Την αλλόκοτη σχέση της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να αναλύσει ο Economist σημειώνοντας ότι αντίθετα με τη Δύση οι ηγέτες των δύο αυτών χωρών στηρίζονται στην ετοιμότητα χρήσης της στρατιωτικής τους δύναμης κι όχι στο μέγεθός της.
Αν και η Ρωσία κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι προσπάθησε να ανατρέψει τον Πούτιν, εμφάνισε τον Αλεξέι Ναβάλνι ως πράκτορα των ΗΠΑ και χαρακτήρισε «αναξιόπιστο εταίρο» την ΕΕ για την κριτική της στη Μόσχα για την δηλητηρίαση και φυλάκιση του σφοδρού επικριτή του Κρεμλίνου, η Τουρκία, αν και μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ απέφυγε να εξαπολύσει βέλη για την κακομεταχείριση του Ναβάλνι ή τη σύλληψη χιλιάδων οπαδών του. Κι η σιωπή του Ερντογάν «είναι απόδειξη της αξιοσημείωτης συμφωνίας που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο αυταρχικών ηγετών, μιας απίθανης σχέσης. Βαθιές ιστορικές αντιπαλότητες χωρίζουν τη Ρωσία και την Τουρκία, τα συμφέροντά τους συγκρούονται, ενίοτε βίαια, σε πολλούς τομείς. Όμως οι δύο άνδρες έχουν ένα κοινό δέσιμο με τη σκληρή εξουσία, που αναμορφώνει την περιφερειακή πολιτική και εγείρει αλλόκοτα προβλήματα για τους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας», αναφέρει το έγκυρο βρετανικό περιοδικό.
Μολονότι Ρωσία και Τουρκία έχουν αντιπαραταχθεί πολλές φορές στα πεδία των μαχών, κι έχουν βρεθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα, όπως πρόσφατα στους εμφυλίους στη Λιβύη και τη Συρία, αλλά και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ στο νότιο Καύκασο, οι δύο χώρες έχουν καλλιεργήσει μια τέτοια σχέση συνεργασίας που ο Πούτιν – ακόμη και την ώρα που τα τουρκικά drone σφυροκοπούσαν τα ρωσικά τανκ, που χρησιμοποιούσαν οι Αρμένιοι- έπλεκε τον Οκτώβριο το εγκώμιο του Ερντογάν ως εταίρου με τον οποίο «όχι μόνον είναι ευχάριστο, αλλά και ασφαλές» να συνεργάζεται. Η συμφωνία για την εκεχειρία στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που εξασφαλίζει την επιρροή Ρωσίας και Τουρκίας στην περιοχή «αντιπροσωπεύει μια από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις από τα τέλη του Ψυχρού Πολέμου (…) αλλά μεταφέρει κι ένα μήνυμα για τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος και την πραγματικότητα ενός πολυπολικού κόσμου. “Αμφότεροι αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι η ισορροπία δυνάμεων που μετρά, αλλά η ετοιμότητα χρήσης τους”, λέει ο επικεφαλής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, Αντρέι Κορτούνοφ», παραπέμποντας στο παράδειγμα των ΗΠΑ, που αν και υπέρτερες στρατιωτικά δίστασαν να παρέμβουν δυναμικά στη Συρία, επιτρέποντας σε Ρωσία και Τουρκία να κάνουν παιχνίδι.
Πώς καλλιεργήθηκε η «παράδοξη» σχέση Πούτιν - Ερντογάν
Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση του Economist η Ρωσία κι η Τουρκία έχουν συνεργαστεί και στο παρελθόν για να μειώσουν την επιρροή των δυτικών δυνάμεων, όπως στον απόηχο της κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της επανάστασης των μπολσεβίκων, όταν ο Λένιν εφοδίασε τον Κεμάλ Ατατούρκ με όπλα για να πολεμήσει κατά των Ελλήνων και των Βρετανών, με αντάλλαγμα να επιτρέψει η Τουρκία στους μπολσεβίκους να πάρουν τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αζερμπαϊτζάν και να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους στο νότιο Κάυκασο.
Παράλληλα σημειώνεται ότι ο Πούτιν προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την Τουρκία ως σφήνα στο ΝΑΤΟ στην κόντρα του με τη Δύση, την ώρα που ο Ερντογάν προσπαθεί να προβάλει την ισχύ της χώρας του στις πρώην σφαίρες επιρροής της. Η θέρμη των σχέσεων των δύο χωρών είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη, γράφει ο Economist, δεδομένου ότι η Τουρκία είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που έχει συγκρουστεί στρατιωτικά τα τελευταία χρόνια με τη Ρωσία. Το 2015 κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό στα σύνορα με τη Συρία, που οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων από τη Μόσχα στην Άγκυρα. Αλλά το κλίμα άρχισε να βελτιώνεται το καλοκαίρι του 2016 όταν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία ο Πούτιν έσπευσε – σε αντίθεση με τους περισσότερους δυτικούς ηγέτες – να εκφράσει την αλληλεγγύη του στον Ερντογάν, ο οποίος πήγε στη Ρωσία και υπέγραψε μια συμφωνία για την κατασκευή αγωγού αερίου και συμφώνησε στην επανέναρξη της κατασκευής από τη Μόσχα πυρηνικού εργοστασίου στη χώρα του. Η κρίση με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού ήταν το σημείο καμπής στον τρόπο που αντιμετώπιζε η Τουρκία τη Ρσία, λέει ο Εμρέ Ερσέν, ειδικός σε θέματα που αφορούν στη Ρωσία του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη. «Όταν το ΝΑΤΟ δεν έσπευσε να συνδράμει την Τουρκία, η Άγκυρα κατανόησε ότι ο μόνος τρόπος να προωθήσει τα συμφέροντά της στη Συρία ήταν μέσω μιας συμφωνίας με τη Ρωσία, που κρατά ακόμη», προσθέτει.
Από το 2016 και μετά ο Ερντογάν είχε περισσότερες κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τον Πούτιν απ’ ό,τι με οποιονδήποτε άλλο ηγέτη, με τη Ρωσία να εξελίσσεται από αντίπαλο της Τουρκίας στη Συρία στον σημαντικότερο εταίρο της εκεί. Στον κύκλο των συμβούλων του Ερντογάν περιλαμβάνεται και μια ομάδα «ευρασιανιστών», που τάσσονται υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα και τηρούν εχθρική στάση έναντι της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, ενώ τα τουρκικά ΜΜΕ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις εντάσεις της χώρας με τη Δύση, υποβαθμίζοντας παράλληλα εκείνες με τη Ρωσία. Εξέχουσα θέση στο κάδρο αυτής της σχέσης έχει και η αγορά των S-400 από τη Ρωσία, τη «σημαντικότερη συμφωνία στην ιστορία μας», όπως την χαρακτήρισε προ διετίας ο Ερντογάν και για την οποία οι ΗΠΑ επέβαλαν πρόσθετες κυρώσεις στην Άγκυρα τον Δεκέμβριο.
Οι εμπορικές σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας και η νοσταλγία του αυτοκρατορικού παρελθόντος
Το άρθρο επισημαίνει και τον πρόσθετο ρόλο που παίζει στη σύσφιξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων το εμπόριο και οι επενδύσεις με τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία να κυριαρχούν στον όγκο των διμερών εμπορικών συναλλαγών. «Δεν πρέπει, όμως, να υποτιμούμε τις επιχειρηματικές σχέσεις», σημειώνει ο Μπεχλούλ Οζκάν του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά. «Τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες που πρόσκεινται στο AKP (το κόμμα του Ερντογάν) λαμβάνουν μεγάλες προσφορές» και τη δεκαετία 2010-2019 η Ρωσία ήταν μακράν η μεγαλύτερη αγορά για Τούρκους εργολάβους.
Οι σχέσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι οι οικονομίες Ρωσίας και Τουρκίας πασχίζουν να σταθούν στα πόδια τους με την τουρκική λίρα να χάνει σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια το ήμισυ της αξίας της έναντι του δολαρίου και την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων την τελευταία εξαετία στη Ρωσία να τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης έναντι του Κρεμλίνου με τους Πούτιν και Ερντογάν να καταφεύγουν στο αφήγημα ότι οι χώρες τους πολιορκούνται από εξωτερικούς εχθρούς για να εκτρέψουν την προσοχή από τα προβλήματα στο εσωτερικό.
Τουρκία και Ρωσία μοιράζονται επίσης, σημειώνει το βρετανικό περιοδικό, μια αίσθηση πικρίας για τον αποκλεισμό τους από την Ευρώπη. «Η πολεμόχαρη αυταρχική Τουρκία του σήμερα σαφώς δεν έχει θέση στην ΕΕ. Αλλά είναι τέτοια η διάθεση στην Ευρώπη και τέτοιος ο φόβος έναντι μιας μουσουλμανικής χώρας άνω των 80 εκατ. κατοίκων, ώστε πιθανώς δεν θα επιτραπεί στην Τουρκία η είσοδος στο κλαμπ, ακόμη κι αν εξελιχθεί σε ακμάζουσα δημοκρατία», γράφει ο Economist, σημειώνοντας ότι ένα ακόμη στοιχείο που ενώνει Πούτιν και Ερντογάν είναι η νοσταλγία για το αυτοκρατορικό παρελθόν των χωρών τους. Ο μεν Ρώσος πρόεδρος «προβάλλει εαυτόν ως πατριώτη που ανοικοδομεί τμήματα της Σοβιετικής αυτοκρατορίας, έκανε πολέμους κατά της Γεωργίας και της Ουκρανίας και προσπαθεί να κρατήσει στη σφαίρα επιρροής της χώρας του κράτη όπως η Λευκορωσία και η Αρμενία. Ο δε Ερντογάν έχει θέσει το οθωμανικό παρελθόν της χώρας του στην υπηρεσία μιας επιθετικότερης εξωτερικής πολιτικής, θορυβώντας υπέρ της “αποκατάστασης” της τουρκικής κυριαρχίας σε ελληνικά νησιά που αγκαλιάζουν τις ακτές της στο Αιγαίο και αντιπαρατιθέμενος με Ελλάδα, Κύπρο και Γαλλία στην πλούσια σε υδρογονάνθρακες ανατολική Μεσόγειο, ενώ φαντασιώνεται ότι είναι η φωνή του ισλαμικού κόσμου», αναφέρει η ανάλυση. Και καταλήγει:
«Ρωσία και Τουρκία θα αναζητήσουν κοινό έδαφος όπου μπορούν, λέει ο Ερσέν, αλλά θα δυσκολευτούν να συμφιλιώσουν τα συμφέροντά τους, ειδικά στη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο, όπου η θέση της Τουρκίας συνεχίζει να είναι πιο κοντά σε εκείνη της Δύσης παρά της Ρωσίας. “Τα περιφερειακά προβλήματα” λέει ο Ερσέν, «είναι το μαλακό υπογάστριο της ρωσοτουρκικής σχέσης”. Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές τους αποκλίνουν επίσης. Η δημογραφική προοπτική και εκείνη της οικονομικής ανάκαμψης της Τουρκίας είναι φωτεινότερες. Ο πληθυσμός της αυξάνεται, ενώ της Ρωσίας συρρικνώνεται»...