Δούλεψε σαν οικιακή βοηθός για την ανώτερη μεσαία τάξη της Αμερικής και αποκάλυψε τα βρώμικα μυστικά τους, στα απομνημονεύματά της. Η νέα σειρά του Netflix ρίχνει μια ματιά στη ζωή της.
Η 43χρονη Στέφανι Λαντ, με έδρα τη Μοντάνα, έγραψε τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Maid: Hard Work, Low Pay and a Mother’s Will to Survive» το 2019. Στο βιβλίο της που έγινε γρήγορα best seller , εξιστορεί τα έξι χρόνια που εργάστηκε ως καθαρίστρια για πλούσιες οικογένειες στο νησί Καμάνο της Ουάσινγκτον, όπου οι περισσότεροι πελάτες της δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μάθουν το όνομά της.
Το βιβλίο έχει μεταφερθεί πλέον σε μια σειρά στο Netflix, με πρωταγωνίστρια την Μάργκαρετ Κουάλεϊ, με την πραγματική της μητέρα, την Άντι ΜακΝτάουελ, να υποδύεται την μητέρα της στη σειρά.
Μιλώντας στην Telegraph, η Λαντ, η οποία είναι πλέον μια επιτυχημένη μητέρα τριών παιδιών, αποκάλυψε ότι εξακολουθεί να παλεύει με αυτή τη δυναμική υπηρέτριας – αφεντικό ως αποτέλεσμα των δικών της εμπειριών και παραδέχεται ότι έχει προσλάβει μόνο μία φορά καθαρίστρια για τον σπίτι της, αλλά το βρήκε τόσο άβολο, που δεν μπορούσε να το ξανακάνει.
Παρά την ανταλλαγή ελάχιστων λέξεων – μερικές φορές καμία – με τους πελάτες της, συγκέντρωσε προσωπικές γνώσεις για τη ζωή τους – συμπεριλαμβανομένου ενός φαινομενικά τέλειου ζευγαριού που κοιμόταν σε χωριστά υπνοδωμάτια, και όπου ο σύζυγος άφηνε περιστασιακά τη συλλογή πορνό του για να την καθαρίσει.
Στην σειρά του Netflix, οι αναμνήσεις της Λαντ από την εποχή που εργαζόταν ως καθαρίστρια, λέγονται μέσω του κεντρικού χαρακτήρα, μιας ανύπαντρης μητέρας ονόματι Άλεξ που εγκαταλείπει τον καταχρηστικό σύντροφό της και καταφεύγει σε ένα καταφύγιο γυναικών. Αγωνιζόμενη να τα βγάλει πέρα, η Άλεξ πιάνει δουλειά ως οικιακή βοηθός προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό της και την κόρη της – την ώρα που παλεύει με τον πρώην σύντροφό της για να διατηρήσει την επιμέλεια του παιδιού τους.
Οι εμπειρίες αυτές απηχούν πολύ στενά τα γεγονότα της ίδιας της ζωής της Λαντ, καθώς η συγγραφέας προέρχεται από μια οικογένεια της Αλάσκας, της μεσαίας τάξης, που βρέθηκε όμως άστεγη στα 20 της, παλεύοντας να τα βγάλει πέρα με το σύντροφό της. Έμεινε όμως έγκυος και αυτό οδήγησε στο χωρισμό τους, με τον φίλο της να την εκφοβίζει να κάνει έκτρωση, κάτι που εκείνη αρνήθηκε, προτού τον αφήσει και φύγει με το μωρό τους.
«Βρώμικες» ιστορίες - Ο σύζυγος με τα πορνό περιοδικά
Για να επιβιώσει η Λαντ, έπιασε δουλειά ως οικιακή βοηθός σε οικογένειες μεσαίας και ανώτερης τάξης στο πλούσιο νησί Καμάνο, κοντά στο Σιάτλ όπου αμειβόταν με 8,55 δολάρια την ώρα. «Έμαθα πόσο αόρατη είναι αυτή η δουλειά» είπε, προσθέτοντας: «Περνάς απαρατήρητη».
Προκειμένου να κάνει τη βαρετή και «μοναχική» δουλειά της πιο ενδιαφέρουσα, η Λαντ άρχισε να φαντάζεται ιστορίες γύρω από τη ζωή των πελατών της βασισμένες σε πράγματα που έβλεπε ενώ καθάριζε τα σπίτια τους. Έδινε σε κάθε νοικοκυριό ένα ψευδώνυμο, όπως «Σπίτι του σεφ» ή «Θλιβερό Σπίτι». Στα απομνημονεύματά της σχεδίασε το πορτρέτο ενός σπιτιού που ονόμασε «Σπίτι Πορνό» όπου ένα φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι κοιμόταν σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια. Βρήκε λιπαντικό και ένα σωρό περιοδικά Hustlers στην κρεβατοκάμαρα του συζύγου και ρομαντικά μυθιστορήματα στη γυναικεία. «Αν και ποτέ δεν κατηγόρησα κάποιον που χαζεύει πορνό περιοδικά, θα τους κατηγορούσα γιατί τα άφηναν ανοιχτά για να τα δει η καθαρίστρια» έγραψε η Λαντ. «Τους φαντάστηκα να κοιμούνται σε διαφορετικά δωμάτια – ο καθένας φαντασιώνεται διαφορετικό σύντροφο και πιθανώς διαφορετική ζωή» πρόσθεσε.
Η καθωσπρέπει κυρία που έκρυβε ότι κάπνιζε
Διηγήθηκε επίσης πως είχε γοητευτεί ιδιαίτερα από μια γυναίκα που αποκαλούσε «Κυρία του Τσιγάρου», η οποία προσπαθούσε πολύ να κρύψει τη συνήθειά της, έτσι ώστε το σπίτι της να φαίνεται τέλειο. Η Λαντ παραδέχτηκε ότι δοκίμασε ένα κασμιρένιο πουλόβερ που ανήκε στην γυναίκα – την οποία δεν κατονομάζει – και φαντάστηκε πώς θα ήταν να ζεις τη ζωή της.
Μερικοί από τους εργοδότες της, ήταν σκληροί απέναντί της, συμπεριλαμβανομένου ενός ζευγαριού που ζούσε σε έναν λόφο και που της απαγόρευαν να σταθμεύει στο δρόμο τους, καθώς το αυτοκίνητό της έριξε λίγο λάδι στην άσφαλτό τους. Στο βιβλίο εξηγεί πως έπρεπε να μεταφέρει όλα τα βαριά προϊόντα καθαρισμού στον απότομο δρόμο, καθώς την ανάγκασαν να παρκάρει μακριά από το σπίτι.
Πρόσθεσε ότι άλλοι πελάτες δεν την εμπιστεύονταν και μάλιστα μια γυναίκα, άφησε ακριβά κοσμήματα επάνω στο κρεβάτι της, τα οποία η Λαντ θεώρησε πως ήταν «δόλωμα». Ένας ευγενικός εργοδότης, ο Χένρι, μοιραζόταν μαζί της κάποια από τα φανταχτερά φαγητά που έφτιαχνε- όπως αστακό- και την άφηνε να πάρει σπίτι της.
Ζήλευε τη ζωή των εργοδοτών της;
Ωστόσο, η Λαντ παραδέχτηκε ότι φθονούσε τις ζωές των πελατών της και ένιωθε πολύ δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι ζούσαν τόσο διαφορετική ζωή από τη δική της. Για παράδειγμα, στα απομνημονεύματά της, διηγήθηκε πώς εντόπισε ένα μπουκάλι σαμπάνια κοντά στο υδρομασάζ του Χένρι και ήθελε να το βιώσει και η ίδια. «Το σώμα μου διψούσε για μόνο μία ευκαιρία να πιω σαμπάνια σε υδρομασάζ» έγραψε.
Παράλληλα με τη δουλειά της ως οικιακή βοηθός, η Λαντ δεν εγκατέλειψε ποτέ τον στόχο της να γίνει συγγραφέας. Τελικά, έλαβε μια επιχορήγηση για να ολοκληρώσει το πτυχίο στα αγγλικά στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα.
Τώρα, που δεν εργάζεται πλέον ως καθαρίστρια, είναι ομιλήτρια και κάνει εκστρατεία για να την καλύτερη πληρωμή των καθαριστριών από τους εργοδότες τους. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο της, πολλοί άνθρωποι της μεσαίας και ανώτερης τάξης, την προσέγγισαν και παραδέχτηκαν πως δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πόσα μπορεί να ήξεραν οι υπηρέτες τους γι’ αυτούς.