Μία Τερέζα Μέι τσακισμένη αποχωρεί σήμερα (07/06) από την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, εκείνη που υπολόγιζε ότι θα γραφτεί στην Ιστορία ως η ηγέτης που κατόρθωσε να βγάλει το Ηνωμένο Βασίλειο από την ΕΕ.
Ομως, στις 24 Μαΐου, μπροστά στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, με δάκρυα στα μάτια, εγκατέλειψε την παρτίδα, αφού πέρασε μήνες επί ξυρού ακμής, ανάμεσα στην αποσύνθεση της κυβέρνησής της και τις φωνές που ζητούσαν την παραίτησή της.
Εάν η 62χρονη Τερέζα Μέι επισήμως παραμένει πρωθυπουργός εν αναμονή της εκλογής του διαδόχου της από τους Τόρις, δεν θα έχει πλέον τον έλεγχο επί των μεγάλων θεμάτων και ιδίως του Brexit, που κατέφαγε την θητεία της.
Ηταν σίγουρη για το Brexit
Ομως, όταν έφθασε στην εξουσία τον Ιούλιο 2016, αμέσως μετά το δημοψήφισμα που αποφάσισε την αποχώρηση της χώρας της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, είχε τον αέρα της σιγουριάς που είχαν ανάγκη οι Βρετανοί. Ποιος θα ήταν καλύτερος από αυτήν την κόρη πάστορα, χωρίς χάρισμα, αλλά με την φήμη της εργατικής και της επιμελούς πολιτικού που θα είχε την ικανότητα να οδηγήσει την πληγωμένη και διχασμένη από την προεκλογική εκστρατεία χώρα της μέσα από τα πιο δύσκολα μονοπάτια στην Ιστορία της.
Τρία χρόνια μετά η χώρα είναι κατακερματισμένη
Ομως, τρία χρόνια αργότερα, και αφού το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατόρθωσε να αποχωρήσει στις 29 Μαρτίου, η χώρα παραμένει κατακερματισμένη, με ένα κοινοβούλιο ανίκανο να συμφωνήσει για το είδος των μελλοντικών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους πολίτες διχασμένους.
Η αποξήλωση των πλέον των 40 ετών σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν ένα καθόλου εύκολο εγχείρημα, δήλωσε στο AFP ο Simon Usherwood, πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου του Surrey. Ομως, η Τερέζα Μέι «δεν υιοθέτησε την καλύτερη δυνατή προσέγγιση», επιλέγοντας να μη στηριχθεί παρά το κόμμα της, και κυρίως στην πτέρυγα των σκληρών Brexiters, των αποφασισμένων να διαρρήξουν κάθε σχέση με την ΕΕ.
Για τον Tim Bale, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, η Μέι στραβοπάτησε λόγω της «άρνησης της πραγματικότητας», αρνούμενη μία «διακομματική προσέγγιση», και κυρίως μετά την αποτυχία της στις εκλογές του 2017, τις οποίες προκήρυξε ενθαρρυμένη από τις δημοσκοπήσεις, αλλά της κόστισαν την απόλυτη πλειοψηφία. Τότε αναγκάσθηκε να συμμαχήσει με το προτεσταντικό κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας DUP, το οποίο επέβαλε τις απαιτήσεις του για το Brexit.