Μια ψύχραιμη και μαζί βαθιά συναισθηματική αφήγηση από τον Φώτη Σεργουλόπουλο που αυτές τις μέρες της καραντίνας και της πανδημίας, θυμάται την επίσκεψη που τον συγκλόνισε στη σοφίτα όπου κρυβόταν η Αννα Φρανκ.
Mια αφήγηση από το παρελθόν, μια ιστορία που συγκλόνισε την ανθρωπότητα, αυτή της Αννας Φρανκ όπως μπροστά στα μάτια του την είδε να συντίθεται ο Φώτης Σεργουλόπουλος στην τελευταία του επίσκεψη στο Αμστερνταμ, αναδύεται στο ημερολόγιο καραντίνας του γνωστού παρουσιαστή. Μέσα από τον εγκλεισμό που τώρα ζούμε, σε έναν πόλεμο απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό όπως γράφει, αναλογίζεται τις μέρες που πέρασε η Αννα Φρανκ αλλά και την προδοσία, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντικό είναι να μην μας παραπλανήσει κανείς μέσα στην πανδημία.
«Άννα μην κλαις.
Τον περασμένο Οκτώβριο έκανα ένα ολιγοήμερο ταξίδι στο Άμστερνταμ. Δεν ήταν η πρώτη φορά, όμως κάθε φορά που πήγαινα να επισκεφθώ το μουσείο της Άννας Φρανκ οι πελώριες ουρές με αποκάρδιωναν. Έτσι πολύ πριν αναχωρήσω αγόρασα το εισιτήριο μου διαδικτυακά ώστε αυτή τη φορά να καταφέρω να το επισκεφθώ.
Πάντα αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που κάνει τόσο κόσμο να επισκέπτεται απλά ένα σπίτι. Όταν όμως μπήκα μέσα, ανέβηκα τις πολύ στενές και απότομες σκάλες και αφού πέρασα την “ντουλάπα-κρύπτη” ήταν σαν να μπήκα σε έναν κόσμο που ανακάλυπτα για πρώτη φορά και δεν είχα ποτέ φανταστεί. Η δεκατετράχρονη Άννα με την αδερφή της και τους γονείς της μαζί με μία φιλική οικογένεια αποφάσισαν να κρυφτούν εκεί από την ναζιστική παράνοια που ένας από τους στόχους της ήταν να αφανίσει κάθε Εβραϊκό κύτταρο σε όλο τον κόσμο. Αναρωτιόμουν πώς μπόρεσαν να μείνουν δύο χρόνια μέσα σε αυτό το κουκλόσπιτο; Πόσο απόλυτος ήταν ο φόβος που τους διακατείχε ώστε να αμπαρωθούν, να περπατούν στα νύχια των ποδιών τους και να μιλούν ψιθυριστά ώστε να μην τους ακούσουν οι έξω. Πέρασαν δύο χρόνια απόλυτου εγκλεισμού. Με τη ζωή τους μέσα στη σοφίτα τους να κυλάει σχεδόν κανονικά, όπως άλλωστε τα περιγράφει εξαιρετικά η Άννα στο γνωστό ημερολόγιο της.
Στην επίσκεψή μου περνούσα δίπλα από το κρεβάτι που κοιμόταν, κοιτούσα με εμμονή τους τοίχους που τους είχε στολίσει με εικόνες από περιοδικά της εποχής και τη φανταζόμουν να κοιτάει κρυφά πίσω από τα παράθυρα για να μπορέσει να πάρει έστω μία ανάσα από τον κόσμο που περνούσε έξω στο δρόμο ενώ ο φόβος να την φέρνει πίσω πάλι σκυμμένη πάνω από το ημερολόγιο της για να διηγηθεί άλλη μία μέρα όπως όλες οι άλλες. Τελικά ο εχθρός μπήκε μέσα στο μικρό αυτό καταφύγιο. Κάποιοι από αυτούς που κυκλοφορούσαν έξω τους πρόδωσαν. Αυτοί που πίστευαν ότι η δική τους ζωή θα είναι άνετη κάνοντας φίλο τους τον εχθρό. Τους πρόδωσαν, και η Άννα μαζί με την οικογένεια της και τους φίλους της πήραν τον δρόμο για τα στρατόπεδα, χωρισμένοι γονείς και παιδιά.
Η Άννα με την αδερφή της μαζί, το μόνο στήριγμα της. Λίγο πριν από την απελευθέρωση δεν άντεξε η καημένη η Άννα και μετά το θάνατο της αδερφής της δεν είχε το κουράγιο να κάνει υπομονή και έφυγε κι αυτή χωρίς να προλάβει να περπατήσει και πάλι στα κανάλια όπως οι υπόλοιποι που έβλεπε να περνούν κάτω από τη κρυφή σοφίτα της. Αυτούς που την πρόδωσαν και την οδήγησαν στο θάνατο. Ίσως να είχε μείνει στο κρησφύγετο της μέχρι την απελευθέρωση, να άνοιγε την πόρτα για πρώτη φορά μετά από χρόνια και μαζί με την οικογένεια της να ανέπνεαν και πάλι τον ελεύθερο αέρα και να συνέχιζαν τη ζωή τους εκεί που την άφησαν.
Όλα αυτά μου ήρθαν και πάλι στο μυαλό όλες αυτές τις μέρες του εγκλεισμού μας απέναντι σε αυτή την πανδημία. Κλεισμένοι στο σπίτι μας προσπαθούμε να ζήσουμε με τον τρόπο που μπορεί ο καθένας και να μην έρθουμε σε επαφή με έναν ιό που θα σκοτώσει εμάς, τους γονείς μας, τους φίλους μας. Πολλοί μίλησαν για πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό. Πολύ σωστά. Αν και ξέρουμε από πού και πώς να προφυλαχτούμε, δεν τον γνωρίζουμε πολύ καλά και κυρίως δεν ξέρουμε πώς να γιατρευτούμε και για να αμυνθούμε προς το παρόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να μείνουμε κλεισμένοι μέσα στο σπίτι μας και να περιμένουμε τη μέρα που θα μας πουν ότι θα είμαστε πιο ασφαλείς για να μπορέσουμε να βγούμε έξω να δούμε και πάλι τους φίλους μας.
Είναι αλήθεια ότι ο εχθρός δε φαίνεται. Δεν πρέπει να μας παραπλανήσουν. Σ’ αυτόν τον πόλεμο κανείς δεν έχει συμφέρον να πάει με τον εχθρό. Κανείς δεν θα συνθηκολογήσει με αυτόν που όλοι πολεμούν. Ας δώσουμε αυτή τη φορά την ευκαιρία η Άννα να ξεκινήσει και πάλι τη ζωή της. Όλοι μαζί να χαρούμε μια καλύτερη ζωή μαζί με τους αδύναμους.»