Η σύνοδος της G7 που ξεκινά σήμερα στη Βρετανία χαρακτηρίζεται κρίσιμη από διάφορες οπτικές γωνίες.
Κι αυτό γιατί ο Τζο Μπάιντεν και οι λοιποί ηγέτες της ομάδας των επτά πιο ανεπτυγμένων χωρών, αντιμέτωποι καθώς είναι με εύθραυστες ισορροπίες επί σειράς παγκόσμιων ζητημάτων, καλούνται να λάβουν σημαντικές αποφάσεις σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν την ηγεμονία της Δύσης στη διεθνή σκηνή απέναντι στην ισχύ της Κίνας και την αυτοπεποίθηση της Ρωσίας.
Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο -μετά την παρένθεση Τραμπ - τα βιομηχανικά κράτη της Δύσης να καταφέρουν στη σύνοδο αυτή να κάνουν μια νέα αρχή στις διατλαντικές σχέσεις και να αποκαταστήσουν τη συνοχή του μετώπου, αφού μόνον έτσι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες προκλήσεις, που ανοίγονται μπροστά τους και να δείξουν σε αυταρχικά καθεστώτα – αλλά και σε τμήματα των δικών τους εκλογικών σωμάτων – ότι η δημοκρατία είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή διακυβέρνησης.
Mάχη για το μέλλον των φιλελεύθερων δημοκρατιών
Το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι από τα βασικότερα ζητήματα, αφού στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης η σύνδεση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής είναι αδιάκοπη και μια ανατροπή της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, στην οποία ασκείται έντονη πίεση από Μόσχα και Πεκίνο, θα συνιστούσε υπαρξιακή πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Αυτό φαίνεται κι από τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαπενταετίας καθώς από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η δεξαμενή σκέψης Freedom House έχει καταγράψει μια συνεχή μείωση του αριθμού των «ελεύθερων κρατών» (από 89 το 2005 σε 82 το 2020) και μια αντίστοιχή αύξηση των «ανελεύθερων» κρατών (από 45 σε 54). Ομοίως και ο Bertelsmann Transformation Index, που αναλύει και συγκρίνει τις διαδικασίες μετασχηματισμού προς τη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς σε 137 χώρες συμπέρανε στην πιο πρόσφατη έκθεσή του ότι η ποιότητα της δημοκρατικής τάξης και διακυβέρνησης έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 14 χρόνια.
Ταυτόχρονα οι ηγέτες των μελών της G7 καλούνται να διασφαλίσουν σε συνεργασία με ανταγωνιστικά καθεστώτα όπως η Κίνα, την προστασία του περιβάλλοντος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, αν υλοποιηθούν στη σύνοδο όλα όσα υπόσχονται οι προπαρασκευαστικές της διεργασίες, η Δύση μάλλον δεν θα πρέπει να φοβάται.
Μια καλή αρχή από τους υπουργούς Οικονομικών της G7
Την αρχή έκαναν προ ημερών οι υπουργοί Οικονομικών της G7 με την ιστορική τους απόφαση για την επιβολή την επιβολή ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου 15% ανά χώρα. Στο μέλλον οι επιχειρήσεις θα δίνουν ένα μέρος των κερδών τους στα κράτη, αντί να φοροδιαφεύγουν καταθέτοντάς τα σε φορολογικές οάσεις. Και με τα πρόσθετα κονδύλια θα μπορούν τα κράτη να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες τους, βήμα που καθιστά κάπως δικαιότερο τον κόσμο που ζούμε.
Μένει, βέβαια, να αποδειχθεί τις επόμενες εβδομάδες τι θα καταφέρουν να εφαρμόσουν τα βιομηχανικά κράτη της Δύσης, αφού στη συμφωνία θα πρέπει να συναινέσουν κι άλλες χώρες στη σύνοδο της G20. Αλλά ακόμη κι αν το εγχείρημα αποδυναμωθεί με συμβιβασμούς, η αρχή έχει γίνει. Επιπρόσθετα το θέμα συνδέεται με μια πολιτική συζήτηση, που αποβλέπει στην επίτευξη δικαιότερης κατανομής του πλούτου, όπως π.χ. στις ΗΠΑ, ειδικά μετά την αποκάλυψη προ ημερών ότι πολλοί δισεκατομμυριούχοι πληρώνουν «ψίχουλα» για φόρους.
Ώθηση από τη G7 στα σχέδια του Μπάιντεν για δικαιότερη φορολογική πολιτική
Η δικαιότερη κατανομή του πλούτου είναι ένας από τους σημαντικότερους στόχους του Τζο Μπάιντεν, η κυβέρνηση του οποίου άνοιξε το δρόμο για την επιβολή του παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου, αφού με τα πακέτα ύψους αρκετών δισ. δολαρίων, όχι μόνον δίνει νέα ώθηση στην οικονομία που επλήγη σφοδρά από την πανδημία, όχι μόνον θα βελτιώσει τις υποδομές (δρόμους, γέφυρες κτλ), αλλά βοηθά και πολλούς πολίτες. Ο Μπάιντεν επενδύει στην κοινωνική γαλήνη και ελπίζει να συνενώσει έτσι τη διχασμένη Αμερική. Αν το πετύχει η αμερικανική δημοκρατία θα γίνει ελκυστικότερη για το εκλογικό σώμα σε σύγκριση με το δεξιό λαϊκισμό του Τραμπ.
Αλλά ο Μπάιντεν δεν αρκείται μόνον σ’ αυτά. Θέλει με τη δράση του να ξεχαστεί η καταστροφική πολιτική του προκατόχου του και να αναλάβουν και πάλι οι ΗΠΑ τον ηγεμονικό τους ρόλο, γι’ αυτό και δίνει έμφαση στην πολυμέρεια, δηλαδή τη συνεργασία με άλλα κράτη. Και για να πετύχει τους στόχους θα χρειαστεί την εποικοδομητική συνεργασία κυρίως των Ευρωπαίων, αλλά και άλλων δημοκρατικών κρατών. Γι’ αυτό και δίνει νέα πνοή στη G7, γι’ αυτό και το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό τον έφερε στην Ευρώπη, όπου μετά τη σύνοδο των επτά πιο ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη, θα μετάσχει και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ και θα συναντηθεί με την ηγεσία της ΕΕ, πριν το κρίσιμο ραντεβού με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ζυρίχη.
Σύνοδος G7: Επιχείρηση αποκατάστασης των διατλαντικών δεσμών
Κι ο Μπάιντεν δεν μένει στα λόγια. Σε μια κίνηση για την ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών, που συνιστά παράλληλα χειρονομία καλής θέλησης προς τη Γερμανία, ήρε τον περασμένο μήνα τις αμερικανικές κυρώσεις στη διαχειρίστρια εταιρεία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 και στον διευθύνοντα σύμβουλο της. Αλλά δεν πήγε στη σύνοδο της G7 μόνον με δώρα, αφού περιμένει τόσο από τη Γερμανία όσο και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη τη σύμπηξη ισχυρότερου μετώπου απ’ ό,τι ως τώρα έναντι της Κίνας και τη χάραξη κοινής στρατηγικής έναντι της Ρωσίας. Περιμένει λοιπόν μια πιο ισχυρή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Κι η Ευρώπη, σημειώνουν αναλυτές, καλείται να συνεργαστεί, χωρίς ωστόσο να υιοθετήσει πλήρως την αμερικανική γραμμή, χρησιμοποιώντας π.χ. το περιθώριο ελιγμών έναντι της Κίνας για να ωθήσει το Πεκίνο σε υποχωρήσεις σε τομείς όπως επί παραδείγματι τα πνευματικά δικαιώματα και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι η συνεργασία ΗΠΑ-Ευρώπης θα θυμίζει λίγο τον «καλό» και τον «κακό μπάτσο» των αστυνομικών θρίλερ.
Σύνοδος G7: Συνεργασία για το κλίμα
Παρ’ όλες τις διαφορές, ωστόσο, μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, Κίνας και άλλων κρατών, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί τη συνεργασία όλων. ΕΕ, ΗΠΑ και πολλές χώρες όπως η Κίνα και η Ιαπωνία έχουν σηκώσει τον πήχη των επιδιωκόμενων στόχων για περιορισμό περιορισμό των εκπομπών ρύπων, δημιουργώντας ελπίδες.
Αλλά τα λόγια θα πρέπει να ακολουθήσουν πράξεις, αφού τα ελπιδοφόρα σχέδια και τα ευχολόγια δεν θα αρκέσουν ότι για την προστασία του κλίματος, ούτε για να γίνει ελκυστικότερο το μοντέλο των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Το βασικό ερώτημα, ως εκ τούτου, στην Κορνουάλη είναι κατά πόσον οι G7 θα μπορέσουν να βρουν κι άλλες πρακτικές πρωτοβουλίες πέραν των σλόγκαν περί εμβολιασμού του κόσμου, των καθαρά μηδενικών εκπομπών ρύπων και του «ελεύθερου και δίκαιου εμπορίου», ώστε να αναζωογονήσουν την ιδέα πώς η Δύση μπορεί σε μια συμμαχία με άλλες δημοκρατίες στην Ασία και ανά την υφήλιο να παρέχει παγκόσμια ηγεσία στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα.