Η διατάραξη στις αλυσίδες εφοδιασμού και στην αγορά εργασίας, που προκλήθηκε από την πανδημία Covid-19, οδήγησε σε μια παγκόσμια στροφή προς τη μεταποίηση.
Η χρήση ρομποτικής, 3D εκτύπωσης και προηγμένων αυτοματισμών επέτρεψε στις δυτικές εταιρείες την εγχώρια παραγωγή με λογικό κόστος, εγκαταλείποντας τις ασιατικές εγκαταστάσεις παραγωγής χαμηλότερου κόστους.
Αυτή η αλλαγή επέτρεψε στις εταιρείες να «κατέχουν ταυτόχρονα την αλυσίδα εφοδιασμού τους» και να μειώσουν τα έξοδα μεταφοράς και τα χρονοδιαγράμματα.
Ταυτόχρονα, τεχνολογίες συνεργασίας, όπως το Zoom, επιτρέπουν στις εταιρείες να εκμεταλλεύονται τα απομακρυσμένα ταλέντα τους, διευρύνοντας την πρόσβαση σε εξαιρετικά περιζήτητους ειδικούς παγκοσμίως.
Η «Μεγάλη επανεγκατάσταση» είναι η τάση της εγχώριας (onshoring) σε αντίθεση με την εξωγχώρια (offshoring) παραγωγή. Είναι μια παγκόσμια τάση απομάκρυνσης από την κεντρική παραγωγή και μεταφορά των υποδομών παραγωγής πιο κοντά στις τελικές αγορές. Με πιο απλά λόγια, η τάση της εξωχώριας μεταποίησης, η οποία ήταν κοινή τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες περίπου, έχει ήδη αρχίσει να αντιστρέφεται.
Η επαναφορά της μεταποίησης δημιουργεί θέσεις εργασίας, αυξάνει τα επίπεδα δεξιοτήτων και την ανταγωνιστικότητα, είναι πιο οικολογική καθώς θα γίνεται κάτω από πολύ αυστηρές περιβαλλοντικές απαιτήσεις και δημιουργεί πολύ πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού.
Η Ταϊβάν, που ελέγχεται από την Κίνα, γίνεται σοβαρός κίνδυνος για τον κόσμο, επειδή η Ταϊβάν φιλοξενεί την TSMC, η οποία είναι η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών (Chips) στον κόσμο. Επιπλέον, μερικές από τις σημαντικότερες εταιρείες πυριτίου στον κόσμο βρίσκονται στην Ταϊβάν, καθώς και πολλοί κρίσιμοι κατασκευαστές ηλεκτρονικών εξαρτημάτων.
Εάν η Κίνα ελέγχει τους οικονομικούς πόρους της Ταϊβάν, αυτό σημαίνει κυριολεκτικά ότι έχει τη δύναμη να κρατήσει όμηρο την παγκόσμια οικονομία.
Η Ταϊβάν είναι στρατηγικά σημαντική για τον κόσμο, καθώς σχεδόν οτιδήποτε ηλεκτρονικό έχει δεσμούς με την Ταϊβάν. Αυτή η πραγματικότητα θα έθετε την Κίνα σε μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση στην παγκόσμια σκακιέρα.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Κίνα βρίσκεται στην Ταϊβάν εδώ και χρόνια. Με αργά βήματα, η Κίνα διεκδικεί διοικητικό έλεγχο, τοποθετώντας «δικούς της ανθρώπους» σε θέσεις επιρροής και εξουσίας. Αυτό ακριβώς συνέβη με το Χονγκ Κονγκ. Κάποια στιγμή, το Χονγκ Κονγκ εμφανίστηκε ως μια ημιαυτόνομη περιοχή, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Στη συνέχεια, ξαφνικά, πέρασε ξεκάθαρα στον έλεγχο του Πεκίνου. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί και στην Ταϊβάν, και δεν θα χρειαστεί να γίνει στρατιωτική εισβολή. Θα αρκεί να επιβάλουν διοικητικό έλεγχο και να κηρύξουν την επανένωση.
Πώς θα γίνει ο ενδεχόμενος πόλεμος Ταϊβάν-Κίνας
Η χρονιά αυτή είναι η πιο κατάλληλη για μια τέτοια απόφαση, καθώς οι ΗΠΑ έχουν στρέψει την προσοχή τους στον πόλεμο της Ουκρανίας με τη Ρωσία. Η Κίνα γνωρίζει ότι δεν θα βρει καλύτερη ευκαιρία.
Ακόμα και εάν υπάρξει στρατιωτική εισβολή πλήρους κλίμακος, παρόλο που είναι αμφίβολο, δεν είναι σίγουρο εάν οι ΗΠΑ θα κηρύξουν πόλεμο στην Κίνα. Οι ΗΠΑ δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν συμμάχους όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα για να πολεμήσουν έναν πόλεμο δι' αντιπροσώπων με την Κίνα. Καμία από τις δύο χώρες δεν είναι εξοπλισμένη για να το πράξει, ούτε θα ήταν διατεθειμένη, ακόμη και αν ήταν. Αλλωστε, και οι δύο οικονομίες είναι στενά συνδεδεμένες με την Κίνα. Θα κατέστρεφαν τις οικονομίες τους αν κινούνταν εναντίον της Κίνας. Η κινεζική θέση θα είναι ότι είναι κινεζικό θέμα, και δεν έχει καμία δουλειά η Αμερική. Και αν επιτραπεί στην TSMC να λειτουργεί λίγο πολύ κανονικά, τότε οι ΗΠΑ θα υποχωρήσουν.
Η πραγματικότητα είναι ότι πάρα πολύ μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλυσίδας εφοδιασμού εξακολουθεί να εξαρτάται από την παραγωγή με έδρα την Κίνα. Πολλές φαρμακευτικές ενώσεις και το 90% της προσφοράς αντιβιοτικών της Αμερικής προέρχονται από την Κίνα.
Ο αντίκτυπος ενός πολέμου θα ήταν καταστροφικός για την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία, οπότε δεν θα πληγώνονταν μόνον οι ΗΠΑ, αλλά κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Στο εφιαλτικό σενάριο, η Κίνα θα περιορίσει τις εξαγωγές από την TSMC και ίσως άλλους βασικούς κατασκευαστές ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Αυτό θα είχε άμεσες και καταστροφικές παγκόσμιες επιπτώσεις σε ολόκληρη τη βιομηχανία ηλεκτρονικών και ημιαγωγών.
Ο δυτικός κόσμος άργησε, αλλά συνειδητοποίησε, τελικά, ότι η ασφάλεια της κρίσιμης παραγωγικής ικανότητας είναι θέμα εθνικής ασφάλειας. Η μεγάλη επανεγκατάσταση έρχεται από εταιρίες όπως η Intel, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα μια επένδυση 100$ δισ. στο Οχάιο των ΗΠΑ. Θέλει να κατασκευάσει τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής ημιαγωγών στον κόσμο. Η εταιρεία ανακοίνωσε επίσης μια επένδυση 20$ δισ. στην Αριζόνα.
Η Samsung σχεδιάζει να δαπανήσει 17$ δισ. σε ένα εργοστάσιο τσιπ στο Τέξας. Και η TSMC ξοδεύει 12$ δισ. στην Αριζόνα, διότι πρέπει και αυτή να διαφοροποιήσει την αλυσίδα εφοδιασμού της. Η Micron θα επενδύσει 40$ δισ. στο Τέξας. Η Semiconductors έχει δεσμεύσει 720$ εκατομμύρια για να αναλάβει και να επεκτείνει ένα εργοστάσιο GlobalFoundries. Και η GlobalFoundries -ένας μικρότερος ανταγωνιστής της TSMC- θέλει να επενδύσει δισεκατομμύρια για μια νέα εγκατάσταση στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Με περισσότερα από 200$ δισ. σε δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για την κατασκευή νέων ημιαγωγών στις ΗΠΑ, και τις επιδοτήσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αναμένεται ο απόλυτος μετασχηματισμός του κλάδου των ημιαγωγών.
*Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης