Από την Πράγα όπου ζει η συγγραφέας Κική Τσιλιγγερίδου που πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο αστυνομικό της μυθιστόρημα, γράφει για τις μέρες αυστηρής καραντίνας στην Τσεχία αλλά και για τον προβληματισμό σε συγγραφείς και εκδότες για την επόμενη μέρα.
Ακριβώς πριν την επέλαση του κορωνοϊού κυκλοφόρησε το δεύτερο αστυνομικό της μυθιστόρημα «Πύρινη Κόλαση« (εκδόσεις Bell) με την αστυνομικό Στέλλα Ανταμς που ήδη έχει γίνει εμβληματική φιγούρα να αναλαμβάνει δράση. Μια άλλη «κόλαση» όμως άρχισε να αναπτύσσεται παγκοσμίως με την Κική Τσιλιγγερίδου, δημοσιογράφο και συγγραφέα που από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε να ζει στην Πράγα, στην Τσεχία, να βιώνει τους νέους κανόνες, να νιώθει μεγαλύτερη νοσταλγία από ποτέ για την Ελλάδα και να θέτει τα πρώτα σημαντικά ερωτήματα για το μέλλον του βιβλίου.
«Όλο αυτό ξεκίνησε αργά, αλλά δεν άργησε να πάρει αυτό που λέμε “διαστάσεις χιονοστιβάδας”. Στην αρχή, ενοχλήθηκα που δεν θα μπορούσα να κατεβώ στην Ελλάδα για να παρουσιάσω το βιβλίο μου. Έπειτα, λυπήθηκα που δεν θα μπορούσα να κατεβώ στην Ελλάδα ούτως ή άλλως, ακόμη και για να δω τους δικούς μου. Και όλα αυτά έγιναν μόλις πριν από τρεις εβδομάδες — μου φαίνονται σαν μήνες, ή και χρόνια. Και γελάω που η έγνοια μου τότε, στην αρχή, ήταν το βιβλίο μου και οι παρουσιάσεις του… Κατάλαβα καλά, με τον δύσκολο τρόπο, πόσο μικρή σημασία έχει το δικό σου, μικρό πρόβλημα απέναντι στο μεγάλο και κοινό. Ελπίζω να μην το ξεχνάω όταν όλα αυτά θα τελειώσουν.
Το δεύτερο που έμαθα είναι πως τέτοιες κρίσιμες στιγμές θέλεις να τις περνάς στην κοινότητά σου. Δεν είμαι σίγουρη γιατί. Και δεν με νοιάζει να το καταλάβω. Αλλά, ζώντας σε μια ξένη χώρα τώρα με την επιδημία, βλέποντας όλους τους δικούς σου να κινούνται γύρω από τον ίδιο άξονα, σε αντίθεση με σένα, αισθάνεσαι μόνος, απομονωμένος και ανασφαλής. Ακόμη και αν αυτή η ξένη χώρα δεν είναι η Ιταλία, η Αγγλία ή η Αμερική, με όλα τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αλλά η Τσεχία με τα αυστηρά της μέτρα και τους πειθήνιους απέναντι στον νόμο κατοίκους της. Δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο. Ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόσο έντονη νοσταλγία, και ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόσο μεγάλη την απόσταση που με χωρίζει από την Ελλάδα. Μια αγεφύρωτη απόσταση — κυριολεκτικά.
Δεν έμαθα κάτι άλλο, απλώς άλλαξα συνήθειες, όπως και όλοι. Προσέχω πολύ. Και δουλεύω από το σπίτι —είμαι από τους τυχερούς που μπορούν, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα—, και μάλιστα δουλεύω πολύ, εντατικά. Το κάνω ίσως και για “ψυχολογική στήριξη”: αν ξέρεις πως δουλεύεις πάνω σε ένα πρότζεκτ που είναι να γίνει “τότε”, ας πούμε τον Ιούνιο, ή τον Σεπτέμβριο, ή τα Χριστούγεννα, πιστεύεις πως θα υπάρχει αυτό το “τότε”, και πως όλα “τότε” θα είναι φυσιολογικά. “Τότε”. Οπότε δουλεύεις, έστω και σε τέτοιες συνθήκες. Προσπαθώντας όλη την ώρα να μην αφήνεις το μυαλό σου να ξεγλιστράει, να είναι συνέχεια αλλού.
Το ίδιο όμως δεν μπορεί να γίνει με τα βιβλία, με το γράψιμο. Αυτό χρειάζεται όλο σου τον εαυτό, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε διεκπεραιωτική δουλειά. Το βασικότερο από καθετί σχετικό με τα βιβλία σήμερα, νομίζω, είναι να δούμε με πόσες δυνάμεις θα συνεχίσει ο κόσμος των εκδόσεων όταν θα τελειώσει αυτό το κακό. Όλοι έχουμε φίλους που εργάζονται ή που έχουν οι ίδιοι μικρές επιχειρήσεις, και που ήδη αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Μιλάμε μαζί τους, τα γράφουμε, τα διαβάζουμε και τους ακούμε να μας τα λένε. Τα περισσότερα βιβλιοπωλεία και οι περισσότεροι εκδοτικοί είναι ακριβώς αυτό: μικρές επιχειρήσεις. Όχι ότι δεν θα πληγούν και οι μεγάλοι βέβαια, που έχουν και μεγαλύτερο κύκλο εργασιών. Ίσως πληγούν ακόμη περισσότερο. Δεν ξέρω τι θα δούμε όταν πέσει η σκόνη, όταν ξημερώσει στην Ελλάδα και παντού, αλλά φοβάμαι πολύ.
Και λέω συνέχεια στον εαυτό μου πως αδίκως φοβάμαι τόσο πολύ, πως όλα θα αλλάξουν, πως η Στέλλα Άνταμς δεν θα φοβόταν έτσι, και πως κάποια στιγμή, πολύ σύντομα, θα μπούμε ξανά σε κανονικούς ρυθμούς.
Μακάρι.»