«Ποτέ δεν είχε εκφραστεί με τόσο κυνισμό το γεγονός πως δεν έχει την ίδια αξία η ζωή όλων μας». Σε μια επιστολή, η οποία αναγνώστηκε στο γαλλικό ραδιόφωνο France Inter, την Δευτέρα 4 Μαίου, ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ έγραψε συγκλονισμένος για την τύχη που επεφύλαξε ο κόσμος στους ηλικιωμένους, κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid-19, γράφει το έγκριτο σάιτ Slate.
«Μέχρι ποια ηλικία αρμόζει να θεραπεύει κανείς τους αρρώστους και να τους βάζει στην εντατική; Ως τα 70, τα 75, τα 80;», διερωτάται, στην επιστολή του ο συγγραφέας και επικρίνει γιατρούς και πολιτικούς για την μοίρα που επεφύλαξαν στους ηλικιωμένους, οι οποίοι απειλήθηκαν περισσότερο από τον κορωνοϊό.
Η γήρανση των δυτικών κοινωνιών είναι πρόσφατο φαινόμενο. Η κραυγή αγωνίας του Μισέλ Ουελμπέκ αφήνει να εννοηθεί ότι τα γηρατειά δεν είναι πλέον ελκυστικά, κατά κάποιο τρόπο θεωρούνται μισητά, ενώ στο παρελθόν συμπεριφέρονταν στους ηλικιωμένους με μεγαλύτερη ανθρωπιά.
Ισχύει, όμως, αυτό; Για παράδειγμα, ζούσαν καλά οι 60χρονοι ή 70χρονοι επί Λουδοβίκου XV; Ας δούμε πως εξελίχθηκε η εικόνα του «γέρου» ανά τους αιώνες, αναφέρει το Slate και κάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναδρομή.
Γέροι του σήμερα και του χθες
Μια πρώτη διαπίστωση: οι γέροι του σήμερα δεν είναι ίδιοι με τους γέρους του χθες. «Επί Λουδοβίκου, εύκολα μπορούσε κάποιος να χαρακτηριστεί γέρος στα 45 ή 50 έτη», αναφέρει ο ιστορικός Jean-Pierre Bois, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Γέροι». Γύρω στα 1700, στη Γαλλία, οι συνθήκες ζωής ήταν άθλιες (εξαιτίας κυρίως της κακής διατροφής και της παιδικής θνησιμότητας), το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση ήταν τα 25 έτη. Οι 80χρονοι ήταν σπάνιοι, αν και υπάρχουν, όπως αποδεικνύει ο μύθος του Λαφονταίν «Ο γέρος και οι τρεις νέοι». «Για την εποχή, η ηλικία των 80 είναι πραγματικά πολύ προχωρημένη. Ο 80χρονος του Λαφονταίν θα ήταν σήμερα ο 100χρονος. Τα άτομα που έφταναν σε τόσο μεγάλη ηλικία γίνονταν μυθικά, μετά τον θάνατό τους. Αποτελούσαν μέρος της μνήμης σε ένα χωριό», σχολιάζει ο ιστορικός.
Με το πέρασμα των χρόνων, όσο αλλάζει η εικόνα για τους ηλικιωμένους, τόσο προσαρμόζεται και το λεξιλόγιο. Οι λέξεις «πρόγονοι» ή «παλιοί», στον 20ό αιώνα έγιναν «τρίτη ηλικία» ή «seniors», γύρω στη δεκαετία του 1960, υπό την επιρροή των νέων πολιτικών που προβλέπονταν για τους ηλικιωμένους. Στον 21ο αιώνα, με την έκφραση «τέταρτη ηλικία», τα γηρατειά κέρδισαν status, σε σημείο που δύσκολα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για «γηρατειά», σύμφωνα με την ιστορικό Élise Feller.
Ο γέρος και η οικογένειά του: μια αμφίρροπη σχέση
Ο ιστορικός Jean-Pierre Bois προειδοποιεί για δύο λάθη: «Είναι λάθος να λέμε ότι ήταν καλύτερα πριν ή ότι ήταν χειρότερα. Στην πραγματικότητα, κάθε κοινωνία προσεγγίζει το ζήτημα των γηρατειών με τους δικούς της κώδικες, τις πηγές της, τις δικές της ισορροπίες». Η κομβική διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και στο τώρα, σύμφωνα με τον ιστορικό, είναι η εμφάνιση της πυρηνικής οικογένειας (γονείς + παιδιά) η οποία απομάκρυνε τους παππούδες από τον οικογενειακό κύκλο. «Ως την αρχή του 20ού αιώνα, οι ηλικιωμένοι είχαν μια θέση κοντά στην φωτιά ή σε μια γωνιά πιο απομακρυσμένη από το κέντρο του σπιτιού, αφού το τραπέζι ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στον αρχηγό της οικογένειας», αναφέρει ο Jean-Pierre Bois. «Θεωρούνταν αξιοσέβαστοι γιατί μετέδιδαν σπάνια σοφία και γνώση και συχνά διότι χρησίμευαν μέσα στην οικογένεια: φέρνουν ξύλα ή γνέθουν…». Ορισμένες φορές, κάτω από την ίδια στέγη ζούσαν ως τρεις γενιές, χωρίς αυτό να γίνεται συστηματικά. Οι ηλικιωμένοι ζούσαν και μόνοι τους, κοντά στα παιδιά τους. «Η συγκατοίκηση με τους ηλικιωμένους εξασθενεί πραγματικά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο», αναφέρει ο ιστορικός Vincent Gourdon, συγγραφέας του βιβλίου «Η Ιστορία των παππούδων».
Η συγκατοίκηση με τους ηλικιωμένους δεν αποτελεί, ωστόσο, ένα θετικό μοντέλο. Η επίτιμη καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, Anne-Marie Guillemard, υπενθυμίζει ότι οι «παλιοί» δεν τύγχαναν πάντα καλής μεταχείρισης: «Όταν έχαναν τις δυνάμεις τους, οι γέροι έχαναν και τη θέση τους στην οικογένεια. Η προσοχή που τους δίνονταν περιοριζόταν σε ένα πιάτο σούπα, σε μια γωνιά, και αυτό ήταν όλο», αναφέρει. Κάποιες φορές τους έδιωχναν από το σπίτι, όταν υπήρχε έλλειψη σε κρεβάτια ή φαγητό. Αυτή η τραγική κατάσταση δεν είναι τόσο παλιά όσο νομίζουμε. «Στη δεκαετία του 1950, ο όρος «γέρος» σήμαινε τους φτωχούς άνω των 65. Η μεγάλη ηλικία συνδιαζόταν με τη ανέχεια. Από αυτή την άποψη, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την τρίτη ηλικία, μετά το 1960, είχαν πολύ θετικές συνέπειες», αναφέρει.
Οι συντάξεις, μέτρο για την αυτονομία των ηλικιωμένων
Τα πρώτα κρατικά μέτρα υπέρ των ηλικιωμένων χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα στη Γαλλία. «Μετά τις καταστροφές του Πολέμου των Τριάντα Ετών (1618-1648), η κατάσταση ήταν αβάσταχτη. Εξαθλιωμένοι άνθρωποι περιπλανιόνταν παντού στη χώρα», αναφέρει ο ιστορικός Jean-Pierre Bois. «Ο Λουδοβίκος XIV αντέδρασε και ίδρυσε το Νοσοκομείο των Αναπήρων, στο Παρίσι, για τους τραυματίες πολέμου, καθώς και ένα πρώτο σύστημα στρατιωτικών συντάξεων, το οποίο επεκτάθηκε τον 18ο αιώνα και έγινε κρατική υποχρέωση τον 19ο αιώνα». Η ελάχιστη ηλικία για να λάβει κάποιος αυτή τη σύνταξη ήταν τα 70 έτη, υπερβολικό αν σκεφτεί κανείς ότι το προσδόκιμο ζωής εκείνη την εποχή ήταν μικρό.
Οι συντάξεις του ιδιωτικού τομέα εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα. «Δεν είχαν όμως τον αυτόματο χαρακτήρα που έχουν σήμερα: ο εργαζόμενος έπρεπε να κάνει συμφωνία με τον ιδιοκτήτη», σχολιάζει ο Jean-Pierre Bois. Το 1910 ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος για τις συντάξεις των εργατών και η ελάχιστη ηλικία ήταν τα 60 έτη. Επειδή αυτές οι συντάξεις δεν άξιζαν πλέον τίποτα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πετέν, στη Γαλλία, ίδρυσε το 1941 το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων των εργαζομένων, ώστε «να βοηθήσει τους ηλικιωμένους που ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας», αναφέρει η Anne-Marie Guillemard.
Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή: η κοινωνική ασφάλιση δημιουργήθηκε το 1945, και επέτρεπε σε κάθε γενιά να αυτονομηθεί, στηριζόμενη σε ένα είδος συμβολαίου με τις νεότερες γενιές. Από αυτή την άποψη, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε παραδειγματικό για την συμπεριφορά απέναντι στους ηλικιωμένους που είχαν ανάγκη.
Τρίτη ηλικία και οι χαρές της σύνταξης
Αυτό το συνταξιοδοτικό σύστημα, στο οποίο προστέθηκαν και οι επικουρικές μερικά χρόνια αργότερα, σηματοδοτεί μια αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στην αποκαλούμενη «τρίτη ηλικία». «Από το 1960, εισβάλλει η εικόνα μιας νέας ηλικίας στη ζωή, της ηλικίας μετά την εργασία. Πολιτικά, τα γηρατειά δεν είναι πλέον ένα πρόβλημα κονδυλίων, αλλά η εισδοχή τους στην κοινωνία. Οι γέροι θέλουν πια να έχουν μια δική τους μοίρα, την οποία προσδιορίζουν οι ίδιοι», αναφέρει η ιστορικός Anne-Marie Guillemard. Το 1962 σημειώνεται μια νέα θετική στροφή στην κρατική πολιτική για τους ηλικιωμένους. Πριμοδοτούνται κατοικίες για την τρίτη ηλικία, κλαμπ και εστιατόρια αποκλειστικά γι’αυτούς και νομοθετείται η βοήθεια στο σπίτι. Οι χαρές της συνταξιοδότησης μεγαλώνουν όσο η κατοικία γίνεται προσωπικός χώρος: οι νεαροί μετακινούνται από την επαρχία στην πόλη και η συγκατοίκηση γενεών σπανίζει. «Όσο ενισχύεται το κράτος πρόνοιας, τόσο η υποχρεωτική αλληλεγγύη των γενεών σβήνει», αναλύει ο Vincent Gourdon. Οι παππούδες γίνονται σιγά σιγά πρόσωπα που παραχαϊδεύουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τα οποία στηρίζουν και οικονομικά, όταν έχουν τα μέσα.
Νοσοκομεία και γηροκομεία: η επιμήκυνση της ζωής και οι συνέπειές της
Και σήμερα τι ισχύει; Όσοι είναι άνω των 80 ετών δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν; Η κοινωνιολόγος Anne-Marie Guillemard δεν συμφωνεί με την ιδέα ότι μόνο οι νέοι ενδιαφέρουν τον 21ο αιώνα, όπως το γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ. «Δεν νομίζω ότι περιθωριοποιούμε όλους τους γέρους. Κοιτάξτε τον Εντγκαρ Μορέν, ο οποίος γράφει άρθρα στην Le Monde στα 100 του χρόνια. Ωστόσο, αυτό που κρύβουμε σήμερα είναι και το πιο επώδυνο: ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι με Αλτσχάιμερ, με ασθένειες, άτομα προς το τέλος της ζωής τους. Σήμερα αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια, για τους υπόλοιπους», αναφέρει.
Ο ιστορικός Jean-Pierre Bois εκτιμά ότι στον 21ο αιώνα οι πιο αδύναμοι ηλικιωμένοι απομακρύνονται από την οικογένεια και αυτό είναι σημάδι ρήξης με τα παλαιά ήθη. «Κάποτε, οι άνθρωποι πέθαιναν στο σπίτι τους, με τα παιδιά και τα εγγόνια γύρω τους. Το τέλος ήταν σκληρό, αλλά τιμούσαμε τον άνθρωπο μένοντας κοντά του ως την τελευταία στιγμή. Σήμερα, διώχνουμε τους ηλικιωμένους από το σπίτι για να πεθάνουν στο νοσοκομείο ή στο γηροκομείο. Και πεθαίνουν μόνοι τους. Τα γηροκομεία είναι μέρη απώλειας του πολιτισμού για τον ηλικιωμένο».
Στο βιβλίο του «Δοκίμια για τον θάνατο στη Δύση», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1975, ο διάσημος ιστορικός Φιλίπ Αριές περιέγραφε αυτή την απομάκρυνση του θανάτου από τις κοινωνίες μας. Ο αδύναμος ηλικιωμένος έγινε κάτι τρομερά ασύμβατο. Η πανίσχυρη πλέον ιατρική τείνει πλέον να απομειώσει τον άρρωστο: «Αφαιρούνται τα δικαιώματά του και κυρίως το άλλοτε ουσιαστικό του δικαίωμα να γνωρίζει τον θάνατό του, να τον προετοιμάσει και να τον οργανώσει. Αφήνεται στην ιατρική σαν να υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία ότι είναι για το καλό του», γράφει. Το συμπέρασμα του Φιλίπ Αριές είναι καταπέλτης: «Η ιατρική αντικατέστησε, στην συνείδηση του άρρωστου, τον θάνατο που θα προκαλούσε η ασθένεια».
Oι διαπιστώσεις του Μισέλ Ουελμπέκ
Επομένως, ο θάνατος έγινε ένα κοινωνικό γεγονός, διοικητικού τύπου; Αυτό πιστεύει ο Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος έγραψε με αφορμή τους ασθενείς από Covid-19: «Νεκροί χωρίς να υπάρχει η παραμικρή μαρτυρία, τα θύματα μετρώνται σαν μονάδες στην στατιστική των καθημερινών θανάτων και η αγωνία διαχέεται στον πληθυσμό όσο το σύνολο των θανάτων αυξάνεται σαν κάτι παράξενα αφηρημένο».
Ο ιστορικός Jean-Pierre Bois πιστεύει ακριβώς το ίδιο: «Στις μέρες μας, δεν πεθαίνει κάποιος στο γηροκομείο ή στο νοσοκομείο, απλώς καταλήγει».
Η κρίση του κορωνοϊού φωτίζει επομένως μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Η διαχείριση αυτής της κρίσης συμπεριλαμβάνει ένα τεράστιο παράδοξο, το οποίο συνδέεται αρκετά με την απομάκρυνση του θανάτου από τις σύγχρονες κοινωνίες: βάλαμε τις χώρες σε καραντίνα ώστε οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν. Αλλά οι άνθρωποι πεθαίνουν, και μάλιστα κατά χιλιάδες. Πεθαίνουν σιωπηλά, μακριά από τις κάμερες, χωρίς καν οι συγγενείς τους να τους αποχαιρετήσουν. Πώς μπορεί να εξηγήσει κάποιος την τόσο μεγάλη προσοχή και ταυτόχρονα την τόση εγκατάλειψη;
Στη μελέτη του «Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου», ο Φιλίπ Αριές γράφει σχετικά με τον Ιβάν Ιλιτς, τον ήρωα του Τολστόι που ο θάνατός του προκαλεί πανικό στο στενό του περιβάλλον: «Θα θέλαμε να του πούμε «Δεν τον είδαμε να πεθαίνει». Με την επιδημία του Covid-19 έγινε κάτι ακόμη πιο συγκλονιστικό: απαγορεύοντας στις οικογένειες να εισέρχονται στα γηροκομεία ή στα δωμάτια του νοσοκομείου και να συνοδεύουν τους συγγενείς τους στις τελευταίες τους στιγμές, αναγκάσαμε τους ασθενείς να είναι οι μόνοι μάρτυρες του ίδιου τους του θανάτου.