Το καμπανάκι του «κινδύνου» και στη χώρα μας, συστήνοντας εγρήγορση και όχι ανησυχία, κρούουν οι Έλληνες ειδικοί σε ότι αφορά τις νόσους που μπορούν να μεταφέρουν στον άνθρωπο τα μολυσμένα κουνούπια.
Η κλιματική αλλαγή φαίνεται πως έχει αυξήσει τους πληθυσμούς των κουνουπιών με αποτέλεσμα να καταγράφονται αυξημένα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου, του Δάγκειου Πυρετού, των νόσων Chikungunya και Zika σε πολλές περιοχές του πλανήτη.
«Χρειάζεται επαγρύπνηση και ενημέρωση του κοινού»
«Η κλιματική αλλαγή μας φέρνει σε πολλούς μονόδρομους. Και σε ότι αφορά στα κουνούπια θα βρεθούμε σε αδιέξοδα αν δεν κινηθούμε άμεσα και με ένα σχέδιο ολοκληρωμένης διαχείρισής τους. Χρειάζεται επαγρύπνηση και ενημέρωση του κοινού και σε καμία περίπτωση ανησυχία και πανικός», δηλώνει στο iefimerida.gr o Δρ. Αντώνιος Μιχαηλάκης, Ερευνητής- Εντομολόγος στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (ΜΦΙ) και Αν. Μέλος του Δ.Σ. του ΕΟΔΥ.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι τον φετινό – κατ΄ευφημισμόν- χειμώνα, αφού οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν ήταν ιδιαίτερα υψηλές, τα κουνούπια δε μας εγκατέλειψαν και οι οχλήσεις υπήρξαν ασταμάτητες. Αυτό από μόνο του προμηνύει ένα δύσκολο καλοκαίρι.
Αυξήθηκε ο πληθυσμός των κουνουπιών
«Δυστυχώς, φέτος, βιώσαμε έναν ήπιο χειμώνα. Και η θερμοκρασία είναι ένας παράγοντας που επιδρά άμεσα στα έντομα, πόσο μάλλον στα κουνούπια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον από τις μετρήσεις μας στο ΜΦΙ, να καταγράφεται τα τελευταία χρόνια μια ασυνήθιστα παρατεταμένη δραστηριότητα των κουνουπιών. Στην ουσία τα κουνούπια δεν έφυγαν ποτέ. Και όλοι μας το αντιληφθήκαμε αυτό φέτος», σημειώνει ο Δρ. Αντώνιος Μιχαηλάκης και συνεχίζει: «σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις, αυξάνεται η πιθανότητα να έχουμε πληθυσμούς κουνουπιών ασυνήθιστα μεγάλους για την εποχή».
Σύμφωνα με τους Έλληνες ειδικούς, τόσο ο ιός του Δυτικού Νείλου όσο και ο Δάγκειος πυρετός απειλούν τη δημόσια υγεία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο. Ήδη, ο ΕΟΔΥ έχει ενημερώσει και προειδοποιήσει για αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης του Δάγκειου πυρετού σε ταξιδιώτες που πηγαίνουν σε χώρες που ενδημεί η νόσος, όπως σε τροπικές και υποτροπικές χώρες, σε αστικές και ημι-αστικές περιοχές, στην Αμερικανική ήπειρο, την Καραϊβική, την Ασία, την Αφρική και τον Δυτικό Ειρηνικό. Οι ειδικοί, μάλιστα, σε πρόσφατη ημερίδα του ΕΟΔΥ με θέμα «Κλιματική Αλλαγή και Δημόσια Υγεία» εξέφρασαν την ανησυχία τους για την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που λόγω κλιματικής αλλαγής μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Αύξηση κατά 250% των κρουσμάτων Δάγκειου πυρετού στην Ευρώπη
Όπως ανέφεραν οι Έλληνες επιστήμονες, στην Ευρώπη καταγράφεται αύξηση κατά 250% στα κρούσματα Δάγκειου πυρετού, ενώ η έξαρση των κρουσμάτων στη Βραζιλία φτάνει το 450% με τη χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η Ελλάδα έχει να ζήσει επιδημία του Δάγκειου πυρετού από το 1927-28, περίοδο κατά την οποία χιλιάδες ανθρώπους νόσησαν και αρκετοί οδηγήθηκαν στον θάνατο.
Βάσει των δεδομένων που έχουν συλλεγεί, τόσο το κουνούπι τίγρης, που είναι ενεργό την ημέρα και ευθύνεται για τη μετάδοση του Δάγκειου πυρετού (σ.σ. στη χώρα μας δεν έχουμε κρούσματα), όσο και το κοινό κουνούπι, που δρα τη νύχτα και δύναται να μεταδώσει τον ιό του Δυτικού Νείλου, κυκλοφορούν στη χώρα μας και τους χειμερινούς μήνες.
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος στις νότιες περιοχές της Ελλάδας
Ο Ερευνητής- Εντομολόγος στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο τονίζει ότι την τρέχουσα χρονιά, το 2024, δεν έχει υπάρξει μήνας που να μην έχει καταγραφεί έστω και ένα ενήλικο κουνούπι τίγρης στις νότιες περιοχές της χώρας μας, ενώ μεγάλη είναι η κυριαρχία και του κοινού κουνουπιού, το οποίο υπήρχε ανέκαθεν στην Ελλάδα και φέτος τον χειμώνα ο πληθυσμός του αυξήθηκε σημαντικά. «Είναι φυσικό επακόλουθο όταν αυξάνεται ο πληθυσμός των κουνουπιών παράλληλα να αυξάνεται και η πιθανότητα της μετάδοσης του ιού του Δυτικού Νείλου», λέει ο κ. Μιχαηλάκης.
Κρούσματα λοίμωξης από τον ιού του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους και ζώα έχουν καταγραφεί το διάστημα 2010-2023 σε όλη τη χώρα, όπως βέβαια και στην υπόλοιπη Ε.Ε. Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, τo 2023 δηλώθηκαν 162 εγχώρια κρούσματα λοίμωξης, εκ των οποίων τα 119 παρουσίασαν εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, οξεία χαλαρή παράλυση) και 43 είχαν ήπιες εκδηλώσεις. Καταγράφηκαν 23 θάνατοι σε ανθρώπους άνω των 63 ετών. Κατά τα προηγούμενα έτη καταγράφηκαν 286 κρούσματα και 33 θάνατοι (2022), 59 κρούσματα και 8 θάνατοι (2021), 145 κρούσματα και 23 θάνατοι (2020), 227 κρούσματα και 35 θάνατοι (2019), 317 κρούσματα και 51 θάνατοι (2018) κ.ο.κ.
Ξεκίνησε νωρίς η εντομολογική επιτήρηση στη χώρα μας
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα για την καλή επιτήρηση των κουνουπιών και φέτος ο ΕΟΔΥ, για πρώτη φορά, έχει ξεκινήσει πάρα πολύ νωρίς την εντομολογική επιτήρηση σε όλη την Ελλάδα. «Ο επιστημονικός κόσμος στη χώρα μας, που ασχολείται με τα κουνούπια για πάρα πολλά χρόνια, έχει πολύ υψηλή κατάρτιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είμαστε στο στάδιο της πρόληψης και όχι της καταστολής, όπως συνήθως συμβαίνει. Αυτό μας βοηθάει να έχουμε την ευκολία εφαρμογής διαχειριστικών σχεδίων τέτοιου είδους», ξεκαθαρίζει ο Έλληνας ειδικός.
Μετά τις περιφέρειες και οι δήμοι πρέπει να εφαρμόσουν προγράμματα αντιμετώπισης των κουνουπιών»
Και καταλήγει: «Οι περιφέρειες πρέπει να έχουν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης κουνουπιών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τελείωσε η συνήθεια ότι κάνουμε διαχείριση μόνο το καλοκαίρι πρέπει να εγκαταληφθεί. Παράλληλα, στον σχεδιασμό πρέπει να μπουν και οι δήμοι, οι οποίοι θα πρέπει άμεσα να ακολουθήσουν το παράδειγμα των περιφερειών και να έχουν τουλάχιστον προγράμματα ρουτίνας που αφορούν στη στους δημόσιους χώρους π.χ. στη διαχείριση των φρεατίων αλλά και τη συνεχή ενημέρωση των πολιτών για τη διαχείριση των εστιών αναπαραγωγής στους ιδιωτικούς χώρους. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ολοκληρωμένη διαχείριση των κουνουπιών, αλλά και των ασθενειών που μπορεί να μεταδώσουν, έχει ως βασικό πυλώνα την εξάλειψη των εστιών αναπαραγωγής τους και ότι ο ψεκασμός δεν αρκεί. Στις περιπτώσεις που απαιτείται να γίνουν εφαρμογές εγκεκριμένων βιοκτόνων (ψεκασμός) θα πρέπει να γίνεται μόνο στοχευμένα και μόνο σε μεγάλες εστίες όπου η κατάσταση δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη».