Τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ οδηγήθηκαν σε ταπεινωτική ήττα στο Αφγανιστάν με αποτέλεσμα να επιστρέψουν οι Ταλιμπάν στην εξουσία, επιχειρεί να εξηγήσει ο Χένρι Κίσινγκερ.
Ο 98χρονος πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και ΥΠΕΞ των ΗΠΑ επί Ρίτσαρντ Νίξον, σε άρθρο του στον Economist, υποστηρίζει ότι ήταν εξαρχής ανέφικτος ο στόχος μετατροπής του Αφγανιστάν σε μια σύγχρονη δημοκρατία, αλλά οι ΗΠΑ θα μπορούσαν με δημιουργική διπλωματία και ισχύ να αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη της τρομοκρατίας.
Ο Κίσινγκερ χαρακτηρίζει εσφαλμένη την απόφαση της ηγεσίας των ΗΠΑ να αποχωρήσει εσπευσμένα από το Αφγανιστάν, μια απόφαση που πάρθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προειδοποιήσεις ειδικών, αλλά και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους συμμάχους ή εκείνους που εμπλέκονταν άμεσα στα 20 χρόνια θυσιών, ενώ θεωρεί λάθος ότι οι βασικές προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε η Αμερική στο Αφγανιστάν εκλήφθηκαν εξ’ αρχής και παρουσιάστηκαν λάθος στην κοινή γνώμη ως μια επιλογή μεταξύ του πλήρους ελέγχου της χώρας ή της ολοκληρωτικής αποχώρησης απ’ αυτήν.
Τα λάθη στρατηγικής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν
«Όταν οι ΗΠΑ ρισκάρουν τις ζωές των στρατιωτών τους, διακυβεύουν το κύρος τους και εμπλέκουν άλλες χώρες, θα πρέπει να το κάνουν στη βάση ενός συνδυασμού στρατηγικών και πολιτικών στόχων. Στρατηγικών υπό την έννοια ότι θα πρέπει να καταστούν σαφείς οι καταστάσεις για τις οποίες μαχόμαστε και πολιτικές υπό την έννοια ότι θα πρέπει να καθορίζεται το πλαίσιο διακυβέρνησης ώστε να είναι βιώσιμο το αποτέλεσμα τόσο εντός της χώρας όσο και διεθνώς. Οι ΗΠΑ απέτυχαν στις προσπάθειες καταστολής του αντάρτικου λόγω της ανικανότητάς τους να καθορίσουν επιτεύξιμους στόχους και να τους συνδέσουν με τρόπο που να είναι βιώσιμος στην αμερικανική πολιτική διαδικασία. Οι στρατιωτικοί στόχοι ήταν πολύ απόλυτοι και ανέφικτοι και οι πολιτικοί πολύ αφηρημένοι και άπιαστοι. Η αποτυχία σύνδεσής τους ενέπλεξε τις ΗΠΑ σε συρράξεις χωρίς καθορίσιμα τερματικά σημεία και τις οδήγησαν στο εσωτερικό μέτωπο σε διάλυση του ενιαίου στόχου σ’ ένα τέλμα εσωτερικών διενέξεων», γράφει ο Κίσινγκερ.
Θυμίζει δε ότι όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, υπήρχε μεγάλη υποστήριξη από την κοινή γνώμη στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 από την Αλ Κάιντα. Η στρατιωτική επιχείρηση σημείωσε αρχικά μεγάλη επιτυχία εκδιώκοντας τους Ταλιμπάν, που αναζήτησαν καταφύγιο σε περιοχές του Πακιστάν, απ’ όπου εξαπέλυαν επιθέσεις στο Αφγανιστάν. Αλλά, όπως υποστηρίζει ο Κίσινγκερ, οι ΗΠΑ έχασαν στη συνέχεια τη στρατηγική τους εστίαση πιστεύοντας ότι μόνον με τη μεταμόρφωση του Αφγανιστάν σ’ ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς και κυβέρνηση που θα κυβερνούσε βάσει συντάγματος θα μπορούσε να αποτραπεί η ανασύσταση τρομοκρατικών βάσεων στη χώρα. Αλλά το μακρύ χρονοδιάγραμμα ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν ασύμβατο με τις αμερικανικές πολιτικές διαδικασίες.
Ουτοπία ο εκδημοκρατισμός του Αφγανιστάν
«Το Αφγανιστάν ουδέποτε υπήρξε σύγχρονο κράτος. H κρατική υπόσταση προϋποθέτει μια αίσθηση κοινής ευθύνης και τη συγκέντρωση της εξουσίας, πράγματα που απουσιάζουν στο Αφγανιστάν. Η οικοδόμηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους στο Αφγανιστάν, με τις εντολές της κυβέρνησης να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα συνεπάγεται ένα χρονικό πλαίσιο πολλών ετών, στην πραγματικότητα δεκαετιών. Κι αυτό αντιβαίνει στη γεωγραφική και εθνοθρησκευτική ουσία της χώρας. Αυτή ακριβώς η πολυδιάσπαση, το απροσπέλαστο εδαφών και η απουσία κεντρικής αρχικής στο Αφγανιστάν ήταν που το είχε καταστήσει εξ’ αρχής ελκυστική βάση για τρομοκρατικά δίκτυα», αναφέρει ο βετεράνος Αμερικανός πολιτικός.
Και στηρίζει την άποψή του με μια ιστορική αναδρομή σημειώνοντας ότι «μολονότι μπορεί να χρονολογηθεί από τον 18ο αι. μια ξεχωριστή αφγανική οντότητα, οι συνιστώντες λαοί της αντιστέκονταν πάντα λυσσαλέα στον συγκεντρωτισμό. Η πολιτική και ιδιαίτερα η στρατιωτική ενοποίηση στο Αφγανιστάν έχει προχωρήσει με βάση εθνοτικές και φυλετικές γραμμές σε μια βασικά φεουδαρχική δομή, όπου οι αποφασιστικοί παράγοντες που κινούν τα νήματα της εξουσίας είναι εκείνοι που οργανώνουν τις αμυντικές δυνάμεις των φυλών. Συνήθως σε λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ τους, αυτοί οι πολέμαρχοι ενώνονται σε ευρείς συνασπισμούς κυρίως όταν κάποια εξωτερική δύναμη – όπως οι Βρετανοί με την εισβολή τους το 1839 και οι σοβιετικές δυνάμεις το 1979 – προσπαθούν να επιβάλλουν τον συγκεντρωτισμό και τη συνοχή». Ο Κίσινγκερ θυμίζει ότι μια τέτοια προσωρινή κινητοποίηση των φυλών ήταν που επέφερε την άτακτη υποχώρηση των Βρετανών από την Καμπούλ το 1842 αλλά και των Σοβιετικών το 1989.
Συν τω χρόνω η υποστήριξη της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ στον πόλεμο στο Αφγανιστάν εξασθένησε. Και ναι μεν καταστράφηκαν οι βάσεις των Ταλιμπάν αλλά η οικοδόμηση του έθνους απορρόφησε μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις με την απειλή των Ταλιμπάν να περιορίζεται, αλλά να μην εξαλείφεται οριστικά και με την εισαγωγή ανοίκειων στη χώρα μορφών διακυβέρνησης να εξασθενεί η πολιτική δέσμευση και να επιτείνεται η ενδημική διαφθορά. Η έλλειψη ορατών αποτελεσμάτων οδήγησε σταδιακά σε αντιπαραθέσεις στην Ουάσιγκτον μεταξύ της αντι-αντάρτικης και της πολιτικής πλευράς στη διάρκεια διαδοχικών κυβερνήσεων Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών.
Αγνοήθηκαν οι εναλλακτικές των επιτεύξιμων στόχων
Ο Κίσινγκερ σημειώνει ότι η αμερικανική ηγεσία αγνόησε μια εναλλακτική που θα συνδύαζε επιτεύξιμους στόχους με τον περιορισμό και όχι την καταστροφή των Ταλιμπάν από τη μία και μια πολιτικο – διπλωματική στρατηγική, που θα μπορούσε να εστιάσει στην ανησυχία των γειτονικών χωρών του Αφγανιστάν για τις τρομοκρατικές δυνατότητές του. «Θα ήταν εφικτός ο συντονισμός κάποιων κοινών προσπαθειών καταστολής του αντάρτικου; Η αλήθεια είναι ότι Ινδία, Κίνα, Ρωσία και Πακιστάν έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα. Μια δημιουργική διπλωματία ίσως να είχε φιλτράρει κάποια κοινά μέτρα για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν. Μ’ αυτή τη στρατηγική υπερασπίστηκε επί έναν αιώνα η Βρετανία τις χερσαίες προσβάσεις προς την Ινδία σε όλη τη Μέση Ανατολή χωρίς να διαθέτει μόνιμες βάσεις αλλά μονίμως έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της μαζί με ad hoc περιφερειακούς υποστηρικτές», γράφει.
Αλλά, όπως τονίζει, η εναλλακτική αυτή ουδέποτε εξερευνήθηκε με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να εγκαταλείψουν άνευ όρων το Αφγανιστάν. Ωστόσο, όπως καταλήγει, η Αμερική «δεν μπορεί, λόγω των δυνατοτήτων και των ιστορικών αξιών της να πάψει να είναι βασικό συστατικό στοιχείο της διεθνούς τάξης, δεν μπορεί να το αποφύγει με την αποχώρηση. Θα παραμείνει παγκόσμια πρόκληση ο τρόπος καταπολέμησης, περιορισμού και αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, που ενισχύεται και υποστηρίζεται από χώρες με ολοένα και πιο εξελιγμένη τεχνολογία. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από εθνικά στρατηγικά συμφέροντα μαζί με την όποια διεθνή δομή θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε με την αντίστοιχη διπλωματία».