Τα όσα έζησε στην προσπάθειά της να γίνει ανάδοχη μητέρα καταθέτει μέσω του iefimerida.gr η Λ.Ν., αποτυπώνοντας τις στρεβλώσεις του συστήματος αναδοχής και προχωρώντας σε σοβαρές καταγγελίες για Ίδρυμα της περιφέρειας, οι οποίες είναι σε γνώση όλων των αρμοδίων φορέων.
Η γυναίκα, σχολική ψυχολόγος, μέσα από την επιστολή της κάνει λόγο για αδιαφορία από το Ιδρυμα, αναφέρεται σε μεθοδεύσεις της διοίκησης πιθανότατα για να αποτρέψει τις αναδοχές/ υιοθεσίες, αλλά και τις αδυναμίες που εντόπισε στις προσπάθειες να ασκηθεί ουσιαστικός έλεγχος.
Η αρχή της «Οδύσσειας» για την αναδοχή του κοριτσιού
Στην αρχή της επιστολή της η καταγγέλλουσα αναφέρεται στη γνωριμία της, λόγω του επαγγέλματός της, με ένα από τα παιδιά που φιλοξενούνται στο εν λόγω Ίδρυμα.
«Το σχολικό έτος 2020-2021 εργάστηκα ως σχολική ψυχολόγος, μέλος της Επιτροπής Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΕΔΕΑΥ) σε Δημοτικό Σχολείο της … (σ.σ. αναφέρει την πόλη), μεταξύ άλλων σχολείων. Το Δημοτικό γειτνιάζει με το … (σ.σ. αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος) στο οποίο φοιτούν σε αυτό τα περισσότερα από τα παιδιά που διαμένουν στο ίδρυμα. Στο πλαίσιο των σχολικών μας καθηκόντων, παραπέμφθηκε σε μένα και στη συνάδελφο κοινωνική λειτουργό, μαθήτρια που φιλοξενείται στο ίδρυμα, την οποία και υποστηρίξαμε ψυχοκοινωνικά με συνεδρίες καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Το συγκεκριμένο παιδί έζησε μία πολύ δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, στην οποία δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ, καθώς και πολλές αλλαγές περιβάλλοντος. Θαύμασα το μυαλό της και τη δύναμή της και αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια σχέση εμπιστοσύνης, λόγω της οποίας μου γεννήθηκε η επιθυμία να διερευνήσω τη δυνατότητα υιοθεσίας ή αναδοχής της, ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία. Παράλληλα, πραγματοποίησα εθελοντικά τρεις απογευματινές επισκέψεις στο ίδρυμα, στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2021, με σκοπό τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων δημιουργικής απασχόλησης με τα κορίτσια. Οι επισκέψεις αυτές έγιναν κατόπιν συνεννόησης με αρμόδια υπάλληλο του ιδρύματος, η οποία στην πρώτη συνάντησή μας στον χώρο του σχολείου, προσήλθε ως το πρόσωπο αναφοράς για την επικοινωνία της ΕΔΕΑΥ με το ίδρυμα. Όταν γνώρισα από κοντά τι σημαίνει το συγκεκριμένο Ίδρυμα η επιθυμία μου να την απομακρύνω από αυτό το περιβάλλον έγινε ακόμα πιο έντονη, βλέποντας ότι διαχειρίζεται την τύχη της ... (σσ αναφέρεται το όνομα του παιδιού) και των υπολοίπων κοριτσιών, ανειδίκευτο και εντελώς ακατάλληλο προσωπικό. Γιατί, μόνο ακατάλληλες μπορώ να χαρακτηρίσω, εργαζόμενες και «υπεύθυνες» που κάνουν δηλώσεις όπως «το παιδί είναι ζωηρό επειδή είναι αβάπτιστο» ή που τρομοκρατούν το παιδί απειλώντας ότι «αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε διώξουν από το ίδρυμα», όπως μου ανέφερε το ίδιο το παιδί.
Στο τέλος του σχολικού έτους, εξέφρασα ανοικτά στην αρμόδια υπάλληλο την πρόθεσή μου να προχωρήσω σε αναδοχή της ..., πιστεύοντας ότι θα στήριζε την προσπάθειά μου, αφενός επειδή είχε δηλώσει σε πολλές περιπτώσεις ότι τα κορίτσια που μένουν στο ίδρυμα δεν τα θέλει κανείς λόγω του ότι είναι μεγάλα σε ηλικία και αφετέρου, λόγω της προσωπικής σχέσης που είχα αναπτύξει με τη μικρή. Η σχέση με την ... στο πλαίσιο του σχολείου, με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα τις ανάγκες της, τους φόβους της, τα όνειρά της, κάτι για το οποίο, μία οικογένεια που θα τη γνωρίσει από την αρχή, θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο, περίμενα λοιπόν ότι η κυρία στην οποία απευθύνθηκα αλλά και το Δ.Σ. του ιδρύματος θα ενθάρρυναν και θα στήριζαν την πρωτοβουλία μου. Ωστόσο, η αντίδρασή της ήταν αποθαρρυντική, κάτι που για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα. Μου απάντησε λοιπόν τα εξής: πρώτον, ότι το ίδρυμα δεν κάνει υιοθεσίες, επειδή οι γονείς των περισσότερων κοριτσιών είναι εν ζωή. Τη ρώτησα εάν τα κορίτσια που φιλοξενούνται στο ίδρυμα και των οποίων η μέριμνα έχει αφαιρεθεί με δικαστική απόφαση από τους γονείς, έχουν εγγραφεί στο Μητρώο Ανηλίκων ώστε να πάνε σε ανάδοχες οικογένειες και απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Δεύτερον, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της σχετικά με τον καινούριο νόμο και είπε ότι οι υπεύθυνοι του ιδρύματος ψάχνουν να βρουν τρόπους ώστε να μην φύγουν τα κορίτσια, διαφορετικά το ίδρυμα θα κλείσει. Τρίτον, μου είπε ότι γενικά το ίδρυμα προτιμά οι θετοί γονείς να είναι από εκεί και εγώ επειδή είμαι από άλλη πόλη, δεν είμαι κατάλληλη υποψήφια. Τέταρτον, ότι το συγκεκριμένο κορίτσι είχε ενδιαφερθεί να το υιοθετήσει ο παππούς του - κάτι που παραμένει απλώς μια επαναλαμβανόμενη δήλωση, η οποία δεν έχει γίνει πράξη από το 2020 μέχρι και σήμερα».
«Μου ζήτησαν ψευδή έκθεση για να απομακρύνονται οι ενδιαφερόμενοι θετοί γονείς»
Η αίσθηση που αποκόμισε η καταγγέλλουσα, όπως αναφέρει η ίδια, είναι ότι το Ίδρυμα δεν επιθυμούσε να διευκολύνει τις αναδοχές. Μάλιστα η ίδια τονίζει πως αυτό επιβεβαιώθηκε σύντομα. Στην καταγγελία της η Λ.Ν. συνεχίζει:
«Η εντύπωση που αποκόμισα, ήταν ότι το ίδρυμα, για λόγους που αδυνατούσα να κατανοήσω, προσπαθούσε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα να αποτρέψει τις υιοθεσίες και τις αναδοχές, κάτι που επιβεβαιώθηκε από το παρακάτω περιστατικό: η συγκεκριμένη υπάλληλος έχει βαφτίσει ένα άλλο κορίτσι που διαμένει στο ίδρυμα, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, την αποκαλεί «μαμά» και με το οποίο έχει αναπτύξει ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο. Λίγο καιρό αφότου τέθηκε σε λειτουργία η πλατφόρμα anynet, η ίδια κυρία ζήτησε από εμένα και τη συνάδελφο κοινωνική λειτουργό του σχολείου, να γράψουμε μια ψευδή έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμένη μαθήτρια, στην οποία να αναφέρουμε ότι αντιμετωπίζει μαθησιακές και συναισθηματικές δυσκολίες, προκειμένου να χρησιμοποιήσει το ίδρυμα την έκθεσή μας για να απομακρύνει ενδιαφερόμενους θετούς γονείς. Το αίτημα αυτό, το απηύθυνε αρχικά μέσω της διευθύντριας του σχολείου, η οποία μου τηλεφώνησε για να ζητήσει αυτήν τη «διευκόλυνση προς την κυρία Κ», όπως είπε χαρακτηριστικά. Αρνήθηκα κατηγορηματικά, λέγοντας ότι, δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν είναι αληθές, καθώς η συγκεκριμένη μαθήτρια δεν μας είχε παραπεμφθεί ολόκληρη τη σχολική χρονιά για κάποια δυσκολία. Τόνισα επίσης στη Διευθύντρια, ότι η «χάρη» την οποία μας ζητάει, παραβιάζει τη σχετική νομοθεσία αλλά και τον κώδικα δεοντολογίας των ειδικοτήτων μας. Λίγες μέρες αργότερα, συνάντησα την ίδια την κυρία Κ. έξω από το σχολείο και μου διατύπωσε το ίδιο αίτημα, της επανέλαβα την άρνησή μου, αν και την είχε ήδη ενημερώσει σχετικά η διευθύντρια του σχολείου. Να σημειωθεί εδώ ότι η εργαζόμενη Κ. είναι απλώς μια υπάλληλος, βοηθός της διευθύντρια του ιδρύματος, δεν είναι καν μέλος του Δ.Σ. του ιδρύματος σύμφωνα με τα λεγόμενά της, όμως θεωρώ ότι οι πράξεις και τα λόγια της είναι ενδεικτικές του ότι το Ίδρυμα έχει ως αυτοσκοπό τη συνέχιση της λειτουργίας του, αντί να έχει ως πρωταρχικό του μέλημα το βέλτιστο συμφέρον του κάθε παιδιού που φιλοξενεί. Άλλωστε, από φωτογραφίες δημόσιων εκδηλώσεων του ιδρύματος, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο, διαπίστωσα ότι τα ίδια ακριβώς παιδιά που γνώρισα ενάμιση χρόνο πριν, εξακολουθούν να διαμένουν εκεί, κάτι που δείχνει ότι οι υπεύθυνοι του ιδρύματος έχουν καταφέρει να παρεμποδίσουν τις υιοθεσίες και τις αναδοχές. Αναρωτιέμαι λοιπόν, με ποιο δικαίωμα ένα ιδιωτικό ίδρυμα, το οποίο μάλιστα δεν διαθέτει καν κοινωνική υπηρεσία, αποφασίζει για το μέλλον δεκάδων κοριτσιών, παραβιάζοντας τη σχετική νομοθεσία και μάλιστα χωρίς να υφίσταται καμία συνέπεια».
«Δύσκολο το να γίνει ένας ουσιαστικός και διαφανής έλεγχος»
Στη συνέχεια η σχολική ψυχολόγος αναφέρεται στην προσπάθειά της να γίνει ανάδοχος γονέας, αλλά και στα …ανυπέρβλητα εμπόδια που τονίζει ότι συνάντησε για τα οποία ενημέρωσε όλους τους αρμόδιους φορείς, με αποτέλεσμα να υπάρξει έλεγχος από τις κοινωνικές υπηρεσίες της εν λόγω Περιφέρειας.
«Στη συνέχεια, ακολούθησα την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, υπέβαλα τα δικαιολογητικά μου στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και πέρασα από το στάδιο της κοινωνικής έρευνας, η οποία ολοκληρώθηκε επιτυχώς τον Φλεβάρη του 2022, παρακολούθησα το σεμινάριο της Περιφέρειας για τους υποψήφιους ανάδοχους γονείς και εγγράφηκα στο Μητρώο Γονέων. Η κοινωνική λειτουργός της αρμόδιας Δ/νσης Κοινωνικής Μέριμνας, η οποία «χρεώθηκε» εξαρχής την αίτησή μου και η οποία πραγματοποίησε την κοινωνική έρευνα, πρότεινε σε γραπτή επικοινωνία της με το Τμήμα Αναδοχής και Υιοθεσίας του Υπουργείου Εργασίας, να συνδεθεί απευθείας η... με το πρόσωπό μου, εφόσον βέβαια, δεν έχει συνδεθεί με κάποια άλλη ανάδοχη οικογένεια. Την ίδια περίοδο, εγώ προσωπικά έστειλα γραπτή καταγγελία σχετικά με τις ενδείξεις που είχα ότι το Ίδρυμα παρεμποδίζει τις αναδοχές και τις υιοθεσίες των παιδιών που φιλοξενεί. Λίγες μέρες αργότερα, υπάλληλος του υπουργείου, ζήτησε από την κοινωνική υπηρεσία της Περιφέρειας να πραγματοποιήσει έλεγχο στο Ίδρυμα. Εκεί, διαπιστώθηκε ότι η ... έχει δηλωθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα σα να βρίσκεται σε διαδικασία συγγενικής αναδοχής, κάτι που τελικά δεν ίσχυε. Και μάλιστα, όταν επισημάνθηκε στο προσωπικό του ιδρύματος ότι σύμφωνα με το νόμο τα δηλωθέντα στοιχεία των παιδιών πρέπει να είναι αληθή, εκείνοι έδειξαν απροθυμία να τα τροποποιήσουν (!) Τα Α.Σ.Ο.Α των υπολοίπων παιδιών δεν ελέγχθηκαν καν, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια υπευθυνου, οι εργαζόμενοι της περιφέρειας που πήγαν για έλεγχο, «δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους», γι’ αυτό και μου είπε σε τηλεφωνική μας συνομιλία ότι θα τους ζητούσε να κάνουν έλεγχο και δεύτερη φορά και μάλιστα γραπτώς. Δεν γνωρίζω τι έγινε στη συνέχεια, με διαβεβαίωσε όμως ότι η καταγγελία μου «πήρε τον δρόμο της» και ότι θα κατέληγε στη Δημόσια Αρχή Διαφάνειας. Να σημειωθεί εδώ ότι σε μικρές πόλεις σαν …(σ.σ. αναφέρει το όνομα της πόλης), οι εργαζόμενοι σε τέτοιες υπηρεσίες γνωρίζονται μεταξύ τους και συχνά αναπτύσσονται φιλικές σχέσεις μεταξύ τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπλέον, σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, το Ίδρυμα, έχει μεγάλο κύρος και απολαμβάνει ευρείας κοινωνικής αποδοχής, καθώς έχει χτίσει μια εικόνα στην κοινωνία ότι «κάνει θεάρεστο έργο». Αυτό καθιστά δύσκολο το να γίνει ένας ουσιαστικός και διαφανής έλεγχος. Οι εκάστοτε μητροπολίτες, δήμαρχοι και περιφερειάρχες που διατηρούν δημόσιες σχέσεις με το Ίδρυμα και φωτογραφίζονται σε εκδηλώσεις με τα μέλη του και με τα φιλοξενούμενα εκεί παιδιά, είτε δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες αναδοχής και υιοθεσίες, είτε δεν ενδιαφέρονται.
«Το Ίδρυμα ''διαλέγει'' οικογένειες για τα παιδιά»
Η Λ.Ν. συνεχίζει στην επιστολή της αναφερόμενη στο τι απέγινε τελικά το αίτημά της για αναδοχή.
«Σε ό,τι αφορά το αίτημά μου για αναδοχή της ..., όπως μεταφέρθηκε από την κοινωνική λειτουργό της Περιφέρειας, περίμενα για τρεις μήνες την απάντηση της, η οποία, σε τηλεφωνική μας επικοινωνία μου ζήτησε να εξασφαλίσω μια βεβαίωση από το Ίδρυμα (δηλαδή από τα ίδια άτομα που είχα καταγγείλει για παρακώλυση των αναδοχών) που να βεβαιώνει ότι είχα «προσωπική» σχέση με το παιδί. Κι αυτό επειδή, σύμφωνα με το σκεπτικό της, η σχέση που ανέπτυξα με το παιδί εντός του σχολικού πλαισίου ήταν μόνο «επαγγελματική» και αυτό δεν ήταν αρκετό. Τελικά, η κυρία έστειλε γραπτώς πρόταση στο Ίδρυμα, να πραγματοποιηθεί η σύνδεσή της ... με το πρόσωπό μου. Η απάντηση του Ιδρύματος καθυστέρησε περίπου έναν μήνα, υπογραφόταν όχι από το Δ.Σ. αλλά από μία εθελόντρια κοινωνική λειτουργό και έλεγε ότι κανένας από το Δ.Σ. ούτε και από το προσωπικό του Ιδρύματος, δεν με γνωρίζει! Μετά από αυτό, στις αρχές Σεπτεμβρίου, εγώ η ίδια έστειλα μια γραπτή επιστολή στο Ίδρυμα, στην οποία τους υπενθύμιζα ποια είμαι, ότι είχα συνεργαστεί μαζί τους για την υποστήριξη της ένταξης της ... στο σχολείο και εξέφραζα την έκπληξή μου για το γεγονός ότι δήλωσαν ότι δεν με γνωρίζουν. Τέλος, τους ζητούσα να θέσουν πάνω απ’ όλα το συμφέρον του παιδιού και να σκεφτούν την πρόταση του υπουργείο για αναδοχή της ... από εμένα. Επιπλέον, έστειλα ένα e-mail στην Περιφέρεια εκθέτοντας τους προβληματισμούς μου, παραθέτοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το Ίδρυμα ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι δεν με γνωρίζει, και ζητώντας της να μου απαντήσει, εάν προτίθεται να επιμείνει στην πρόταση σύνδεσης του συγκεκριμένου παιδιού μαζί μου. Δεν έλαβα ποτέ καμία απάντηση. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Ίδρυμα μου απάντησε με επιστολή ότι πρόκειται για παρεξήγηση και ότι δεν κατάλαβαν αμέσως ότι η πρόταση σύνδεσης αφορούσε εμένα, καθώς δεν θυμόντουσαν το επώνυμό μου. Με ευχαρίστησαν για το ενδιαφέρον μου για την ... αλλά αρνήθηκαν τη σύνδεση του παιδιού μαζί μου, καθώς, όπως δηλώνουν, το Ίδρυμα ακολουθεί τη διαδικασία μέσω της πλατφόρμας anynet, «σύμφωνα με τις υποδείξεις των αρμοδίων Υπηρεσιών». Την ίδια εβδομάδα, πληροφορήθηκα από γνωστό μου άτομο, ότι υπάρχει μια άλλη κυρία από εύπορη οικογένεια της πόλης, η οποία ενδιαφέρεται για αναδοχή της ... και η οποία την επισκέπτεται τακτικά στο ίδρυμα. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τη συνολική στάση του Ιδρύματος, θεωρώ ότι συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε προτού τεθεί σε εφαρμογή ο νέος νόμος, με λίγα λόγια, «διαλέγει» οικογένειες για τα παιδιά που φιλοξενεί, άγνωστο με ποια κριτήρια, ενώ για τα υπόλοιπα που παραμένουν εγκλωβισμένα εκεί μέσα – κάποια πρέπει να παραμείνουν, επειδή, αν δοθούν όλα σε οικογένειες, το Ιδρυμα δεν θα έχει λόγο ύπαρξης. Και κάπου εδώ, το περίφημο συμφέρον του παιδιού πάει περίπατο. Σε ό,τι αφορά την προσωπική μου ιστορία, δεδομένου ότι το αρκετά ψυχοφθόρο και γεμάτο ματαιώσεις εγχείρημα για αναδοχή της ..., το οποίο ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2021 και μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει καρπούς, κατέληξα στο ότι έχω εξαντλήσει όλα τα νόμιμα μέσα και σκέφτομαι να παραιτηθώ και να συνεχίσω την προσπάθεια για αναδοχή κάποιου άλλου παιδιού. Η εμπειρία μου από την προσπάθεια αναδοχής της ... με έκανε να καταλάβω ότι στο υπάρχον πλαίσιο υιοθεσίας και αναδοχής, δεν ενθαρρύνεται η σύνδεση παιδιών με πρόσωπα που ανήκουν στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Αντιθέτως, από τη μία πλευρά τα Ιδρύματα με τα μέσα που χρησιμοποιούν και από την άλλη το Τμήμα Αναδοχής και Υιοθεσίας του Υπουργείου με τις κωλυσιεργίες του, αποδυναμώνουν τους υπάρχοντες δεσμούς αυτών των προσώπων με τα παιδιά, με τα τελευταία να συνεχίζουν να παραμένουν στα Ιδρύματα».