Σε ηλικία 86 ετών έφυγε από τη ζωή ο καταξιωμένος ηθοποιός Σπύρος Φωκάς, ο οποίος τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Το τελευταίο διάστημα διέμενε σε κέντρο αποκατάστασης, καθώς είχε εγκαταλείψει το σπίτι του στην Κόρινθο μετά τις πρόσφατες φωτιές.
Ο Σπύρος Φωκάς είχε καταφέρει να σημειώσει μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, συμμετέχοντας σε δεκάδες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ υπήρξε ένας από τους ωραιότερους ζεν πρεμιέ του ελληνικού και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Ο Σπύρος Φωκάς παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Ο πρώτος γάμος ήταν μόλις στα 21 του και ο τελευταίος στα 76, με τη Λίλιαν Φωκά. Δεν απέκτησε παιδιά, γιατί, όπως είχε πει, «δεν μου αρέσει ο κόσμος που ζω ο ίδιος και έτσι δεν θέλησα να υποχρεώσω ένα παιδί να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο».
Ποιος ήταν ο Σπύρος Φωκάς
Ο Σπύρος Φωκάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου 1937 ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος, όπου πέρασε τα πρώτα μαθητικά του χρόνια σε ιδιωτικό σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και η μητέρα του, η οποία καταγόταν από την Κέρκυρα, νοικοκυρά.
Μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ήταν 9 χρόνων, και τελείωσε το σχολείο στην Καλλιθέα. Οι γονείς του αργά ή γρήγορα στήριξαν την απόφασή του να γίνει ηθοποιός, καθώς ο ίδιος ήταν αποφασισμένος.
Πήρε το καλλιτεχνικό όνομα «Φωκάς» όταν ξεκίνησε την καριέρα του. Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1959, στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα». Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και αποτέλεσε το εισιτήριο για τη διεθνή καριέρα του.
Η αρχή της καριέρας στην Ιταλία
Όντας απόφοιτος της δραματικής σχολής του Κωστή Μιχαηλίδη, ο Σπύρος Φωκάς πήρε την απόφαση να φύγει για την Ιταλία και να κυνηγήσει τα όνειρά του στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά.
H πρώτη του εμφάνιση σε ξενόγλωσση ταινία ήταν το 1960, στο «Morte di un amico», ιταλικής παραγωγής.
Ξεκίνησε να συμμετέχει σε διεθνείς παραγωγές, όπως στις ταινίες «Όταν θέλει η γυναίκα», του Βιντσέντε Μινέλι, δίπλα στη Λάιζα Μινέλι, και «Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του», του Λουκίνο Βισκόντι, στο πλευρό του Αλέν Ντελόν, της Κατίνας Παξινού και της Κλαούντια Καρντινάλε.
Μετά την εμφάνισή του στην ταινία του Φράνκο Ρόσι «Ο θάνατος ενός φίλου», η κινηματογραφική του καριέρα απογειώθηκε, με τις προτάσεις να πέφτουν βροχή, ενώ κερδίζει και το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Ο ξένος Τύπος αποθέωσε εκτός από το ταλέντο του και την ομορφιά του. Σε ξένο δημοσίευμα γράφτηκε πως συναγωνιζόταν σε ομορφιά ακόμη και τον Αλέν Ντελόν.
Η επιτυχία στο Χόλιγουντ και η επιστροφή στην Ελλάδα
Στη συνέχεια αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα, πηγαίνοντας στο Χόλιγουντ και ξεκινώντας να παίζει σε αμιγώς αμερικανικές παραγωγές.
Επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και γυρίζει στη Φίνος Φιλμ δύο ταινίες με τη Ζωή Λάσκαρη, τον «Εγωισμό» και τη «Στεφανία», του Γιάννη Δαλιανίδη, που έγραψαν ιστορία.
Δεν άργησε να ξαναφύγει για τις ΗΠΑ, όπου πρωταγωνίστησε σε ταινίες με μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως το «Διαμάντι του Νείλου» και το «Ράμπο 3», με τον Σιλβέστερ Σταλόνε.
Στο «Διαμάντι του Νείλου» το 1985, μια ταινία δράσης με κωμικά στοιχεία, που γυρίστηκε στο Μαρόκο, υποδύθηκε έναν Άραβα μεγιστάνα δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, την Καθλίν Τέρνερ και τον Ντάνι ντε Βίτο.
Η παρουσία του στην ελληνική τηλεόραση ήταν, επίσης, πολύ σημαντική. Εμφανίστηκε σε πολλές δημοφιλείς τηλεοπτικές παραγωγές, όπως «Το γαλάζιο διαμάντι», «Ανατομία ενός εγκλήματος», «Έλλη και Άννα», «Δύο Ξένοι», «Της Αγάπης Μαχαιριά» κ.ά.
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός και από τις εμφανίσεις του σε γνωστά θέατρα του εξωτερικού.
Σε όλη την κινηματογραφική καριέρα του έπαιξε με επιτυχία σε πάνω από 30 ταινίες, οι περισσότερες σε Ιταλία και ΗΠΑ.