απειλή κυρώσεων
Οι αποστολές ερευνών για φυσικό αέριο, που διεξάγονται μονομερώς από την Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο, σε ύδατα διαφιλονικούμενα με την Ελλάδα και την Κύπρο, είναι ένα από τα κύρια θέματα διαφωνίας ανάμεσα στην Άγκυρα και την ΕΕ.
Οι Βρυξέλλες έχουν απειλήσει να επιβάλουν κυρώσεις, αν η Άγκυρα επιμείνει, και το ζήτημα αναμένεται να βρεθεί στο κέντρο των συζητήσεων της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής στις 10 και 11 Δεκεμβρίου.
Η απειλή των ευρωπαϊκών τιμωρητικών μέτρων, που είναι πιθανό να σπρώξουν την οικονομία στο βάραθρο, και η ήττα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο ο Ερντογάν είχε αποκτήσει μια προσωπική σχέση, φαίνεται ότι έπεισαν τον τούρκο πρόεδρο να κατεβάσει τους τόνους τις τελευταίες εβδομάδες.
Εκτός του ότι διακήρυξε την προσήλωσή του στην Ευρώπη, υποσχέθηκε επίσης στις αρχές Νοεμβρίου μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη «για να ενισχυθεί το κράτος δικαίου» ώστε να καθησυχασθούν οι επενδυτές.
Όμως η νίκη του Τζο Μπάιντεν υπάρχει κίνδυνος να είναι για την Άγκυρα συνώνυμη με νέα προβλήματα, καθώς βρίσκεται υπό την απειλή της επιβολής αμερικανικών κυρώσεων για την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400.
Το Γαλλικό Πρακτορείο σημειώνει ότι κυρίως η Ελλάδα και η Αίγυπτος ελπίζουν εξάλλου πως η Ουάσινγκτον θα ρίξει το βάρος της στην ανατολική Μεσόγειο για να βάλει τέλος στις τουρκικές δραστηριότητες που δεν φαίνονταν να ανησυχούν ιδιαίτερα τον Τραμπ.
«Οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις υπάρχει κίνδυνος να φθάσουν σε νέο χαμηλό σημείο το 2021», υπογραμμίζει ο Άντονι Σκίνερ του γραφείου συμβούλων Verisk Maplecroft.
«Αυξανόμενοι κίνδυνοι»
Έπειτα από την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του το 2016, ο Ερντογάν είχε την εντύπωση πως «οι δυτικοί εταίροι εγκατέλειψαν» την Άγκυρα, υπογραμμίζει η Σινέμ Αντάρ, μέλος του κέντρου εφαρμοσμένων σπουδών για την Τουρκία στο Βερολίνο.
Αισθάνεται πως «δεν μπορεί πλέον να εμπιστεύεται την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση της ασφάλειας της Τουρκίας», εξ ου και οι μονομερείς πρωτοβουλίες του, προσθέτει.
Η Τουρκία δαπάνησε τα τελευταία χρόνια πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να αναπτύξει τις στρατιωτικές δυνατότητές της, ένας «παράγοντας που καθιστά δυνατή την αυξανόμενη επιθετικότητά της», εξηγεί η Αντάρ.
Όμως αυτή η προσέγγιση έχει μεγάλο τίμημα. Η τουρκική λίρα έχει χάσει έτσι από την αρχή του χρόνου σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας της έναντι του δολαρίου, μια τάση που ενισχύεται από τις διπλωματικές εντάσεις, κυρίως με τη Γαλλία εδώ και μερικούς μήνες.
«Οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι θέτουν υπό πίεση τη λίρα» και έχουν «αντίκτυπο στη ροή άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό», λέει ο Ουλγκέν.
Οι επενδύσεις αυτές, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την Ευρώπη και συμβάλλουν κυρίως στη δημιουργία θέσεων εργασίας, μειώθηκαν από 16 δισεκ. ευρώ το 2007, στα επτά δισεκατομμύρια ευρώ το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών.
Πέρυσι η γιγάντια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen είχε αναστείλει την απόφασή της να ανοίξει ένα εργοστάσιο στην Τουρκία, λέγοντας πως «ανησυχεί» για τη έναρξη μιας επίθεσης από την Άγκυρα εναντίον μιας κουρδικής πολιτοφυλακής στη Συρία.
Τελικά η Volkswagen παραιτήθηκε οριστικά από το σχέδιο αυτό τον Ιούλιο, επισήμως εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.