Περισσότεροι από 100 ηγέτες από όλον τον κόσμο δεσμεύτηκαν να τερματιστεί η αποψίλωση των δασών ως το 2030 κατά τη διάρκεια της COP26. Επίσης, πάνω από 80 χώρες έθεσαν ως στόχο τη μείωση στις εκπομπές μεθανίου κατά 30% έως την ίδια χρονιά.
Συγκεκριμένα, περίπου 100 χώρες -μεταξύ των οποίων κάποιες από αυτές που επικρίνονται για έντονη αποψίλωση, όπως η Βραζιλία- δεσμεύτηκαν σήμερα (2/11) στη διεθνή διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα COP26 που διεξάγεται στη Γλασκώβη για τον τερματισμό της ως το 2030. Ωστόσο, η δέσμευσή τους κρίνεται πολύ μακρινή από τους υπέρμαχους της προστασίας του περιβάλλοντος.
Στην ημερήσια διάταξη της διάσκεψης για το κλίμα βρέθηκε και μια συμφωνία που έχει στόχο τη μείωση των εκπομπών μεθανίου, ενός από τα πλέον επιβαρυντικά αέρια όσον αφορά την κλιματική αλλαγή μαζί με το CO2, κατά 30% -επίσης ως το 2030. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ θα δαπανήσει 1 δισ. ευρώ για την προστασία των δασών του κόσμου.
Σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο που ρωτήθηκε, τη συμφωνία αυτή προσυπογράφουν περισσότερες από 90 χώρες που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομίας, εκ των οποίων «οι μισές από τις 30 που είναι οι κύριες υπεύθυνες για τις εκπομπές μεθανίου».
Πνεύμονες του πλανήτη μαζί με τους ωκεανούς, τα δάση παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθώς απορροφούν σημαντικό μέρος από τους δισεκατομμύρια τόνους αερίων που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη και απελευθερώνονται κάθε χρόνο στην ατμόσφαιρα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Για να εξαλειφθεί η αποψίλωση και να αποκατασταθούν αυτοί «οι καθεδρικοί της φύσης», οι ηγέτες περισσότερων από 100 χωρών στις οποίες βρίσκεται το 85% των παγκόσμιων δασών, υιοθέτησαν διακήρυξη για τα δάση στο πλαίσιο της κλιματικής διάσκεψης του ΟΗΕ στη Γλασκώβη.
Η πρωτοβουλία αυτή, που θα λάβει δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση 19,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων (16,5 δισ. ευρώ) σε διάστημα ετών, είναι ζωτικής σημασίας για να επιτευχθεί ο στόχος να περιοριστεί η άνοδος των θερμοκρασιών στον 1,5 βαθμό Κελσίου, σύμφωνα με τον Μπόρις Τζόνσον, τον οικοδεσπότη της διεθνούς διάσκεψης.
«Η καταστροφική απώλεια οικοσυσυστημάτων και ειδών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή και η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να προστατεύσουμε το φυσικό μας περιβάλλον και να σεβαστούμε τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών», δήλωσε σήμερα ο Βρετανός πρωθυπουργός.
«Η προστασία των δασών μας είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε όχι μόνον για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για ένα μέλλον με μεγαλύτερη ευημερία για όλους», πρόσθεσε σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα δάση μειώνονται σήμερα με «ανησυχητικό ρυθμό» 27 γηπέδων ποδοσφαίρου κάθε λεπτό, σύμφωνα με τη βρετανική προεδρία της COP26. Επίσης, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση «Global Forest Watch», η αποψίλωση των δασών στον κόσμο επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια: η καταστροφή των αρχέγονων δασών σημείωσε αύξηση 12% το 2020 σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
Μεταξύ των χωρών που υπέγραψαν την συμφωνία βρίσκονται η Κίνα, η Ρωσία, η Γαλλία, η Αυστραλία ή οι ΗΠΑ.
Φόβοι για αποτυχία λόγω... Νέας Υόρκης
Η νέα δέσμευση απηχεί τη Δήλωση της Νέας Υόρκης για τα δάση του 2014, όταν πολλές χώρες, επιχειρήσεις και αυτόχθονες λαοί δεσμεύτηκαν να μειωθεί κατά το ήμισυ η αποψίλωση των δασών το 2020 και να τερματιστεί το 2030.
Ωστόσο, για μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, ο στόχος για το 2030 είναι υπερβολικά μακρινός και δίνει το πράσινο φως για «μια επιπρόσθετη δεκαετία αποψίλωσης».
Παράλληλα, η Global Witness εξέφρασε φόβους ότι θα δούμε να επαναλαμβάνονται «οι αποτυχίες προηγούμενων παρόμοιων δεσμεύσεων», λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης και μη τήρησης των υποσχέσεων που δόθηκαν.
Δέσμευση για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου κατά 30% έως το 2030
Παράλληλα, περισσότερες από 80 χώρες, ανάμεσά τους αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεσμεύτηκαν κατά τη διάρκεια της COP26 να μειώσουν τις εκπομπές μεθανίου κατά 30% έως το 2030 (σε σχέση με το 2020), όπως ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Το μεθάνιο είναι ένα από τα αέρια που μπορούμε να μειώσουμε το ταχύτερο δυνατόν» και η μείωσή του «θα μπορούσε να επιβραδύνει αμέσως την υπερθέρμανση», υπογράμμισε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπενθυμίζοντας ότι το αέριο αυτό ευθύνεται για το «σχεδόν 30%» της υπερθέρμανσης του πλανήτη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
«Το μεθάνιο είναι ένα από τα πιο ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου», πρόσθεσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, βεβαιώνοντας ότι οι υπογράφοντες αυτές τις δεσμεύσεις αντιπροσωπεύουν το 70% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν ανακοινώσει στα μέσα Σεπτεμβρίου ότι εργάζονται από κοινού σε αυτό το σχέδιο συμφωνίας, στο οποίο εντάχθηκαν έκτοτε δεκάδες άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων ο Καναδάς, η Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, η Κολομβία, η Αργεντινή.
Το μεθάνιο (CH4) που εκπέμπεται από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τα ορυκτά καύσιμα και τα απόβλητα, είναι το δεύτερο αέριο του θερμοκηπίου που συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα μετά το διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Παρότι οι άνθρωποι μιλούν λιγότερο γι'αυτό, η επίδρασή του στην υπερθέρμανση είναι κατά σχεδόν 29 φορές μεγαλύτερη ανά κιλό από εκείνη του CO2 σε έναν ορίζοντα 100 ετών και σχεδόν 82 φορές σε μια περίοδο 20 ετών.
Η μείωση των εκπομπών συνιστά λοιπόν μια «σημαντική ευκαιρία» να επιβραδύνουμε την υπερθέρμανση «βραχυπρόθεσμα» και να «βοηθήσουμε να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των υφιστάμενων τροχιών και αυτών που είναι συμβατές με μια υπερθέρμανση κατά +1,5 βαθμό Κελσίου ή 2 βαθμούς Κελσίου», υπογράμμισε την περασμένη εβδομάδα το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (PNUE) σε σχέση με τις εκπομπές.
Με «στοχευμένα τεχνικά μέτρα που ήδη είναι διαθέσιμα», αυτές οι εκπομπές μπορεί να μειωθούν κατά 30% έως το 2030, εκ των οποίων το 20% με χαμηλό κόστος, σύμφωνα με την έκθεση. Και ένα επιπλέον 15% θα μπορούσε να προέλθει από άλλα μέτρα όπως η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι διατροφικές αλλαγές.
Συνολικά, μια τέτοια μείωση κατά 45% του μεθανίου που προέρχεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής θα επιτρέψει να διατηρηθεί η υπερθέρμανση κάτω από τους +2 βαθμούς Κελσίου, όπως αναφέρεται στη συμφωνία του Παρισιού, σύμφωνα με άλλη έκθεση του PNUE και του Συνασπισμού για το κλίμα και την ποιότητα του αέρα (CCAC).
Από μόνο του, αυτό το μέτρο θα επιτρέψει να αποφευχθεί μια υπερθέρμανση του πλανήτη κατά σχεδόν 0,3°C έως τη δεκαετία του 2040, σύμφωνα με το κείμενο.