Όταν ξεκίνησε η πανδημία συζητήσαμε πολύ για το πώς αυτή η παύση, με την παραμονή στο σπίτι και τους περιορισμούς μετακινήσεων, θα μας έδινε την ευκαιρία να επανεξετάσουμε τη ζωή μας, να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας, να βγούμε, ίσως, ξανά στον κόσμο διαφορετικοί.
Όσο οι περιορισμοί συνεχίζονταν η μοναξιά και η ύφεση που προκάλεσε η πανδημία αυξάνονταν, και μαζί με αυτά και ένα φαινόμενο που είχε ήδη παρατηρηθεί μετά τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις, αλλά τώρα μοιάζει να γιγαντώνεται. Οι νεαροί ενήλικες, μεταξύ 20-34 ετών περίπου, που είχαν ανεξαρτητοποιηθεί και ζούσαν μόνοι τους, άρχισαν να επιστρέφουν μαζικά στο σπίτι των γονιών τους. Εξ ου και ο όρος «μπούμερανγκ».
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 10% περίπου και η ανεργία βρίσκεται στο 14,2%, τα δύο τρίτα των νεαρών ενηλίκων από 20 έως 34 ετών που δεν έχουν παιδιά ζουν με τους γονείς τους.
Τον Ιούλιο, σύμφωνα με την ανάλυση του ερευνητικού κέντρου Pew, το 52% των νεαρών ενηλίκων ηλικίας από 18 έως 29 ετών στις ΗΠΑ ζούσε με τους γονείς του. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ, ξεπερνώντας και το 48% που είχε σημειωθεί το 1940, στο τέλος της Μεγάλης Ύφεσης.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στην Ιρλανδία και την Αυστραλία, αλλά και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες όπου οι, μέχρι πρόσφατα ανεξάρτητοι, νεαροί ενήλικες έχασαν τη δουλειά τους, δεν χρειαζόταν πλέον να παραμείνουν στον τόπο των σπουδών τους ή αποφάσισαν να εξοικονομήσουν χρήματα μπροστά στην αυξημένη αβεβαιότητα για το μέλλον τους.
Οι περισσότεροι παραδέχονται ότι αρχικά η προοπτική τού να ξαναζήσουν με τους γονείς τους δεν τους άρεσε καθόλου. Υπάρχει ένα στοιχείο αποτυχίας σε αυτή την επιστροφή, είναι εύκολο να νιώσει κανείς ότι δεν μπόρεσε να τα καταφέρει στον κόσμο των ενηλίκων, ότι κάνει ένα πισωγύρισμα στη ζωή του, ότι ξαναγίνεται παιδί. Και βέβαια όλοι επέστρεψαν με την σκέψη ότι αυτή θα είναι μία προσωρινή κατάσταση.
Οι συνεντεύξεις με τους νεαρούς ενήλικες και οι λίγες έρευνες δείχνουν ότι για τους περισσότερους η εμπειρία είναι τελικά πολύ θετικότερη απ’ όσο περίμεναν. Μέσα σε μία περίοδο γενικότερης ανασφάλειας είναι πολλοί αυτοί που ένιωσαν να χαλαρώνουν μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο και να ξαναβρίσκουν παλιές συνήθειες, ενώ σχεδόν όλοι αναφέρουν ότι οι οικογενειακοί δεσμοί ενισχύθηκαν, και αυτό είναι κάτι που θα ήθελαν να διατηρήσουν και μετά την πανδημία.
Οι πιο δυσαρεστημένοι είναι κυρίως όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα χώρου στο πατρικό τους σπίτι ή οι διαφωνίες τους με την οικογένειά τους ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους είχαν φύγει εξαρχής. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, μοιάζει ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ενήλικα παιδιά επιλέγουν να επιστρέψουν στους γονείς τους γνωρίζοντας ότι εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να τους υποστηρίξουν.
Ίσως αυτό να εξηγεί και την απόφαση ορισμένων παιδιών-μπούμερανγκ, ιδιαίτερα μεγαλύτερης ηλικίας, να μην φύγουν από το πατρικό τους μόλις τους το επιτρέψουν οι συνθήκες, αλλά να παραμείνουν για να υποστηρίξουν κι αυτοί με τη σειρά τους τους γονείς τους, καθώς η δυναμική της σχέσης τους έχει πλέον αλλάξει.
Το μεγάλο ερώτημα, που δεν μπορεί ακόμη να απαντηθεί, έχει να κάνει με την οικονομική ανάκαμψη και την ταχύτητα αλλαγής των τωρινών συνθηκών, καθώς η ζωή με τους γονείς όταν η πανδημία θα αποτελεί παρελθόν ενδέχεται να μην είναι πλέον τόσο ρόδινη ή επιθυμητή.