Παρά την αποστροφή των δυτικών συνομιλητών του για τις εκβιαστικές μεθόδους του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σημειώνει πρόοδο επί σειράς θεμάτων, σχολιάζει ο Guardian.
Από την αυστηρότερη καταστολή των Κούρδων στη Σουηδία μέχρι το «Ναι» του Μπάιντεν και την άρση του de facto βέτο του Κογκρέσου των ΗΠΑ αναφορικά με την πώληση αμερικανικών μαχητικών F-16 στην Τουρκία και τις φιλοδοξίες της Άγκυρας για ταξίδια των Τούρκων χωρίς βίζα στην ΕΕ ο Ερντογάν σημείωσε, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, πρόοδο και στα τρία αυτά μέτωπα και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να ορίσει συγκεκριμένη προθεσμία ως προς την επικύρωση από την τουρκική Εθνοσυνέλευση του αιτήματος της Σουηδίας για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Για τον διευθυντή των γραφείων του German Marshall Fund στην Άγκυρα, Οζγκούρ Ουνλουχισαρτζικλί, «μετά τις εκλογές ο Ερντογάν επιδιώκει πιο θετικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, θέλει να τον αποδεχθούν. Πάρτε για παράδειγμα τα λόγια του για να ανοίξει ο δρόμος για την ΕΕ. Τίποτε δεν θα γίνει ως προς αυτό και το γνωρίζει. Αλλά αυτό που θέλει να πει είναι "μην με αποκλείετε"».
Τι κέρδισε ο Ερντογάν από Σουηδία και ΝΑΤΟ
Στην ανάλυσή της η βρετανική εφημερίδα σημειώνει ότι «κάθε μελετητής των μεθόδων διαπραγμάτευσης του Ερντογάν γνωρίζει ότι ο Τούρκος πρόεδρος είναι ο μάστορας της μόχλευσης, περιμένοντας μέχρι να βρεθεί ο συνομιλητής του στην πιο αδύναμη θέση προτού κάνει την τελική του κίνηση (…) Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν αναμενόμενη η αναβολή της έγκρισης ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ εκ μέρους της Τουρκίας μέχρι την παραμονή της συνόδου κορυφής στο Βίλνιους αυτή την εβδομάδα.
Και
μολονότι δεν έχουν μπει όλα τα κομμάτια
του παζλ στη θέση τους «η Σουηδία
έχει τροποποιήσει το σύνταγμά της,
άλλαξε τη νομοθεσία της, επέκτεινε
σημαντικά την αντιτρομοκρατική της
συνεργασία κατά του PKK και έχει επαναλάβει
τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία.
Συμφώνησε επίσης να παρουσιάσει
έναν οδικό χάρτη “ως βάση για τη συνέχιση
του αγώνα της κατά της τρομοκρατίας σε
όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της”
και επανέλαβε ότι δεν θα παράσχει
υποστήριξη στις κουρδικές πολιτοφυλακές
YPG/PYD στη Συρία.
Η Σουηδία του Ούλφ Κρίστερσον επανέλαβε επίσης - μια λέξη που αποσκοπεί να δείξει ότι δεν έχει γίνει καμία νέα παραχώρηση - ότι δεν θα παράσχει υποστήριξη σε αυτό που η Τουρκία περιγράφει ως τρομοκρατική οργάνωση FETO.
Το ΝΑΤΟ συμφώνησε επίσης να δημιουργήσει θέση συντονιστή για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα σουηδικά δικαστήρια γίνονται πιο αυστηρά με τους Σουηδούς Κούρδους που παραβιάζουν το νόμο.
Τα F-16
Αναφορικά με την έτερη μεγάλη επιθυμία του Ερντογάν, την προμήθεια των αμερικανικών F-16 «ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Γιασάρ Γκιουλέρ, μίλησε από τηλεφώνου αργά τη Δευτέρα με τον Αμερικανό ομόλογό του, Λόιντ Όστιν.
Σε μια εγκωμιαστική ανακοίνωση, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανέφερε ότι οι δυο τους “εξήραν τη μακρά ιστορία της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας και επικρότησαν τη συνεχιζόμενη στενή συνεργασία μας. Συζήτησαν επίσης τις θετικές συνομιλίες μεταξύ της Τουρκίας, της Σουηδίας και του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ [Γενς] Στόλτενμπεργκ, καθώς και την υποστήριξη του υπουργείου Άμυνας [των ΗΠΑ] για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Τουρκίας”».
Η στάση του γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ
Ακόμη σημαντικότερο κατά τον Guardian, είναι ότι «ο Μπομπ Μενέντεζ, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και μεγάλος φίλος της Ελλάδας, δήλωσε ότι θα αποφασίσει εντός της εβδομάδας αν θα άρει το βέτο του για τα F-16 και παρατήρησε ότι πρόσφατα υπήρξε μια ανάπαυλα στην τουρκική επιθετικότητα προς την Ελλάδα και ευχήθηκε ότι αυτό είναι “μια μόνιμη πραγματικότητα”.
Ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ αποκάλυψε ότι η ύψους έξι δισεκατομμυρίων δολαρίων συμφωνία, η οποία έχει καθυστερήσει από το 2021, θα περιλαμβάνει την πώληση 40 αεροσκαφών καθώς και κιτ εκσυγχρονισμού για 79 πολεμικά αεροσκάφη, που βρίσκονται ήδη στο απόθεμα της διοίκησης των τουρκικών αεροπορικών δυνάμεων.
«Τα F-16 ίσως να μην έρθουν άμεσα, αλλά πιθανώς δόθηκαν ισχυρές διαβεβαιώσεις ότι κάποια στιγμή θα παραδοθούν», σχολίασε η δημοσιογράφος Ασλί Αϊντιντασμπάς σε άρθρο της στην Washington Post.
Τουρκία και ΕΕ
Αναφορικά με το θέμα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ «δεν είναι σαφές κατά πόσον ο Ερντογάν σημείωσε και τόση πρόοδο, αλλά στην πραγματικότητα ο Τούρκος πρόεδρος γνώριζε ότι αυτό το θέμα δεν μπορούσε να προχωρήσει. Πιθανότερο είναι να λαχταρά μια επαναδιαπραγματευόμενη συμφωνία για την τελωνειακή ένωση και ταξίδια [Τούρκων πολιτών] χωρίς βίζα [στην ΕΕ].Με την ακροδεξιά να προελαύνει στην Ισπανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Σκανδιναβία, η πολιτική αντίσταση σε τέτοιες συμφωνίες θα είναι σχεδόν ολοκληρωτική.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ χαιρέτισε διπλωματικά μια «καλή συνάντηση» με τον Ερντογάν, προσθέτοντας με μη δεσμευτικό τρόπο ότι “διερεύνησαν τις μελλοντικές ευκαιρίες για να επαναφέρουμε τη συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας στο προσκήνιο και να αναζωογονήσουμε τις σχέσεις μας”», γράφει ο Guardian.
Παρατηρητές στην Ευρώπη υποστηρίζουν ότι για σημαντική αναβίωση των σχέσεων της Τουρκίας του Ερντογάν με την ΕΕ με ενταξιακή προοπτική θα πρέπει πρώτα η Άγκυρα να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Συμβούλιο της Ευρώπης, του οποίου είναι μεν μέλος, αλλά δεν έχει εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ για την άμεση αποφυλάκιση του φυλακισμένου επιχειρηματία ακτιβιστή και φιλάνθρωπου Οσμάν Καβαλά και του επίσης φυλακισμένου Κούρδου ηγέτη Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Αν δεν υπάρξει πρόοδος στο θέμα του Καβαλά, το Συμβούλιο της Ευρώπης θα ξεκινήσει το φθινόπωρο τη συζήτηση για πιθανές κυρώσεις στην Άγκυρα, που θα χρειαστεί πολλά περισσότερα από την έγκριση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ για να αναβιώσει η ενταξιακή της προοπτική, σχολιάζει από την πλευρά της η Deutsche Welle.
Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο Guardian, δεδομένου του βραβείου που κέρδισε ο Ερντογάν, η αποστροφή πολλών στο ΝΑΤΟ για τις μεθόδους του και τον συναλλακτικό του χαρακτήρα στο ΝΑΤΟ «είναι ασήμαντη. Και στη Σουηδία θα υπάρξει αγαλλίαση. Μια έρευνα του Pew Research Center σε 24 χώρες που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα έδειξε ότι η στάση της Σουηδίας απέναντι στη Ρωσία είναι μια κατηγορία από μόνη της. Το εκπληκτικό ποσοστό του 98% των πολιτών έχει αρνητική άποψη για τη Ρωσία, το 78% έχει θετική άποψη για το ΝΑΤΟ, ενώ το 92% δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Βλαντιμίρ Πούτιν στις παγκόσμιες υποθέσεις».