Τι μπορεί να σκεφτόταν ο πολυδιαβασμένος από γενεές επί γενεών αναγνωστών Ιούλιος Βερν για τις περιπέτειες των παιδικών του χρόνων ή για την αγάπη του για τα καράβια, τη θάλασσα και τα ταξίδια όταν ίχνος από χνούδι δεν σκέπαζε ακόμη το πρόσωπό του;
Τι μπορεί να σκεφτόταν, με άλλα λόγια, ο λατρευτός συγγραφέας για όσα εκπληκτικά εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να ενθουσιάζουν τους εκατομμύρια θαυμαστές του ανά τον κόσμο; Την απάντηση σε αυτό το κάθε άλλο παρά θεωρητικό, όπως αποδεικνύεται, ερώτημα δίνει ένα βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε μια κομψά σχεδιασμένη έκδοση, από τον Στιγμό (η Μαρία Παπαδήμα ανασκεύασε ριζικά τη μετάφρασή της πριν από μια σχεδόν τριακονταετία).
Γραμμένο ύστερα από προτροπή του Αμερικανού δημοσιογράφου Θίοντορ Στάντον, ανταποκριτή του Associated Press στο Παρίσι, το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά, στο περιοδικό της Βοστώνης «Youth’ s Companion», υπό τον τίτλο «The Story of my Boyhood». Στις «Παιδικές και νεανικές αναμνήσεις», όπως μεταφράζεται τώρα το κείμενο στα ελληνικά, ο Βερν ανατρέχει, όντας εξηντάρης πια, στην εποχή της παιδικής του ηλικίας, θέλοντας να ανακινήσει τις αντιδράσεις ενός αισθαντικού παιδιού, το οποίο έσπευδε να προλάβει πάση θυσία τα βιβλία του μελλοντικού συγγραφέα: καταβρόχθιζε με μανία αναγνώσματα όπως ο «Ροβινσώνας Κρούσος», ανέπνεε βαθιά μέσα στα τοπία τα οποία επισκεπτόταν για διακοπές, ενδιαφερόταν για κάθε είδος και τύπο καραβιού, ονειρευόταν πως σκαρφάλωνε στα ξάρτια των τρικάταρτων γολετών οι οποίες αγκυροβολούσαν στα λιμάνια, άνοιγε με λαχτάρα τα ρουθούνια του για να εισπνεύσει τις μυρωδιές των αμπαριών, χάζευε τις αποβάθρες μέχρι να λυθούν οι κάβοι και να γεμίσουν με αέρα τα κατάρτια ή δοκίμαζε τις δυνάμεις του στις στραβοτιμονιές και στις αποτυχημένες μανούβρες. Κι όταν θα τον βρει η κακή στιγμή στον Λίγηρα, δεν θα διστάσει να υποδυθεί το αγαπημένο ηρωικό του πρότυπο, τον Ροβινσώνα, και να ζήσει την εμπειρία του στο ποτάμι όπως πολλά χρόνια αργότερα θα ζούσαν οι αναγνώστες του τις ναυτικές, αλλά και τις εναέριες ή τις χερσαίες περιπέτειες των μυθιστορημάτων του: από τα «Δύο χρόνια διακοπές», τον «Ροβήρο τον κατακτητή» και τη «Μυστηριώδη νήσο» μέχρι τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο» και «Τα τέκνα του πλοιάρχου Γραντ».
Και να πώς ο Βερν, εκτός από την επιστράτευση της παιδικής του φαντασίας, θα αναλάβει να υποδείξει, στο σύντομο πλην εξαιρετικά πυκνό και γλαφυρό του κείμενο, με ποιον ακριβώς τρόπο η ανεξάντλητη αυτή φαντασία, που έφτασε στο αποκορύφωμά της όσο ο ίδιος πάλευε με τα κύματα του Λίγηρα, τροφοδότησε τους χάρτινους ήρωες και τις ολοζώντανες εικόνες (σαν να τις βλέπουμε ακόμη μπροστά μας) των βιβλίων του. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και κάτι επιπλέον, πιθανόν σπουδαιότερο: ο ανεξάντλητος θαυμασμός του Βερν για τη θάλασσα (ας σημειωθεί πως ο αδελφός του, καλός σύντροφος των παιδικών του χρόνων, έγινε ναυτικός όταν μεγάλωσαν). Τα αισθήματα του Βερν για τη θάλασσα είναι ανάλογα με τα αισθήματα που κινητοποιούσαν στον νου του τα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι επιστημονικές έρευνες της εποχής του. Κι αν η τεχνολογία και η επιστήμη έδωσαν στα βιβλία του μιαν ικανότητα πρόβλεψης του μέλλοντος η οποία ξεπέρασε κατά πολύ τον καιρό της, η σκοτεινιά και ταυτοχρόνως η απεραντοσύνη και η ελευθερία της θάλασσας μετατρέπουν το μικρό του βιβλίο σε έναν μεγάλο ύμνο για το υγρό στοιχείο, σε έναν ανυψωτικό λόγο για την ορμή της φύσης με την οποία ήλθε από πολύ κοντά και από πολύ νωρίς σε επαφή ο Βερν. Το ωραιότερο απ’ όλα είναι ίσως το γεγονός πως προσπαθώντας να ξαναγίνει παιδί, ο Βερν είναι σαν να μας λέει για ποιον λόγο δεν ξεπεράστηκε ποτέ η λογοτεχνία του: επειδή επιτρέπει στους μεγάλους να μεταμορφωθούν σε παιδιά και στα παιδιά να γίνουν ενήλικες οι οποίοι δεν έχουν χάσει το παραμικρό από την παιδική τους αθωότητα και την άσβεστη πίστη τους στο θαύμα.