Η παλινόρθωση από τους Ταλιμπάν του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν με την ταυτόχρονη υποστολή της αστερόεσσας στην πρεσβεία των ΗΠΑ δημιουργεί νέους συσχετισμούς όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο, ανοίγοντας παράλληλα ένα νέο κεφάλαιο για τη Δύση.
Αν και οι Ταλιμπάν διαβεβαιώνουν με ανακοινώσεις τους ότι η «διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας ολοκληρώθηκε με ασφάλεια, χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο οι ζωές, οι περιουσίες και η τιμή οποιουδήποτε», ο κίνδυνος είναι ότι οι ενέργειές τους θα είναι εντελώς διαφορετικές.
Οι Ταλιμπάν κρατούν στα χέρια τους σχεδόν όλα τα χαρτιά με τον έλεγχο των μεθοριακών περασμάτων και των τελωνείων, και η Ρωσία και η Κίνα δεν θα έχουν πρόβλημα να συνδιαλλαγούν με την ηγεσία τους, σημειώνουν αναλυτές.
Ήδη καταφθάνουν αναφορές από το Αφγανιστάν ότι οι Ταλιμπάν επιδιώκουν να επιβάλουν εκ νέου τον φονταμενταλισμό που χαρακτήρισε την προηγούμενη περίοδο που βρίσκονταν στην εξουσία, από το 1996 μέχρι το 2001, και κινδυνεύουν να χαθούν δύο δεκαετίες κατακτήσεων για τις γυναίκες και την κοινωνία των πολιτών.
Μια από τις πηγές ανησυχίας για τις γειτονικές -και όχι μόνον- χώρες είναι μήπως η μαζική έξοδος προσφύγων από το Αφγανιστάν περιλαμβάνει και τρομοκρατικά στοιχεία και Ουιγούρους αυτονομιστές, ενώ οι Ταλιμπάν μπορεί να επιτρέψουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα να χρησιμοποιούν εδάφη της χώρας για εκπαίδευση και για να στήνουν επιχειρήσεις.
Το φάντασμα της Αλ Κάιντα
Αναμφίβολα, η εκπληκτική ταχύτητα με την οποία προέλασαν οι Ταλιμπάν θα δώσει τεράστια ώθηση σε ισλαμιστές εξτρεμιστές ανά την υφήλιο, είτε πρόκειται για την Αλ Κάιντα -παρά τις διαβεβαιώσεις της Ουάσιγκτον τον περασμένο Απρίλιο ότι διαθέτει τα μέσα για να αποτρέψει την επανεμφάνισή της- και το Ισλαμικό Κράτος, είτε για μαχητές στη Συρία, τη Μοζαμβίκη, είτε σε συμπαθούντες στην Ευρώπη. Εξ ου και η ανησυχία που διατύπωσε προ ημερών ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, Μπεν Γουάλας, ότι τα «αποτυχημένα κράτη αποτελούν εκκολαπτήρια για τέτοια άτομα» και ότι «η Αλ Κάιντα πιθανότατα θα επιστρέψει».
Τον περασμένο μήνα, ο ΟΗΕ σε εκτίμησή του, βάσει πληροφοριών από κράτη-μέλη, ανέφερε ότι η Αλ Κάιντα είναι παρούσα σε τουλάχιστον 15 αφγανικές επαρχίες και το παρακλάδι της στην ινδική υπήπειρο «επιχειρεί υπό την προστασία των Ταλιμπάν των επαρχιών Κανταχάρ, Χελμάντ και Νιμρούζ».
Στην περσινή συμφωνία τους με τις ΗΠΑ, οι Ταλιμπάν είχαν δεσμευθεί να μην επιτρέψουν την εκπαίδευση, τη συλλογή χρημάτων ή τη στρατολόγηση «τρομοκρατών, περιλαμβανομένης της Αλ Κάιντα, που θα απειλούσαν την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων» τους. Αλλά παραμένει άγνωστο τι στάση θα τηρήσουν τώρα οι Ταλιμπάν έναντι της Αλ Κάιντα κι άλλων ισλαμιστών εξτρεμιστών που σχεδιάζουν εκστρατείας βίας, και πώς θα αντιδράσει η ίδια η Αλ Κάιντα στις εξελίξεις, μετά τη νίκη των Αφγανών μουτζαχεντίν επί των Σοβιετικών το 1989 και τώρα την ήττα μιας δεύτερης υπερδύναμης, που ενισχύει την προπαγάνδα του τζιχαντιστικού κινήματος.
Οι Ταλιμπάν θα επιδιώξουν διεθνή νομιμότητα, όπως είχαν κάνει και την προηγούμενη φορά που βρέθηκαν στην εξουσία, αλλά το ερώτημα, λένε αναλυτές, είναι από ποιον και τι συμβιβασμούς είναι διατεθειμένη να κάνει η ηγεσία τους. Ίσως να παίξει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις τους με την Αλ Κάιντα η αλλαγή στρατηγικής που επέβαλε ο αρχηγός της δεύτερης, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, μετά την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011, όταν εγκατέλειψε τις επιθέσεις κατά του «εχθρού» στη Δύση, επιδιώκοντας να κερδίσει υποστήριξη και νομιμότητα σε ασταθείς περιοχές συρράξεων του ισλαμικού κόσμου, όπου θεωρεί ότι υπάρχουν δυνατότητες επέκτασης και ανατροπής ντόπιων καθεστώτων. Μόνο που ο ίδιος είναι πολύ άρρωστος, σύμφωνα με δυτικούς και άλλους αξιωματούχους ασφαλείας, και δεν υπάρχει εγγύηση ότι η στρατηγική του θα παραταθεί μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο Αφγανιστάν και ενδεχόμενο θάνατό του. Κι ακόμη και αν δεν το αποτολμήσει η Αλ Κάιντα, θα σπεύσουν πιθανώς άλλοι, εκτιμούν αναλυτές, να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που δημιουργεί η επικράτηση των Ταλιμπάν, η ήττα των Αμερικανών από μια ισλαμιστική παραστρατιωτική οργάνωση, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έπειτα από δύο δεκαετίες πολωτικών συγκρούσεων και εξτρεμιστικής βίας και η επέκταση της τζιχαντιστικής ιδεολογίας στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.
Mαζική έξοδος προσφύγων από το Αφγανιστάν
Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες της επιστροφής των Ταλιμπάν στην εξουσία είναι το μαζικό κύμα εξόδου από το Αφγανιστάν που πυροδοτεί, εντείνοντας τις ανησυχίες για μια νέα προσφυγική κρίση στην Ευρώπη.
Εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους, χιλιάδες εξ αυτών εγκαταλείπουν λαθραία τη χώρα. Διακινητές στο Ζαράνζ, ένα μεθοριακό πέρασμα μεταξύ Αφγανιστάν και Ιράν, που κατέλαβαν την περασμένη εβδομάδα οι Ταλιμπάν, λένε ότι το τελευταίο διάστημα τριπλασιάστηκε ο αριθμός των ατόμων που επιδιώκουν να διαφύγουν μέσω Ιράν στην Τουρκία και από εκεί προς την Ευρώπη, με στόχο να ζητήσουν άσυλο. Οι περισσότεροι το επιχειρούν μέσω Χεράτ, απ’ όπου οδηγούνται είτε βόρεια στο μεθοριακό πέρασμα Χοσάν -η ακριβότερη και πιο επικίνδυνη διαδρομή, αλλά με τους μικρότερους κινδύνους να συλληφθούν-, είτε μέσω του περάσματος Ζαράνζ. Ένας τρίτος δρόμος -ο φθηνότερος και πιο συχνά χρησιμοποιούμενος από τους πρόσφυγες- περνά μέσω Πακιστάν στο Ιράν.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, 400.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν από τις αρχές του χρόνου τα σπίτια τους εντός του Αφγανιστάν -οι 300.000 εξ αυτών από τον Μάιο, όταν εντάθηκαν οι μάχες των κυβερνητικών δυνάμεων με τους Ταλιμπάν. Οι περισσότεροι βρίσκονται ακόμη στο Αφγανιστάν, λέει ο ΟΗΕ, αλλά πολλοί επιδιώκουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις υποχωρούν στα περισσότερα μέτωπα.
Η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία κατέστησε πιο ριψοκίνδυνη την προθυμία της Τουρκίας να ηγηθεί της διασφάλισης του αεροδρομίου της Καμπούλ, καθώς πασχίζει να σφραγίσει τα ανατολικά της σύνορα με το Ιράν για τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν.
Η Τουρκία ήδη φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στον κόσμο και η διάθεση για φιλοξενία σε κυβέρνηση και κοινή γνώμη έχει εξαφανιστεί, καθώς δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί ακολουθούν στα βήματα Σύρων και Ιρακινών.
Την ίδια ώρα, σε εγρήγορση βρίσκονται η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου για το ενδεχόμενο αύξησης των προσφυγικών ροών, καθώς οι πρόσφυγες θα έχουν μόνο μία επιλογή: την Ευρώπη. Σύντομα το πρόβλημα θα είναι της Ευρώπης, που δείχνει γι’ άλλη μια φορά απροετοίμαστη.
Η Συρία, πριν από την έναρξη του εμφυλίου, είχε πληθυσμό περίπου 21.000.000 κατοίκων, ενώ το Αφγανιστάν σχεδόν 38.000.000, και η άνευ προηγουμένου προσφυγική κρίση του 2015 θα μπορούσε να επαναληφθεί, αν δεν ληφθούν επείγοντα μέτρα.
Πόσες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι αρκετά ισχυρές για να επιβιώσουν νέων προσφυγικών ροών; Θα μπορέσει η ΕΕ να ξεπεράσει τις διαφωνίες για το «μεταναστευτικό»; Διαθέτουν οι χώρες της ΕΕ τα οικονομικά μέσα για να αντεπεξέλθουν με το νέο κύμα;
Μέσα σε αυτό το κλίμα, Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Ιταλία και Μάλτα βάζουν τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν στην ατζέντα του έκτακτου συμβουλίου Εσωτερικών Υποθέσεων της ερχόμενης Τετάρτης, ζητώντας με την επιστολή που έστειλε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, στον προεδρεύοντα του Συμβουλίου, Σλοβένο υπουργό Εσωτερικών Αλές Χόις, να συζητηθούν «οι έκτακτες συνθήκες στο Αφγανιστάν» και «οι επιπτώσεις που πιθανόν θα έχουν στο μεταναστευτικό στις χώρες υποδοχής» και «σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση», στη βάση ενός σεναρίου που θέλει το τεράστιο μεταναστευτικό κύμα, που θα κατακλύσει αρχικά την Τουρκία, να κινηθεί στη συνέχεια προς τη χώρα μας και τα υπόλοιπα μεσογειακά κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η ελληνική κυβέρνηση υπογραμμίζει την ανάγκη να υποστηριχθεί η Τουρκία για να μετριάσει τις μεταναστευτικές ροές από το Αφγανιστάν προς την Ευρώπη.
Η αναδιαμόρφωση των συσχετισμών στη Μέση Ανατολή
Η παλινόρθωση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν δημιουργεί νέους συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή, τον ισλαμικό κόσμο και όχι μόνον, αφού άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για τη Δύση μετά τη δραματική της υποχώρηση όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και σε επίπεδο ηγεμονικών εντυπώσεων.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους υποχωρούν, η Κίνα θα είναι ο βασικός κερδισμένος, ενώ θα υπάρξουν και κάποια οφέλη για τη Ρωσία, εκτιμούν αναλυτές.
Στους κερδισμένους μέσα από αυτήν τη ρευστή κατάσταση στο Αφγανιστάν επιχειρεί να βρίσκεται και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που επιδιώκει προνομιακές σχέσεις με τους Ταλιμπάν, προβάλλοντας τη χώρα του ως παράγοντα σταθερότητας και εγγυήτριας του διαλόγου της νέας ηγεσίας του Αφγανιστάν με τη Δύση.
Η Άγκυρα αναμένεται να διεκδικήσει ισχυρά ανταλλάγματα προκειμένου να λειτουργήσει ως κυματοθραύστης των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, αλλά και να προσπαθήσει να τονώσει το προφίλ της ως περιφερειακής δύναμης που μπορεί να μιλά επί ίσοις όροις με ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά και τους Ταλιμπάν. Ο φόβος είναι ότι μια ενισχυμένη στρατηγικά Τουρκία θα μπορεί να ανοιγοκλείνει τα σύνορά της, ώστε με τα «αντίδωρα» δισεκατομμυρίων από την ΕΕ να μπαλώνει σε μεγάλο βαθμό τις δημοσιονομικές της τρύπες.
Έκτακτη συνεδρίαση του Σ.Α. του ΟΗΕ
Μέσα σε αυτό το κλίμα που διαμορφώνουν οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνεδριάζει σήμερα, Δευτέρα (16.08.2021), για να εξετάσει την κατάσταση στο Αφγανιστάν.
Στη συνεδρίαση αυτή, στις 10:00 ώρα Νέας Υόρκης (17:00 ώρα Ελλάδας), ο γενικός γραμματέας του οργανισμού, Αντόνιο Γκουτέρες, θα παρουσιάσει τις εξελίξεις μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, καθώς «εξακολουθούν να φθάνουν αναφορές για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις περιοχές που πλήττονται περισσότερο από τις μάχες».
Ο επικεφαλής του ΟΗΕ τόνισε χθες τις ανθρωπιστικές ανάγκες της χώρας και κάλεσε τα μέρη να φροντίσουν «οι εργαζόμενοι σε οργανώσεις αρωγής να έχουν ανεμπόδιστη πρόσβαση για να προσφέρουν έγκαιρα βοήθεια, που είναι κρίσιμη για να σωθούν ζωές». Πρόσθεσε ότι τα Ηνωμένα Έθνη παραμένουν «αποφασισμένα να συμβάλουν στην ειρηνική διευθέτηση της σύρραξης».