Ένα «σκηνικό πολέμου» με εκρήξεις και απίστευτη αγριότητα κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι περιέγραψαν οι μάρτυρες στη σημερινή συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων.
Η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό και τον ανιψιό της επέρριψε ευθύνες στους αστυνομικούς που έστελναν τα αυτοκίνητα προς το Μάτι με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν εκατοντάδες άτομα. Η ίδια κατάφερε να σωθεί επειδή πρόλαβε μαζί με την κόρη της να φύγει προς την Αθήνα λίγα λεπτά πριν.
«Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό, υπήρχε ένα όργανο εκεί που αντί να έκανε καλύτερη κατάσταση, έριχνε κόσμο μέσα», είπε η μάρτυρας συμπληρώνοντας:
«Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο Δικαστήριο. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε, η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη ημέρα».
Σε έντονη συναισθηματική φόρτιση περιέγραψε την τελευταία επικοινωνία που είχε με τους συγγενείς της που χάθηκαν στις φλόγες.
«Γύρω στις 6 και τέταρτο μιλάω με την αδελφή μου και ήταν σε πανικό, σε σοκ. Μου λέει «θα καεί το σπίτι» και μου το κλείνει. Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο Δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μου λέει «τι είναι αυτό, φωτιά» και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου. Πάντα ήξερα πως τα πυροσβεστικά κάνουν ένα τείχος στην πλευρά του Βουτζά και δεν είχε περάσει πότε η φωτιά στην Μαραθώνος. Και δεν είχα δει και πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα. Παίρνω ξανά τη μητέρα μου, είχαν νεκρώσει τα τηλέφωνα, δεν ήταν σε λειτουργία», ανέφερε στο δικαστήριο.
Στη συνέχεια η μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες να μάθει πού βρίσκονται τα αγαπημένα της πρόσωπα.
«Γύρω στις 7:30 το σήκωσε κάποιος στο 199. Του λέω, θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, αν έχουν τέσσερις ανθρώπους, μου είπε δεν «έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ». Φυσικά δεν με πήρε πότε. Άκουσα από κάπου πως άρχισαν να παίρνουν ανθρώπους στα νοσοκομεία και μιλάω με δικούς να σκορπιστούμε στα νοσοκομεία. Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί. Προσπαθούσα να βρω κάποιον από δικούς μου. Γύρω στις δώδεκα με μία, βλέπω κάποιον γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω και εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δε θα σωθούν. Στις πέντε το πρωί οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε «θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε». Όταν έφτασε ο ανιψιός μου, πήγαμε στο Μάτι, το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου, η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη, προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες. Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA…», είπε η κα Αβραμίδου στην κατάθεσή της.
Την απόλυτη φρίκη που βίωσε περιέγραψε στο δικαστήριο η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί με συγγενείς της προηγούμενης μάρτυρα. την αδελφή και το γιο της προηγουμένης μάρτυρα
«Γίνεται μια μεγάλη έκρηξη, πέφτει απόλυτο μαύρο. Για πολλή ώρα ακουγόταν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω. Με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει «καιγόμαστε, έλα». Ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό. Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα, αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία, βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μία οικογένεια, που έκλαιγαν γοερά και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητο τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε.
Ανατριχίλα στο ακροατήριο προκάλεσε η κατάθεση της Ελένης Παπαποστόλου, η οποία έχασε τον πατέρα της, που ήταν ιερέας. Όπως περιέγραψε, βούτηξαν στη θάλασσα να σωθούν, εκείνος δεν άντεξε και για να μην χάσουν τη σορό τον κρατούσαν από τα ράσα.
«Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας, ήταν πολύ ανησυχητικό όλο αυτό, το πρώτο μέλημα μου ήταν ο πατέρας μου, λόγω της κατάστασης της υγείας του. Σε κάποια φάση το σκηνικό έγινε πιο απειλητικό, πιο έντονο, άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις για μένα ήταν πόλεμος, όλα έγιναν μαύρα. Η θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να κάνει κυματισμούς δεν ήταν πως πηγαίναμε κάπου αλλά παρασυρόμασταν. Άρχισα να κουράζομαι. Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει «βοήθεια», είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει «Θεέ μου, συγχώρεσε με», γυρνάει στη μητέρα μου και λέει «σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα», και λέει και «σε όλους…» και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, ακούγεται βρόγχος και έφυγε από τη ζωή. Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού καρπού το ράσο. Της έλεγα ή οι τρεις μας ή κανένας θα πάμε μαζί», κατέθεσε κλαίγοντας η μάρτυρας.
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα.