Τουλάχιστον 4 στρατιωτικοί σκοτώθηκαν και άλλοι 3 τραυματίστηκαν σε επιθέσεις στη βορειοδυτική Κολομβία, οι οποίες διαπράχθηκαν «ως αντίποινα» για τη σύλληψη του βαρόνου των ναρκωτικών Ντάιρο Αντόνιο Ούσουγα, γνωστού με το ψευδώνυμο «Οτονιέλ», ανακοίνωσαν οι ένοπλες δυνάμεις.
Η πρώτη επίθεση, που διαπράχθηκε τη νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη, «σε αντίποινα για τη σύλληψη του πλέον καταζητούμενου από τις παγκόσμιες και τις κολομβιανές αρχές διακινητή ναρκωτικών», είχε αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις στρατιωτικοί και να τραυματιστούν άλλοι τρεις, δήλωσε σε τοπικό ραδιοφωνικό δίκτυο ο στρατηγός Χουβενάλ Δίας.
Οι δράστες πυροδότησαν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς καθώς περνούσαν στρατιωτικά οχήματα και κατόπιν άνοιξαν πυρ, διευκρίνισε.
Σε ανακοίνωσή του, ο κολομβιανός στρατός ανακοίνωσε χθες Τρίτη τον θάνατο ακόμη ενός στρατιώτη στην Ιτουάνγκο, κοινότητα στον ίδιο νομό, την Αντιόκια.
«Στρατιωτική μονάδα παρενοχλήθηκε από μέλη της ίδιας ένοπλης οργάνωσης, που τραυμάτισαν έναν στρατιώτη μας» με αποτέλεσμα ο τελευταίος «δυστυχώς να αποβιώσει», ανέφερε.
Ο Οτονιέλ, 50 ετών, αρχηγός του καρτέλ των ναρκωτικών Clan del Golfo, συνελήφθη στο Σάββατο στη Νεκοκλί, στην Αντιόκια, κατά τη διάρκεια ευρείας κλίμακας, κοινής επιχείρησης της αστυνομίας και του στρατού σε ζούγκλα της βορειοδυτικής Κολομβίας. Στην επιχείρηση πήραν μέρος πάνω από 500 αστυνομικοί και στρατιωτικοί με την υποστήριξη σχεδόν είκοσι ελικοπτέρων. Ένας αστυνομικός σκοτώθηκε στην επιχείρηση, που διεξήχθη σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με τον Παναμά.
«Οχυρά»
Ο πιο καταζητούμενος διακινητής ναρκωτικών στη χώρα που κατατάσσεται πρώτη παγκοσμίως στην παραγωγή κοκαΐνης, για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του οποίου οι ΗΠΑ προσέφεραν αμοιβή 5 εκατομμυρίων δολαρίων, ο Οτονιέλ, είναι επί του παρόντος προφυλακισμένος στην Μπογοτά.
Καθώς του έχει ασκηθεί δίωξη από την αμερικανική δικαιοσύνη από το 2009, έχει κινηθεί διαδικασία έκδοσής του στις ΗΠΑ προκειμένου να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου της Νέας Υόρκης.
«Απορρίπτουμε και καταδικάζουμε την άνανδρη δολοφονία τριών ανδρών του κολομβιανού στρατού ενώ εκτελούσαν αποστολή επιτήρησης» στην Αντιόκια, ήταν η αντίδραση του κολομβιανού προέδρου Ιβάν Ντούκε μέσω Twitter.
«Αυτοί οι εγκληματίες και διακινητές ναρκωτικών που επιτίθενται στις δυνάμεις ασφαλείας μας θα διωχθούν και θα οδηγηθούν ενώπιον της δικαιοσύνης», πρόσθεσε ο αρχηγός του κράτους, ο οποίος ανήκει στη λεγόμενη σκληρή δεξιά.
Ο στρατηγός Δίας εκτίμησε ότι τα «οχυρά» του εγκληματικού δικτύου που διηύθυνε ο Οτονιέλ συνεχίζουν να λειτουργούν, παρά τη σύλληψή του.
«Όλες οι ενδείξεις μας δείχνουν πως αυτοί οι κακοποιοί θα ανταποδώσουν το χτύπημα», προειδοποίησε ο ίδιος ανώτερος αξιωματικός.
Η Clan del Golfo, που σχημάτισαν ακροδεξιοί παραστρατιωτικοί οι οποίοι έσπερναν τον τρόμο τη δεκαετία του 1990, όταν πολεμούσαν τους αντάρτες παρατάξεων της άκρας αριστεράς, εκτιμάται πως διαθέτει από 1.600 ως 1.700 πολεμιστές και είναι παρούσα σε σχεδόν 300 κοινότητες (από τις 1.100), σύμφωνα με την έκθεση του κολομβιανού κέντρου ερευνών Ινστιτούτο Μελετών για την Ανάπτυξη και την Ειρήνη (Instituto de Estudios para el Desarrollo y la Paz, INDEPAZ) για το 2020, που δόθηκε στη δημοσιότητα πρόσφατα.
Χθες Τρίτη ωστόσο η κυβέρνηση ανέφερε πως οι μαχητές και οι συμπαθούντες της Κλαν είναι κάπου 3.800.
Η οργάνωση ελέγχει οδούς εξαγωγής ναρκωτικών προς την κεντρική Αμερική, τομέα-κλειδί στη διακίνηση κοκαΐνης προς τις ΗΠΑ, τη χώρα όπου καταναλώνονται οι μεγαλύτερες ποσότητες της ουσίας αυτής.
Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας, η συμμορία ελέγχει περί το 30% της παραγωγής κοκαΐνης στο κράτος των Άνδεων.
«Αυτό είναι το σημαντικότερο πλήγμα αυτού του αιώνα στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών στη χώρα μας (...), που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ», ανέφερε με ικανοποίηση ο συντηρητικός πρόεδρος Ντούκε.
Τις πέντε δεκαετίες του λεγόμενου πολέμου κατά των ναρκωτικών με την υποστήριξη των ΗΠΑ, οι αρχές της Κολομβίας έχουν σκοτώσει ή συλλάβει αρκετούς βαρόνους των ναρκωτικών, με γνωστότερο τον Πάμπλο Εσκομπάρ, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε επιχείρηση των δυνάμεων επιβολής της τάξης το 1993. Την εποχή της παντοδυναμίας του, ο Εσκομπάρ είχε φθάσει να ελέγχει ως ακόμη και το 80% της εμπορίας κοκαΐνης.