Ο ράπερ και μουσικός παραγωγός Dr. Dre εισήχθη εσπευσμένα στο νοσοκομείο αφότου υπέστη ανεύρισμα εγκεφάλου.
Ο 55χρονος Αμερικανός μετήχθη στο Ιατρικό Κέντρο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελς της Δευτέρα. O Dr. Dre ανάρτησε αργότερα ένα ποστ στο Instagram με το οποίο καθησύχαζε τους θαυμαστές του για την υγεία του. «Είμαι πολύ καλά και δέχομαι εξαιρετικής φροντίδας από την ιατρική μου ομάδα» έγραψε ο μουσικός παραγωγός.
Ο δικηγόρος του Dr Dre μιλώντας στο Billboard δήλωσε πως ο πελάτης του ξεκουράζεται και αναρρώνει μετά την περιπέτεια της υγείας του. Στην ανάρτησή του εξάλλου, ο Dr. Dre σημείωσε: «Θα βγω από το νοσοκομείο και θα επιστρέψω σπίτι σύντομα. Συγχαρητήρια σε όλη την υπέροχη ομάδα επαγγελματιών στο Cedars. Αγάπη!!».
Ποιος είναι ο Dr Dre
Ο Αντρέ Ρόμελ Γιάνγκ, γνωστός με το καλλιτεχνικό όνομα Dr. Dre, έκανε τα πρώτα του βήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τους The World Class Wreckin' Crew στο Λος Άντζελες.
Το 1986 γνώρισε τον Ice Cube με τον οποίο έγραφαν κομμάτια για την Ruthless Records του πρώην έμπορου ναρκωτικών, Eazy-E. Την ίδια χρονιά ο Eazy E μαζί με τον Dr. Dre, τον Ice Cube και τους δυο παραγωγούς MC Ren και DJ Yella δημιούργησαν τους θρυλικούς N.W.A. (Niggaz With Attitude), ένα απ’τα πρώτα gangsta rap συγκροτήματα και πρώτο στη Δυτική Ακτή(West Coast) των ΗΠΑ.
Tο 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό δίσκο The Chronic 1992. Δεν ήταν μόνο το ντεμπούτο του καινούριου στυλ στο μουσικό στερέωμα, το G-Funk (gangsta funk) άλλα και γνωριμία με τον πολύ καλό φίλο και συνεργάτη στο μέλλον, τον Snoop Dogg.
Το 1993 ήρθε η στιγμή ο Dre να δείξει τις ικανότητες του και ως παραγωγός στο πρώτο άλμπουμ του καλού του φίλου Snoop Dogg με τίτλο Doggystyle, το οποίο γνώρισε σημαντική επιτυχία.
Το 1996 Dr Dre έκανε το μεγάλο βήμα και ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρία, την Aftermath Entertainment, μία από τις μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες εταιρίες στη Δυτική Ακτή, η οποία στέγασε πολλές προσωπικότητες της Χιπ-Χοπ σκηνής όπως οι Eminem, Busta Rhymes, 50 Cent, The Game και πολλοί άλλοι.
Με πληροφορίες από Wikipedia