Για την υπόθεση του θανάτου των τριών παιδιών από την Πάτρα και τη παραίτηση του μίλησε ο πρώην δικηγόρος της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Σε συνέντευξη στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα Mega», ο κ. Ιωάννης Κόττας μίλησε για τις πληροφορίες περί τσακωμού της Ρούλας Πισπιρίγκου και του Μάνου Δασκαλάκη.
«Ένιωσα την ανάγκη να αποκαταστήσω κάποια πράγματα σχετικά με τις ενέργειές μου. Το ρεπορτάζ ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου και ο Μάνος Δασκαλάκης τσακώθηκαν στο γραφείο μου είναι ψευδές, και αυτό το επιβεβαιώνει και ο κ. Καράμπελας, ο δικηγόρος του κ. Δασκαλάκη. Μετά την Καθαρά Δευτέρα σταμάτησα να είμαι δικηγόρος της Ρούλας Πισπιρίγκου. Δεν έγινε ποτέ αυτό που ειπώθηκε. Οι έρευνες ξεκίνησαν μετά τον θάνατο της Τζωρτζίνας. Σας παραπέμπω στην πρώτη ανακοίνωση που βγάλαμε ότι «όλη η παρουσία η δική μας και των γονιών ήταν για να βρεθεί η αλήθεια για τον θάνατο των παιδιών. Το ζευγάρι ήταν χωρισμένο αλλά στις ενέργειές τους ήταν μαζί. Τα ζευγάρια πολλές φορές έχουν δύο δικηγόρους, και βγάλαμε κοινή ανακοίνωση και κοινές υπογραφές, ανέφερε αρχικά.
«Με την πρώτη εμφάνισή τους το ζευγάρι ήταν μαζί στην υπερασπιστική γραμμή τους, δεν είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα. Ο σύζυγός της έλεγε ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου ήταν άριστη μητέρα και σύζυγος. Ο κ. Δασκαλάκης όταν έκανε τη δήλωση υποστήριξης κατηγορίας, μετά την αποκάλυψη της κεταμίνης άλλαξε τη γραμμή του. Μέχρι τότε, κανείς δεν είχε στοιχεία. Διάβασα τις 2 πρώτες καταθέσεις και εκεί μιλούσαν για παθολογικά αίτια τα οποία απέδιδαν στους γιατρούς. Ουδέποτε παραδέχθηκαν ότι υπήρξε εγκληματική ενέργεια», πρόσθεσε.
Πρώην δικηγόρος Ρούλας Πισπιρίγκου: Γιατί παραιτήθηκα
«Διαφώνησα με την υπερέκθεση στα ΜΜΕ. Είπα για το βάρος τριών παιδιών που έχουν χαθεί δεν σκεφτόμουν καν να βγω να μιλάω χωρίς να έχω στοιχεία. Τους είπα λοιπόν "μην μιλάτε, αφήστε να βγουν τα στοιχεία, και να βγείτε να απαντήσετε και με τα ιατρικά χαρτιά που έχετε και αν χρειαστεί να πάρετε κάποιους τεχνικούς συμβούλους και να απαντήσετε σε οτιδήποτε σας αποδοθεί, αν σας αποδοθεί".. Η Ρούλα Πισπιρίγκου το έκανε γιατί ένιωθε μία τεράστια κοινωνική πίεση», κατέληξε.