Μια σειρά προβλημάτων που απαιτούν δύσκολες λύσεις θα βρουν μπροστά τους οι πολίτες το φθινόπωρο, με κυρίαρχο το κόστος διαβίωσης εξαιτίας των ανεξέλεγκτων τιμών της ενέργειας.
Στην πρόσφατη έκθεση του Εργαστηρίου Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης του Πολυτεχνείου Κρήτης, με επικεφαλής τον Αναπληρωτή Καθηγητή, Γιώργο Ατσαλάκη, επισημαίνονται ένα προς ένα τα κρίσιμα σημεία.
O μηχανισμός διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής του ρεύματος
Σημαντικό πρόβλημα στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας δημιουργεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα τιμολόγησης της ενέργειας της Ε.Ε. Το κόστος χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας αντικατοπτρίζει την τιμή της τελευταίας μονάδας ενέργειας που αγοράστηκε μέσω δημοπρασιών που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη. Ο κύριος λόγος που οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας είναι δομημένες μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι για να λαμβάνουν, όλοι οι προμηθευτές στην αγορά, (συμπεριλαμβανομένων των φθηνότερων αιολικών ή ηλιακών εγκαταστάσεων), την τιμή που πληρώνεται για την πιο ακριβή πηγή ενέργειας που γίνεται αποδεκτή στις δημοπρασίες. Είναι ένας έμμεσος τρόπος επιδότησης των εγκαταστάσεων εντάσεως κεφαλαίου αυτών των τεχνολογιών.
Για παράδειγμα, εάν η ζήτηση στην δημοπρασία της Ε.Ε. είναι 65 GW και καλυφθεί όλη η ποσότητα από ενέργεια παραγόμενη από άνθρακα στην τιμή των $55 τότε η τιμή χονδρικής καθορίζεται στα $55. Εάν όμως η ζήτηση είναι 75 GW και τα 70 GW καλυφθούν από ενέργεια παραγόμενη από άνθρακα, και τα 5 GW από ενέργεια παραγόμενη από φυσικό αέριο και η τιμή του φυσικού αερίου είναι $200, τότε η χονδρική τιμή καθορίζεται και για τις 75 GW στα $200. Σ’ αυτήν την τιμή θα προστεθεί το περιθώριο κέρδους της λιανικής τιμής για να πωληθεί το ηλεκτρικό ρεύμα από τους παρόχους προς τους καταναλωτές. Εάν στην επόμενη δημοπρασία για την ίδια ζητούμενη ποσότητα GW, η τιμή του φυσικού αερίου θα προσφερθεί στα $250, τότε η τιμή χονδρικής θα διαμορφωθεί στα $250. «Αυτός ο μηχανισμός διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής του ρεύματος πρέπει να αλλάξει άμεσα για όσο διαρκεί η ενεργειακή κρίση», τονίζει ο κ. Ατσαλάκης.
Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις από την αύξηση των τιμών
Πρόσφατα η τιμή του φυσικού αερίου έφτασε τα 290 δολάρια ανά μεγαβατώρα που αντιστοιχεί περίπου σε 490 δολάρια το βαρέλι σε ισοδύναμη βάση πετρελαίου (όταν η τιμή του πετρελαίου WTI είναι $96). Οι τιμές του φυσικού αερίου στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι επί του παρόντος πάνω από 14 φορές περισσότερες από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας, σχολιάζεται στην εν λόγω ανάλυση του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Η κρίση κόστους ζωής επιδεινώνεται από την πτώση των προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό μισθών. Η τιμή των λιπάσματων καθορίζεται κυρίως από το κόστος του φυσικού αερίου και φυσικά το κόστος των τροφίμων και των ζωοτροφών εξαρτάται από το κόστος του λιπάσματος και των μεταφορικών. Δύο από τις μεγαλύτερες εισροές της πρωτογενούς παραγωγής είναι οι ζωοτροφές και τα λιπάσματα που αυξήθηκαν κατά 83% και 179% αντίστοιχα τον τελευταίο χρόνο.
Η λειψυδρία έχει πλήξει περισσότερο από το 60% της Ευρώπης. Ένας ασυνήθιστα ξηρό χειμώνα τον διαδέχθηκε ένα ζεστό και ξηρό καλοκαίρι έχοντας μειώσει την στάθμη των ποταμών σε επίπεδα ρεκόρ. Η χαμηλή στάθμη των ποταμών σημαίνει ότι τα φορτηγά πλοία έπρεπε να μειώσουν τα φορτία τους με αποτέλεσμα υψηλότερο κόστος μεταφοράς και καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν όλες οι μικρές επιχειρήσεις στους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής, της φιλοξενίας, της μεταποίησης, των κατασκευών και του λιανικού εμπορίου ανέφεραν υψηλότερο κόστος εισροών σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο πέρυσι. Η αύξηση των επιτοκίων θα κοστίσει σε πολλούς δανειολήπτες πολύ περισσότερο από ό,τι η αύξηση των λογαριασμών ενέργειας κυρίως για τα στεγαστικά δάνεια με ρυθμιζόμενο επιτόκιο τα οποία συνηθίζονται στην Αυστρία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία κλπ.
Η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η Ευρώπη παρήγαγε περίπου την ίδια ποσότητα φυσικού αερίου που χρησιμοποιούσε, αλλά η παραγωγή άρχισε να μειώνεται καθώς εξάντλησαν τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα και η Ολλανδία άρχισε να διακόπτει την εξόρυξη – η Ολλανδία έχει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού φυσικό αέριο στην ΕΕ. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, η Ευρώπη μειώνει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα, (ιδιαίτερα τον άνθρακα) προκειμένου να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της.
Η Γερμανία ψήφισε ακόμη και νόμο για τη σταδιακή ολική κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Η Γερμανία έκλεισε τους μισούς πυρηνικούς σταθμούς της τον περασμένο Δεκέμβριο και οι τρεις τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί έχουν προγραμματιστεί να παροπλιστούν τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Είναι ενδιαφέρον ότι η Ιαπωνία ανακοίνωσε πρόσφατα ένα σχέδιο για την αποκατάσταση της πυρηνικής ενέργειας λόγω της συνεχιζόμενης παγκόσμιας κρίσης ενέργειας.Το Βέλγιο, η Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επίσης μειώσει την ικανότητα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας τις τελευταίες δεκαετίες.
«Για αυτούς τους λόγους, τα ευρωπαϊκά έθνη εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο για να καλύψουν το κενό μεταξύ της σταδιακής κατάργησης των υφιστάμενων ενεργειακών τους αποθεμάτων και της μετάβασής τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μηδενικών εκπομπών που σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τελικά ως πλήρη αντικατάσταση. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία απλώς υπογράμμισε τον κίνδυνο της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης λόγω της υπερβολικής εξάρτησης από έναν – συχνά μη φιλικό – πάροχο ενέργειας», σχολιάζει ο Γιώργος Ατσαλάκης.
Το φυσικό αέριο είναι το καύσιμο που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι παρέχεται αρκετή ενέργεια για την κάλυψη της επί πλέον ζήτησης. Έτσι, ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία όπου η φθηνότερη πυρηνική ενέργεια παρέχει περίπου το 70% της ηλεκτρικής ενέργειας, οι τιμές του φυσικού αερίου εξακολουθούν να διαμορφώνουν τη χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι καθώς αυξάνεται η τιμή του φυσικού αερίου αυξάνεται και η τιμή του ηλεκτρισμού και τροφοδοτείται ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής.
Εμπόδια προς την «πράσινη» ενέργεια
Ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής χρειάζεται παραγωγή ορυκτών καυσίμων για να μειωθούν οι τιμές. Αλλά χωρίς περισσότερες επενδύσεις και εξερεύνηση, είναι απίθανο να υπάρξει επαρκής προσφορά μεσοπρόθεσμα για την κάλυψη της ζήτησης. Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πολυτεχνείο Κρήτης «ο ανεπαρκής σχεδιασμός για την μετάβαση στην «πράσινη» ενέργεια, που όλοι θα θέλαμε να είχε γίνει από χθες, είχε ως αποτέλεσμα να μην γίνονται επενδύσεις σε παραδοσιακά ενεργειακά έργα εδώ και αρκετό καιρό. Αυτή η έλλειψη επενδύσεων σε αξιόπιστη σταθερή παραγωγή ενέργειας και υποδομές έχει μειώσει την προσφορά ενέργειας με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές.
Τα λάθη της Ευρώπης στην ενεργειακή πολιτική
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα πάντα με το Πολυτεχνείο Κρήτης, πολύ λίγα μπορούν να γίνουν για να επιταχυνθεί άμεσα οποιαδήποτε μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Οι προγραμματισμένοι μικροπυρηνικοί αντιδραστήρες της Βρετανίας χρειάζονται τουλάχιστον μια δεκαετία για να ολοκληρωθούν. Η λειτουργία ηλεκτρικών δικτύων με βασικά φορτία ηλιακής και αιολικής ενέργειας θα απαιτήσει τεχνολογικές ανακαλύψεις στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και εξίσου θα απαιτήσει τεράστια εξόρυξη λιθίου, νικελίου, κοβαλτίου και χαλκού, πολύ πέρα από αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή πράγμα το οποίο θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τις τιμές.
«Μέχρι στιγμής, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ έχει αποτύχει στην υπόσχεσή της να παρέχει καθαρή, αξιόπιστη και οικονομικά προσιτή ενέργεια. Έχει δώσει στην Ευρώπη την πιο ακριβή, ενέργεια στον κόσμο. Η προστασία των καταναλωτών, η ασφάλεια του εφοδιασμού και η συγκράτηση των τιμών δεν ήταν μέχρι τώρα κυρίαρχοι στόχοι για την ΕΕ. Τώρα όμως η Γερμανία και άλλες χώρες εξετάζουν το ενδεχόμενο να ανοίξει εκ νέου εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα προκειμένου να διατηρήσει την οικονομία της σε λειτουργία», σημειώνεται.
Ενώ τονίζεται ότι η Νορβηγία και η Ολλανδία έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την εξερεύνηση και την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά αυτό μπορεί να μην συμβεί για πολιτικούς λόγους. Υπάρχουν και τα ενεργειακά αποθέματα της χώρα μας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόσθετες εκπομπές CO2 από ευρωπαϊκές πηγές απλώς θα αντικαθιστούσαν τις ρωσικές εκπομπές CO2 και ότι η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη πιθανότατα θα τηρούσε υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα από αυτά που εφαρμόζεται σε μέρη όπως η Ρωσία.
«Αυτήν τη στιγμή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να αμβλύνουν τις πιέσεις στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις λόγω της κρίσης του κόστους διαβίωσης μέσω κρατικής χρηματοδότησης (δηλαδή δανείζονται χρήματα αυξάνοντας το δημόσιο χρέος) για τη μείωση των αυξανόμενων λογαριασμών ενέργειας επιδοτώντας τους παραγωγούς, ή μεταφέροντας χρήματα στους πολίτες για να τα πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Η ακριβή ενέργεια θα οδηγήσει σε ύφεση πολλές οικονομίες, και θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό», καταλήγει η έκθεση του Πολυτεχνείου Κρήτης.