Με την κατάθεση του διευθυντή της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας Παίδων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, Ανδρέα Ηλιάδη, συνεχίζεται η δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Η κατάθεση του ιατρού θεωρείται κομβική, καθώς εξαρχής είχε εκφράσει προβληματισμούς για τα αίτια που είχαν οδηγήσει στο επεισόδιο ανακοπής της Τζωρτζίνας ενώ το κοριτσάκι νοσηλευόταν στο Καραμανδάνειο τον Απρίλιο του 2021, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της Ίριδας.
Tι κατέθεσε ο Ανδρέας Ηλιάδης στη δίκη Πισπιρίγκου
Όπως περιέγραψε στο δικαστήριο, από την πρώτη ημέρα που διακομίστηκε η μικρούλα στη ΜΕΘ του πανεπιστημιακού νοσοκομείου προέβη σε μια σειρά από ενέργειες προκειμένου να διαπιστώσει τι είχε συμβεί με το παιδί.
Όπως κατέθεσε, έλαβε ιστορικό του παιδιού από τους γονείς, οι οποίοι του είπαν για τους αιφνίδιους θανάτους των μικρότερων αδελφών της Τζωρτζίνας, επικοινώνησε με την κ. Μπάκα, παιδογκολόγο, για να πληροφορηθεί τι είχε συμβεί με τη Μαλένα, απευθύνθηκε στην κ. Τσιόλα την ιατροδικαστή, έστειλε δείγματα της Τζωρτζίνας για γονιδιακό έλεγχο και επικοινώνησε και με τον κ. Παπαγιάννη, ειδικό στις αρρυθμίες στο Ωνάσειο, ζήτησε να εξεταστεί η μητέρα του κοριτσιού από ψυχίατρο και επικοινώνησε με το Χαμόγελο του Παιδιού. Όλα αυτά, όπως είπε, επειδή είχε την υποψία ότι μπορεί η μητέρα να πάσχει από πλασματική διαταραχή διά αντιπροσώπου (σύνδρομο Μινχάουζεν).
«Ο φροντιστής συνήθως είναι η μητέρα που έχει γνώσεις ιατρικές-νοσηλευτικές. Αρέσκεται να έχει γνώσεις σε αυτό το πεδίο. Δυστυχώς, οι φροντιστές κάνουν κακό με συμπτώματα φαινόμενα ασφυξίας», εξήγησε ο εντατικολόγος στο δικαστήριο και περιέγραψε πώς του δημιουργήθηκαν υπόνοιες για τη μητέρα.
Την ώρα που ο γιατρός ξεκίνησε να αναφέρεται στο σύνδρομο Μινχάουζεν, η κατηγορουμένη αποχώρησε από την αίθουσα.
«Ταρακουνήθηκα, έβαλα κάποια red flags, το συζήτησα με συναδέλφους και αποφάσισα να μιλήσω με την Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Πήγα στην κ. Τσιόλα. Της εξέφρασα τους προβληματισμούς μου, με άκουσε με προσοχή. Είδε τη μικρή. Τη ρώτησα τι με συμβουλεύει και μου είπε να περιμένω να γίνει ο γονιδιακός έλεγχος. Δεν θα πω ότι λυτρώθηκα, αλλά ότι σκέφτηκα πως έπρεπε να τα πω. Μου ζήτησε να είμαι κοντά στην οικογένεια. Ζήτησα βοήθεια και από την ψυχιατρική κλινική. Ένιωσα όμως ότι δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθώ. Είπα στη μητέρα να πάει στα έκτακτα ''να πάτε σε αυτό το ραντεβού στον ψυχίατρο βάρδιας'', της είπα. Έγινε το ραντεβού. Το αποτέλεσμα μάλλον δεν ήταν καλό, γιατί την επόμενη ήρθε το ζευγάρι και μου έλεγε ο πατέρας ότι ρωτούσαν τη μητέρα εάν είναι τρελή. Ήθελαν να αποκλείσουν, φαίνεται, το οξύ ψυχωσικό επεισόδιο. Μίλησα με το Χαμόγελο του Παιδιού και μου είπαν "δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε". Κρατήσαμε τις σκέψεις μας και επικεντρωθήκαμε στο οργανικό θέμα της Τζωρτζινίτσας», κατέθεσε ο κ. Ηλιάδης.
Ο εντατικολόγος περιέγραψε στο δικαστήριο πώς έγινε η διακομιδή του κοριτσιού από το Καραμανδάνειο στη ΜΕΘ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
«Την ημέρα εισαγωγής της Τζωρτζίνας ήμουν σπίτι μου. Δέχτηκα τηλεφώνημα από τον γιατρό εφημερίας και με ενημέρωσε ότι υπήρχε κλήση από Καραμανδάνειο νοσοκομείο για σοβαρό περιστατικό, ότι έγινε ανακοπή. Ζήτησα κλίνη. Πήρα το αμάξι μου, πήγα στο νοσοκομείο, δεν είχε έρθει το περιστατικό. Παρατήρησα ότι οι δύο νοσηλεύτριες ετοίμαζαν την κλίνη της μονάδας. Ήρθε το περιστατικό. Το παιδί ήταν διασωληνωμένο. Είχα διακρίνει μεγάλη ένταση στο πρόσωπο του γιατρού που το συνόδευε. Τοποθετήθηκε η μικρή στο κρεβάτι. Μας ευχήθηκε ο γιατρός καλή δύναμη. Είπαμε ότι θα κάνουμε το καλύτερο».
Στη συνέχεια ο κ. Ηλιάδης περιέγραψε τις ενέργειες των ιατρών στη ΜΕΘ του πανεπιστημιακού νοσοκομείου, όταν πια έγινε η εισαγωγή του κοριτσιού.
«Την τοποθετήσαμε αμέσως στον αναπνευστήρα. Έπρεπε να σταθεροποιήσουμε την ασθενή. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο περί ενός πολύ σοβαρού περιστατικού.
Οι πρώτες πληροφορίες που πήραμε ήταν ότι ήταν κάτι αιφνίδιο, ότι δεν προμήνυε κάτι, ότι υπήρχαν δύο θάνατοι. Θέλαμε να μάθουμε στις λεπτομέρειες για την ανακοπή.
Τις πρώτες ώρες αντιμετώπισης της Τζωρτζίνας διαπιστώσαμε ότι είχαμε ένα φυσιολογικό καρδιογράφημα. Μας έκανε εντύπωση ότι, παρόλο που μπήκαν καρδιολογικά φάρμακα, όσο περνούσαν λεπτά και ώρες είχαμε σταθερή εικόνα για το καρδιογράφημα. Αποφασίσαμε να μπούμε πρωτόκολλο υποθερμίας με σκοπό να κατέβει η θερμοκρασία στο 33 για αποφυγή εγκεφαλικού οιδήματος», κατέθεσε ο κ. Ηλιάδης και πρόσθεσε: «Ήταν μια δραματική νύχτα, έφυγα στις 5 το πρωί. Ήταν ένας ασθενής που πέσαμε από πάνω του, μπορώ να πω ότι αυτά που κάναμε ήταν εφάμιλλα με όσα βλέπουμε στα μεγάλα νοσοκομεία του εξωτερικού. Γύρω στις 5 το πρωί τα πράγματα σταθεροποιήθηκαν και έκλεισε η πρώτη νύχτα. Ενημέρωσα τους γονείς, είπα "θα πολεμήσουμε, είμαστε κοντά σας"».
Στη συνέχεια ο κ. Ηλιάδης εξήγησε πώς άρχισε να ερευνά τι μπορεί να οδήγησε το παιδί στην ανακοπή.
«Την επόμενη ημέρα πήραμε τις πληροφορίες που θέλαμε για το ιστορικό της οικογένειας. Η μητέρα της Τζωρτζίνας με ενημέρωσε για τον θάνατο της μικρής Μαλένας για την ηπατική ανεπάρκεια. Δεν με έπεισε. Πήρα την κ. Μπάκα, εξαιρετική παιδογκολόγος. Και εκείνη δεν είχε πειστεί για την ηπατική ανεπάρκεια. Μου ήταν αδιανόητο να πιστέψω ότι πέθανε αιφνιδίως από αυτή την αιτία. Είχαμε και τον "θάνατο του λίκνου" στην περίπτωση της Ίριδας. Πήρα τον κ. Παπαγιάννη, που είναι ειδικός στις αρρυθμίες στο Ωνάσειο. Αμέσως μόλις μπήκε το παιδί στη ΜΕΘ πήραμε αίμα και ούρα και τα στείλαμε για τοξικολογικές στον Αγ. Ανδρέα. Κάναμε γονιδιακό έλεγχο στα γονίδια του αιφνίδιου θανάτου. Τότε άρχισα να σκέφτομαι την πλασματική διαταραχή διά αντιπροσώπου Μινχάουζεν», είπε ο κ. Ηλιάδης.
Ο εντατικολόγος περιέγραψε ένα επεισόδιο με τη Ρούλα Πισπιρίγκου όταν άκουσε τη συνομιλία του με την ιατροδικαστή Τσιόλα. Όπως κατέθεσε, «η μητέρα μού είπε "τα άκουσα όλα", της απάντησα ότι δεν την αφορά ό,τι συζητώ με τους συνεργάτες μου. Ήρθαν μετά από μισή ώρα και οι δύο γονείς, φανταζόμουν ότι θα έμπαιναν σαν μαινόμενοι ταύροι, αλλά αντιθέτως μιλήσαμε ήρεμα».
Ο κ. Ηλιάδης αναφέρθηκε και στην εξέλιξη της υγείας του παιδιού που επί δύο μήνες παρέμεινε στην Εντατική.
«Μετά από λίγες ημέρες αποσωληνώσαμε το παιδί. Ήμουν παρών, πάντα είμαι παρών, είναι ιεροτελεστία. Η μικρή τα κατάφερε, τη βάλαμε σε πρόγραμμα αποκατάστασης, αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε με την καρδούλα της. Πήγαινα κάθε πρωί να βλέπω μη μας ξεφύγει κάποια αρρυθμία. Και ήταν και η αγωνία των γονιών μήπως συμβεί κάτι αιφνίδιο. Εγώ δεν ήθελα να πάει στο σπίτι. Με τον κ. Παπαγιάννη αποφασίσαμε, έστω κι αν δεν είχαμε μία αρρυθμία ούτε κάποια βλάβη, για την προστασία της μικρούλας να διακομιστεί με γιατρό στο Ωνάσειο. Της τοποθετήθηκε απινιδωτής στους 60 παλμούς».