Στην ψηλοτάβανη αίθουσά του στη Θεσσαλονίκη έχει μεταξύ άλλων γευματίσει ο Ζισκάρ Ντ' Εστέν, Πρόεδρος τότε της Γαλλίας, της χώρας που έχει ταυτιστεί όσο καμία άλλη με την υψηλή γαστρονομία.
Ωστόσο, από τις 24 Ιουνίου του 1994, οπότε το θρυλικό εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα» έκλεισε, η κάποτε πολύβουη αίθουσά του, στη Λεωφόρο Νίκης 5, είχε παραδοθεί στη φθορά. Όταν το 2017 ο επιχειρηματίας Ντίνος Τορνιβούκας, CEO της «Tor Hotel Group», μπήκε για πρώτη φορά στο κλειστό επί περίπου δύο δεκαετίες εστιατόριο, του οποίου είχε υπάρξει επί χρόνια τακτικός πελάτης, αντίκρισε μόνο περιστέρια και σκονισμένα κινηματογραφικά σκηνικά…
«Στον χώρο υπήρχαν κάποια σκηνικά, παλιές καρέκλες, που είχαν αφεθεί εκεί, από όταν γυρίστηκαν στο χώρο πλάνα της ταινίας "Το λιβάδι που δακρύζει" του Θεόδωρου Αγγελόπουλου (σ.σ. λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2002, με το εστιατόριο ήδη κλειστό). Περιστέρια και σκηνικά. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ήταν κάπως απόκοσμα» διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο CEO της «Tor Hotel Group», η οποία συνέπραξε με τη «Grivalia Hospitality», με απώτερο στόχο στις αρχές του 2022 το «Όλυμπος Νάουσα» ν' ανοίξει ξανά τις πόρτες του στο ιστορικό κτήριο, όπου θα εγκαινιαστεί ταυτόχρονα και το πεντάστερο ξενοδοχείο «ΟΝ Residence», στο πλαίσιο συνολικής επένδυσης άνω των 20 εκατ. ευρώ, με χρηματοδότηση και από τον αναπτυξιακό νόμο 4399/2016.
Στο ξενοδοχείο των 60 δωματίων (εκ των οποίων τα οκτώ σουΐτες), στο εστιατόριο και στο κοκτέιλ μπαρ «Tiger Loop», θα εργάζονται συνολικά περίπου 50 άτομα, γνωστοποιεί ο CEO της «Tor Hotel Group», που στο χαρτοφυλάκιό της έχει ακόμα τα ξενοδοχεία «Excelsior» και «City» στη Θεσσαλονίκη και «Eagles Palace» και «Eagles Villas» στη Χαλκιδική.
Ο σεισμός στη Θεσσαλονίκη, το όνειρο και το κίνητρο
Για τον Ντίνο Τορνιβούκα, η επιχειρηματική «επιστροφή» στην Παλαιά Παραλία της Θεσσαλονίκης ήταν, όπως λέει, ένα όνειρο δεκαετιών, που χρονολογείται από τον μεγάλο σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη. «Το 1978, το "Μεντιτερανέ", το ξενοδοχείο που ο συνονόματος παππούς μου δημιούργησε το 1925 (σ.σ.στη θέση όπου βρισκόταν το καμένο από την πυρκαγιά του 1917 ξενοδοχείο "Σπλέντιτ"), καταστράφηκε και ο χώρος πουλήθηκε. Η θλίψη στην οικογένεια ήταν μεγάλη. Ειδικά ο πατέρας μου, ο Γιώργος, το έφερε πολύ βαρέως και δεν περνούσε καν από το οικοδομικό τετράγωνο όπου βρισκόταν το "Μεντιτερανέ"… Αυτό ήταν το κίνητρο για εμένα, για να ασχοληθώ με το ιστορικό αυτό ακίνητο (σ.σ. χτίστηκε κατά τον Μεσοπόλεμο, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ζακ Μοσσέ). Να επιστρέψουμε -ως operators και συνιδιοκτήτες- στην περιοχή από την οποία αναγκαστήκαμε κάποτε να φύγουμε κι από όπου ξεκίνησε η επιχειρηματική ιστορία της οικογένειάς μου. Για εμένα σημαίνει πάρα πολλά αυτή η επιστροφή» λέει, επισημαίνοντας ότι η δημιουργία του «Μεντιτερανέ» διαμόρφωσε την ίδια τη μορφή της Λεωφόρου Νίκης: με την ίδρυση του ξενοδοχείου εγκαινιάστηκε και το στένεμα της Παλαιάς Παραλίας, που αρχικά είχε σχεδιαστεί να φτάνει σε πλάτος περίπου ως το ύψος της οδού Προξένου Κορομηλά.
Πώς να «ξυπνήσεις» ένα τόσο ιστορικό κτήριο
Το 2017 το κτήριο πέρασε στα «χέρια» των προαναφερθεισών δύο εταιρειών («Μακεδονικά Ξενοδοχεία ΑΕ» του ομίλου Τορνιβούκα με 35% και Grivalia 65%), έναντι τιμήματος περίπου 5,5 εκατ. ευρώ, κατόπιν διαγωνισμού που προκήρυξε η ιδιοκτήτρια Eurobank. Είχε κηρυχθεί διατηρητέο το 1993 κι έχει πρόδηλο τον χαρακτήρα του «μνημείου-έργου τέχνης». Όπως έχει δηλώσει η Γαλλίδα διακοσμήτρια Fabienne Spahn (Φαμπιέν Σπαν), που ανέλαβε το εσωτερικό ντιζάιν, κατά την πρώτη της επίσκεψη στον χώρο ένιωσε ότι βρισκόταν στο σπίτι τής «Ωραίας Κοιμωμένης»…
Το «ξύπνημα» ενός τέτοιου κτηρίου διόλου εύκολη διαδικασία είναι: πέραν της γραφειοκρατίας, ο τρόπος διαχείρισης όλων των στοιχείων του, από τα περίτεχνα πλακάκια του πατώματος μέχρι τα διακοσμημένα ταβάνια και τις εξαιρετικές τοιχογραφίες, απαιτεί ειδικές διαδικασίες, ανεβάζοντας σημαντικά το κόστος του έργου και παρατείνοντας τον χρόνο περαίωσής του.
«Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του ακινήτου, αντιμετωπίσαμε τρομερές δυσκολίες, καταρχάς γραφειοκρατικές, αφού το παραμικρό πρέπει να περνάει από διάφορα στάδια αδειοδότησης, κάτι που είναι λογικό σε κτήρια τέτοιας σημασίας. Είχαμε βέβαια την εμπειρία του Excelsior (σ.σ. έτερο ξενοδοχείου του ομίλου, χτισμένο το 1924, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Χασσίδ Φερνάντεζ), αλλά και πάλι είναι μια απαιτητική διαδικασία, που ανεβάζει το κόστος κατά τουλάχιστον 20%-30%, ενώ παρατείνει και τα χρονοδιαγράμματα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσθέτει: «όσα αυθεντικά πλακάκια διατηρούνταν σε καλή κατάσταση, τα αποκαταστήσαμε και τα επανατοποθετήσαμε και τα κενά καλύφθηκαν από πιστά αντίγραφα, που αναπαραγάγαμε με τη βοήθεια ειδικού. Το ίδιο και τα ταβάνια. Όσα σώζονταν, αποκαταστάθηκαν κι έμειναν. Τα υπόλοιπα συμπληρώθηκαν. Είχαμε πολύ φωτογραφικό υλικό, για να ανατρέξουμε, κυρίως από το φωτογραφικό λεύκωμα του Άρι Γεωργίου, με τίτλο "Όλυμπος-Νάουσα", κι όλα έγιναν σε συνεργασία με την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων».
«Το "Όλυμπος Νάουσα" ήταν μέρος της Θεσσαλονίκης»
Πώς νιώθει ένας επιχειρηματίας, όταν επωμίζεται την ευθύνη να επαναφέρει στη ζωή ένα τόσο σημαντικό τοπόσημο; «Το θεωρώ μεγάλη ευθύνη να εργαζόμαστε πάνω σε ένα ιστορικό κτήριο, που όλοι περιμένουν να το ξαναδούν να ανοίγει -και περιμένουν να το σεβαστούμε. Το "Όλυμπος Νάουσα" ήταν μέρος της Θεσσαλονίκης. Ένα εστιατόριο στο οποίο έτρωγαν καθημερινά οι Θεσσαλονικείς. Είχαν συγκεκριμένα τραπέζια μάλιστα. Όταν πήγαινες Σάββατο μεσημέρι, έβλεπες τους ίδιους πελάτες στις ίδιες θέσεις. Δεν χρειαζόταν καν να παραγγείλεις. Οι σερβιτόροι, που γνώριζες τα μικρά τους ονόματα, όπως και του μάγειρα, ήξεραν τι σου αρέσει να τρως. Υπήρχε μεγάλη οικειότητα και η αίσθηση ότι γεύεσαι εξαιρετικό φαγητό στο σπίτι σου» θυμάται.
«Αυτό που ήταν πολύ σημαντικό και καίριο να κάνουμε» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ισμήνη Τορνιβούκα, Director of Operations του ομίλου και τέταρτη γενιά της επιχείρησης, «ήταν να μείνουμε πιστοί στον χαρακτήρα του χώρου. Όχι από την οπτική τού ποιο σερβίτσιο ή ποια καρέκλα υπήρχε όταν λειτουργούσε, αλλά με βάση το ποια ήταν η ψυχή του. Το "Όλυμπος Νάουσα" ήταν ένα πολύ πρωτοποριακό εστιατόριο για τα δεδομένα της εποχής του. Οι άνθρωποι έτρωγαν εκεί φαγητά που δεν τα είχαν συνηθίσει. Πάμε λοιπόν να κάνουμε μια αναβίωση ζωντανή. Με πολύ σεβασμό και δέος είμαστε σε αυτό το εγχείρημα και δίνοντας πάρα πολύ μεγάλη έμφαση στη γαστρονομία. Προς αυτή την κατεύθυνση, επιλέξαμε ως σεφ τον Δημήτρη Τασιούλα (σ.σ. executive chef με βραβευμένα πρότζεκτ)».
Όπως επισημαίνει η Ισμήνη Τορνιβούκα, το γαστρονομικό στοιχείο είναι πάρα πολύ σημαντικό σε αυτή την επένδυση. Για αυτό άλλωστε επελέγη για την επένδυση το όνομα «ΟΝ Residence» (ΟΝ από τα αρχικά του «Όλυμπος Νάουσα» και «Residence» από την αγγλική λέξη για την κατοικία, τον χώρο διαμονής), ώστε να διαχωριστεί -όπως εξηγεί- το εστιατόριο, που θα είναι ανοιχτό σε όλους και θα ανήκει σε όλη τη Θεσσαλονίκη, από το ξενοδοχείο, που θα απευθύνεται σε ένα πιο «κλειστό» κλαμπ ανθρώπων, οι οποίοι αγαπούν τη διακριτική πολυτέλεια και την ιδιαίτερη γαστρονομία και νοσταλγούν την αίγλη μιας άλλης εποχής.
Οι καθυστερήσεις λόγω πανδημίας κι ο προγραμματισμός των εγκαινίων
Η πανδημία έφερε πολλές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του έργου: «Για το ξενοδοχείο κάναμε εισαγωγές εξοπλισμού από διάφορες χώρες και, λόγω πανδημίας, πέσαμε πάνω σε τρομερές καθυστερήσεις στις παραδόσεις διάφορων υλικών για περίοδο έξι-επτά μηνών. 'Ετσι, ενώ αρχικά ήταν προγραμματισμένο το "ON Residence" να εγκαινιαστεί νωρίτερα, αυτή τη στιγμή στόχος μας είναι τα εγκαίνια να γίνουν στο τέλος Ιανουαρίου του 2022. Αυτός είναι ο στόχος, αλλά δεν ζούμε σε "νορμάλ" περίοδο, οπότε δεν αποκλείεται να πάμε λίγο πιο πίσω. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα εγκαίνια θα γίνουν μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2022» εξηγεί ο κ.Τορνιβούκας, υπενθυμίζοντας ότι η ανακαίνιση κόστισε περίπου 15 εκατ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι -συνυπολογιζόμενης της αγοράς του ακινήτου- το ύψος της επένδυσης ξεπέρασε τα 20 εκατ.ευρώ, «πολύ μεγάλο ποσό σε σχέση με το μέγεθος του κτηρίου, αλλά όχι σε σχέση με την ιστορία και τη σπουδαιότητά του».
Το «ON Residence», που αναπτύσσεται σε υπόγειο, ισόγειο (όπου θα στεγάζεται το εστιατόριο) και έξι ορόφους (τα δωμάτια, με ανεμπόδιστη θέα στον Θερμαϊκό) ήδη προβάλλεται στις αγορές του εξωτερικού. Μαζί με τη Θεσσαλονίκη. «Προσπαθούμε πολύ να προβάλλουμε τη Θεσσαλονίκη, η οποία πιστεύω πως είναι μια πόλη που μπορεί να απευθυνθεί σε υψηλού επιπέδου τουρισμό. Έχει την ομορφιά και την ιστορία και σταδιακά αποκτά τις υποδομές. Έχουμε το αναβαθμισμένο αεροδρόμιο, προχωρά το Μετρό, θα αποκτήσουμε το Μουσείο Ολοκαυτώματος… Ήδη ως όμιλος, όταν ένας πελάτης μας στη Χαλκιδική έχει πολύ πρωινή ή πολύ νυχτερινή πτήση, του προτείνουμε να κάνει κάποια διανυκτέρευση στη Θεσσαλονίκη και μετά όλοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι με την πόλη. Σε όλη αυτή την προσπάθεια, το "Όλυμπος Νάουσα" θα είναι ένα σημαντικό όπλο» καταλήγει ο κ.Τορνιβούκας.
Η ιστορία του «Όλυμπος- Νάουσα» στη Θεσσαλονίκη
Το «Όλυμπος-Νάουσα» άρχισε την πορεία του στον χρόνο ως ζυθοπωλείο, λίγα χρόνια μετά τη συγχώνευση -το 1920- του ζυθοποιείου «Όλυμπος» (που το 1926 εξαγοράστηκε από τον Κάρολο Φιξ) και της ζυθοποιίας-παγοποιίας «Νάουσα» (στην οποία μετείχαν πέντε επιχειρηματίες). Το 1926, το ισόγειο του κτηρίου δίδεται για εκμετάλλευση και το 1927 ξεκινά τη λειτουργία του το εστιατόριο, με ιδιοκτήτες τους Εμμανουηλίδη, Σφήκα, Γεωργακόπουλο και Τσελίδη. Το εστιατόριο των τεσσάρων συνεταίρων κρατάει την επωνυμία του ζυθοποιείου.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο χώρος λειτουργεί ως καμπαρέ και μιούζικ χολ, πριν αποκατασταθεί η λειτουργία του ως εστιατόριο, με τ΄ ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα λινά τραπεζομάντηλα, τα σερβίτσια με μονόγραμμα- ειδική παραγγελία από τη Βαυαρία το 1951- και τους καλοντυμένους σερβιτόρους. Η φήμη για τα εκλεκτά εδέσματα που σερβιρίζονταν βγαίνει έξω από τα σύνορα της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας. Το 1961 η γαλλική γαστρονομική εταιρεία Dreicers του απονέμει το περίβλεπτο δίπλωμα «De Luxe Dining League», ενώ το 1968 η βρετανική «Daily Telegraph» το αναφέρει σε άρθρο με τίτλο «The best food in Greece» («Το καλύτερο φαγητό στην Ελλάδα»).
Στις 24 Ιουνίου 1994 το εστιατόριο κλείνει. Τα τελευταία αρκετά χρόνια, οι περαστικοί και οι οδηγοί των χιλιάδων αυτοκινήτων που κινούνται στην παραλιακή Λεωφόρο Νίκης βλέπουν μόνο τις λαμαρίνες και τα πανιά που κρύβουν την πρόσοψη του αλλοτινού γαστρονομικού παραδείσου. Η τελευταία φορά που η αίθουσα πήρε ζωή για λίγο ήταν μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2002.
Τότε, τα φώτα άναψαν κι ο χώρος γέμισε από ανθρώπινες φωνές και ήχους μουσικών οργάνων που κουρδίζονταν. Όχι για να υποδεχτεί ξανά τους γαστρονομικά «υποψιασμένους» συνδαιτυμόνες του, αλλά για να φιλοξενήσει τη γιορτή που αποτυπώθηκε στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει» του Αγγελόπουλου. Λίγο αργότερα, ηθοποιοί, μουσικοί και κινηματογραφικό συνεργείο έκλεισαν ξανά την πόρτα, παραδίδοντας τον χώρο στο σκοτάδι και τη σιωπή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μοναδικοί «θαμώνες» του έμειναν πια τα περιστέρια, αλλά πλέον το θρυλικό «ρεστοράν» ετοιμάζεται να γράψει το νέο κεφάλαιο στην ιστορία του.