Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε την άρση των αμερικανικών κυρώσεων που εμποδίζουν τις αμυντικές προμήθειες της χώρας.
Και άλλων μέτρων που ελήφθησαν «μονομερώς» και εμποδίζουν τη δυνατότητα των συμμάχων του ΝΑΤΟ να επιτύχουν μακροπρόθεσμους διμερείς εμπορικούς στόχους.
Στη Νεα Υόρκη ο Ερντογάν
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της συνεδρίασης της 79ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμμετείχε στο 15ο Τουρκικό Επενδυτικό Συνέδριο, που διοργάνωσε το Τουρκοαμερικανικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο.
Ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε σε Τούρκους και Αμερικανούς επιχειρηματίες ότι η συνεργασία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας είχε «μείνει πολύ πίσω» από τις δυνατότητές της λόγω των αμερικανικών περιορισμών που παραμένουν: «Δυστυχώς, η συνεργασία μας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας έχει μείνει πολύ πίσω από τις δυνατότητές της λόγω των περιορισμών των τελευταίων ετών. Ελπίζουμε ότι έχουμε ανοίξει μια νέα σελίδα με το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των F-16 και αναμένουμε ότι τα εμπόδια στις εξαγωγές σε αυτόν τον τομέα θα αρθούν οριστικά».
Νέα Υόρκη: Συνάντηση του Ερντογάν με Σολτς
Ανέφερε ως παράδειγμα συνεργασίας με τις ΗΠΑ και του δυναμισμού της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας την παραγωγή στο Τέξας από τουρκική εταιρεία πυρομαχικών 155 χιλιοστών, που εξάγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία. «Η υποστήριξή σας είναι σημαντική για την προώθηση των υφιστάμενων προγραμμάτων και τη δημιουργία νέων συμπράξεων που θα συμβάλουν στην κοινή μας ασφάλεια. Πιστεύω ότι ο αμερικανικός επιχειρηματικός κόσμος μπορεί να διαδραματίσει αποτελεσματικότερο ρόλο στην υποστήριξη των προσπαθειών μας», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος.
Ο ίδιος ζήτησε επίσης να εγκαταλειφθούν μονομερείς πρακτικές όπως οι πρόσθετοι δασμοί στους τομείς του σιδήρου, του χάλυβα και του αλουμινίου και οι κυρώσεις στο πλαίσιο του νόμου για την αντιμετώπιση των αντιπάλων της Αμερικής μέσω κυρώσεων (CAATSA).
Οι σχέσεις μεταξύ των χωρών έχουν δεχθεί πλήγμα τα τελευταία χρόνια, λόγω των διαφορών τους στο Κουρδικό, τη Συρία, την ανατολική Μεσόγειο και τη Γάζα. Η αγορά από την 'Αγκυρα των ρωσικών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας S-400 προκάλεσε τις αμερικανικές κυρώσεις και την απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 το 2019. Ωστόσο, η 'Αγκυρα και η Ουάσινγκτον έχουν θέσει μακροπρόθεσμο στόχο να αναπτύξουν το διμερές εμπόριο στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, από περίπου 30 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023.
«Η οικονομία και το εμπόριο αποτελούν μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ. Τα τελευταία δύο χρόνια, η Αμερική έχει γίνει η δεύτερη χώρα στην οποία εξάγουμε τα περισσότερα προϊόντα και η πέμπτη χώρα από την οποία εισάγουμε τα περισσότερα προϊόντα. Ο όγκος του διμερούς μας εμπορίου ξεπέρασε πέρυσι τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Όπως έχω δηλώσει πολλές φορές, έχουμε μεγάλες δυνατότητες να αυξήσουμε σταθερά τους δείκτες του διμερούς εμπορίου» ανέφερε ο πρόεδρος Ερντογάν.
Ο ίδιος δήλωσε επίσης ότι πιστεύει ειλικρινά πως ο κοινός στόχος των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον όγκο των εμπορικών συναλλαγών μπορεί να επιτευχθεί με έναν καλό σχεδιασμό. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Για το σκοπό αυτό, πρέπει τώρα να εγκαταλειφθούν μονομερείς πρακτικές όπως οι πρόσθετοι δασμοί, οι έρευνες και οι κυρώσεις CAATSA στον τομέα του σιδήρου και του χάλυβα και του αλουμινίου. Περιμένουμε από εσάς, τους εκπροσώπους των επιχειρηματικών κλάδων, να αναλάβετε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για την άρση των εμποδίων που μας κάνουν να χάνουμε αμοιβαία».
Ο Ερντογάν υποστήριξε ακόμη ότι η Τουρκία έχει μια μεγάλη, ισχυρή και με μεγάλες δυνατότητες οικονομία και ότι είναι μία από τις πέντε χώρες στον κόσμο με πληθυσμό 85 εκατομμυρίων και κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 13 χιλιάδων δολαρίων, μαζί με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Ρωσία και το Μεξικό.
Χτες, Δευτέρα, ο πρόεδρος Ερντογάν συναντήθηκε με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Εκτός από τα F-16, η Τουρκία έχει επίσης ενδιαφερθεί για το ευρωπαϊκό μαχητικό αεροσκάφος Eurofighter Typhoon, συμπαραγωγή Βρετανίας, Ισπανίας και Γερμανίας, ωστόσο αντιμετωπίζει την άρνηση του Βερολίνου στην πώλησή τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ