Η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου έχει επανειλημμένα αρθρογραφήσει εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, την τετραετία του πέρασε, στην Athens Voice.
Μάλιστα, άφησε εποχή το άρθρο της, μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όταν είχε γράψει εναντίον των οπαδών του ΟΧΙ, με τίτλο «Αφορισμοί από τη ζώνη του Λυκόφωτος» και το iefimerida είχε αναδημοσιεύσει με τίτλο «Η Σώτη Τριανταφύλλου έξαλλη: Μη μου μιλάτε, μη μου τηλεφωνείτε, μη με συναναστρέφεστε».
Αυτή τη φορά επανέρχεται και σε άρθρο της με τίτλο «Απολογισμός: Πάει ο παλιός ο χρόνος (ας γιορτάσουμε παιδιά)» και εξηγεί τι υπέστη η Ελλάδα από την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ, πόσο το κυβερνών κόμμα διαστρέβλωσε την πραγματικότητα, κινούμενο βάση των ιδεοληψιών που είχε.
Γράφει αναλυτικά η Σώτη Τριανταφύλλου στην Athens Voice:
Αυτές τις μέρες κάνουμε απολογισμούς όπως τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς. Δεν θέλω να χαλάσω τη γιορταστική ατμόσφαιρα όσων περιμένουν τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ – άλλωστε δεν μπορώ· η ατμόσφαιρα είναι ενθουσιώδης· επικρατεί ανυπομονησία. Μπορώ μονάχα να συμμετέχω στον απολογισμό.
Γίνεται πολύς λόγος για την ψευδολογία του ΣΥΡΙΖΑ: πράγματι, τέτοιο δούλεμα δεν είχαμε υποστεί ποτέ άλλοτε. Ούτε τέτοια διάθλαση της πραγματικότητας, την ακραία μορφή του υποκειμενισμού που προσαρμόζει την αλήθεια στα γούστα και στις προτιμήσεις του υποκειμένου. Η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται, παρά τις διαφοροποιήσεις που έχει επιφέρει ο χρόνος, στη μαρξιστικο-λενινιστική ιδεολογία που επηρεάζει ακόμα πολλούς ανθρώπους στον κόσμο: στην περίπτωση αυτή, η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση, αν και οι Έλληνες δεν έχουν ασχοληθεί όσο άλλοι λαοί με την αποκάλυψη και την αποτίμηση των εγκλημάτων της αριστεράς. Σ’ αυτή την έλλειψη διαύγειας στηρίζεται η μεγάλη της απήχηση. Και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η σύγχρονη μορφή της που διαιωνίζει, όσο μπορεί στο πλαίσιο της συγκυρίας, την ιδεολογία και την τακτική της.
Σε μια περίφημη αφίσα που φιλοτέχνησε ο Βίκτορ Ντένι το 1920, ο Λένιν ξεμαγαρίζει, με μια σκούπα, τη γη από τη βρόμα: η «βρόμα» είναι οι καπιταλιστές, οι γνώριμες καρικατούρες με τα λιπαρά οπίσθια και τα πούρα στο στόμα. Έναν αιώνα αργότερα, η καρικατούρα επαναλαμβάνεται: καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από ανθρώπους με ιδεολογική, όχι με οικουμενική γνώση, ή με καθόλου γνώση, αναμηρυκάζει συνθήματα και πρότυπα που απευθύνονταν σε διαφορετικές κοινωνίες, σε διαφορετικούς καιρούς. Τόσο οι εντελώς αδαείς, όσο και οι ψευτοδιανοούμενοι γνωρίζουν από τα νεανικά τους χρόνια τις αρχές της κομμουνιστικής προπαγάνδας: έχουν μάθει πέντε πράγματα στις οργανώσεις και στα «ρωμαλέα κινήματα», στον ακτιβισμό που έδινε νόημα στη ζωή τους και αφαιρούσε νόημα από τη ζωή των άλλων. Αυτά τα πέντε πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ τα εφάρμοσε, στο μέτρο που μπορούσε, τόσο ως αντιπολίτευση, όσο και ως κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ-αντιπολίτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ-κυβέρνηση: κινήθηκε, βάσει της ιδεοληψίας του, στο περιθώριο που είχε.
Το πρώτο του χαρακτηριστικό είναι η δυσπιστία έναντι του δυτικού κόσμου –της Ευρώπης, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της επιχειρηματικής δραστηριότητας, του εργασιακού ήθους (το οποίο θεωρεί υπερβολικά προτεσταντικό)– και η συγγένεια με υβριδικά καθεστώτα που προβάλλουν εθνικιστικές-μαρξιστικολενινιστικές ρίζες. Η κοσμοθεωρία είναι απλή: οι Δυτικοί καταδυναστεύουν ολόκληρο τον κόσμο μαζί με τη δική τους εργατική τάξη και τους κροσσούς της – μετανάστες, παραβάτες, μέλη του κοινωνικού περιθωρίου· συχνά, στους καταδυναστευομένους προστίθενται οι γυναίκες και οι νέοι με αποτέλεσμα η «άρχουσα τάξη» να περιορίζεται στους μεσήλικες λευκούς άνδρες. Πρόκειται για τύφλωση μπροστά στις επιτυχίες της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και για άρνηση του κοινοβουλευτισμού ο οποίος εκλαμβάνεται ως το πολιτικό σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης. Το λάβαρο του αντι-φιλελευθερισμού το οποίο ανεμίζουν κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ (μαζί, εξυπακούεται, με το φάσμα των σοσιαλφασιστών και των κρατιστών) συνοδεύει, ωστόσο, ένα αίτημα καταναλωτισμού: υψηλότεροι μισθοί, μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, λιγότερες ώρες εργασίας, επιδόματα προκειμένου να αποκτάμε όλο και περισσότερα πράγματα. Δεν τίθεται ζήτημα ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης – εφόσον η παιδεία αντιμετωπίζεται ως υπερβολικό άχθος και διευκολύνεται μέχρι πλήρους διάλυσης: το ζήτημα είναι η καλοπέραση με υλικούς όρους. Ο ιστορικός υλισμός που αναφερόταν σε μια, ας την πούμε, «επιστημονική» αντίληψη για την πορεία της ιστορίας, ταυτίζεται, από μια ειρωνεία της γλώσσας, με τον υλισμό ως επιδίωξη υλικής ευημερίας.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο μοιράζεται με όλους τους σχηματισμούς της άκρας αριστεράς και άκρας δεξιάς, είναι η άποψη ότι η προπαγάνδα δεν είναι προπαγάνδα εφόσον εκφράζει την κοσμοαντίληψη της εργατικής τάξης και προωθεί τους φυσικούς της στόχους. Άρα, δεν πρόκειται για ψευδολογία: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει «ψέματα»· κάνει κάτι χειρότερο· βλέπει ανάποδα την πραγματικότητα· πιστεύει στην ωφελιμότητα των ψεμάτων, στο ότι η αλήθεια είναι ταξική. Το αν τα πρόσωπα συμμετέχουν σε πάρτι εκατομμυριούχων είναι δευτερεύον: οι τάξεις δεν είναι οικονομική κατηγορία, είναι κατηγορία ιδεολογική. Κοντολογίς, έχουμε τους «δικούς μας εκατομμυριούχους», τους «δικούς μας εργολάβους», τους «δικούς μας καθηγητές», τα «δικά μας παιδιά». Έτσι, καταλήγουμε στην ιδέα ότι η αριστερά και οι εργαζόμενοι είναι οργανικά συνδεδεμένοι, ότι, κατά κάποιον τρόπο, ο λαός ανήκει δικαιωματικά στην αριστερά κι οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση ισοδυναμεί με σφετερισμό. Όταν ο λαός απομακρύνεται από την αριστερά, είτε πέφτει θύμα της αστικής προπαγάνδας, είτε δεν έχει ωριμάσει επαρκώς ώστε να συλλάβει το πρόγραμμα του αριστερού μεσσιανισμού. Η αριστερά βλέπει τον λαό σαν παιδί που χρειάζεται καθοδήγηση και διαφώτιση.
Η προπαγάνδα ήταν και παραμένει λοιπόν το μεγαλύτερό της ατού που κυριαρχεί στον απολογισμό των πεπραγμένων της. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου δεν υπάρχει ακροδεξιά προπαγάνδα (για παράδειγμα σαν την αμερικανική η οποία διαδίδεται όχι μόνο μέσω fringe ΜΜΕ αλλά και μέσω του mainstream) η αριστερά ηγεμονεύει: τα περί «αστικής προπαγάνδας» και «άρχουσας τάξης» είναι ιστορικό υπόλειμμα· ή ένα απομεινάρι φαντασίωσης εφόσον στη χώρα μας δεν υπήρχε ποτέ «αστική» προπαγάνδα· υπήρχε αντικομμουνιστική προπαγάνδα όταν ο αντικομμουνισμός ήταν αυτόνομη πίστη, αντεστραμμένο είδωλο της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Οι άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους στα πεζοδρόμια δεν έχουν τον χρόνο και την ενέργεια να ξεστραβωθούν. Ακολουθούν μια πεπατημένη οδό. Την αντίληψή τους για την τρέχουσα πραγματικότητα και για την ιστορία ορίζει αυτή η χάραξη, ένα είδος Κίτρινου Τούβλινου Δρόμου προς τον σοσιαλισμό. Ο οποίος, την επόμενη φορά, «τη δική μας» φορά, θα τα καταφέρει καλύτερα. Αυτή ήταν και παραμένει η ουσία του ΣΥΡΙΖΑ και όλων των κομμάτων της αριστεράς, που παρά τις διαφορετικές πόζες και τις αντεγκλήσεις (Να πλένουμε το στόμα μας όταν μιλάμε για το ΚΚΕ; Μήπως να γονατίζουμε κιόλας; Μήπως να κάνουμε τάμα στην Παναγιά τη Γλυκοφιλούσα;) συμφωνούν στα βασικά: νοσταλγούν το σοβιετικό σύστημα που υποτίθεται ότι το έφαγαν μπαμπέσικα η CIA και ο πράκτορας Γκορμπατσόφ· πιστεύουν στο αλάθητο και στο αναπόφευκτο της ανθρώπινης ιστορίας (στις «νομοτέλειες», στις «αναγκαιότητες») η οποία δήθεν προχωρεί μέσω της πάλης των τάξεων· επιμένουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Εξάλλου, έχουν την ψευδαίσθηση ότι η αριστερά είναι υπέρ της ειρήνης, η δεξιά υπέρ του πολέμου· η αριστερά υπέρ της συνεργασίας των λαών, η δεξιά υπέρ του ανταγωνισμού τους· η αριστερά υπέρ της «δημοκρατίας», η δεξιά υπέρ της ολιγαρχίας.
Αυτή την ιδεολογική πόλωση ο ΣΥΡΙΖΑ τη μετέφερε στην κοινωνία με πάθος εγκάρδιο. Χώρισε τους Έλληνες, ήδη από τη θέση της αντιπολίτευσης, μιμούμενος το ΚΚΕ, σε αγανακτισμένους και σε πρόβατα: όποιος δεν ακολουθεί τον ασυνάρτητο ακτιβισμό είναι πρόβατο. Πίστεψε ή ψόφα. Ακόμα και προτού γίνει καθεστώς, επιτέθηκε στους εχθρούς του αμαυρώνοντας ιδέες, αναμοχλεύοντας μίση και εξοστρακίζοντας ανθρώπους με τη βοήθεια υστερικών διανοουμένων και εκπαιδευτικών σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησε τη φυσιογνωμία του και την πολιτική του αναμειγνύοντας ολίγον από ανθρώπινα δικαιώματα (από εκείνα που δεν θα αναγνωρίζονταν ποτέ σε σοβιετικό-σοσιαλιστικό σύστημα), ολίγον από κωλοπαιδισμό (αναρχοφασισμό, οπορτουνισμό, χουλιγκανισμό, ερωτοτροπία με τα πολιτικά άκρα ανεξαρτήτως ιδεολογίας), διατηρώντας τη νεοσταλινική κληρονομιά: εκτός από την άρνηση έναντι των ιστορικών εγκλημάτων του παρελθόντος, την επιμονή να ελαχιστοποιούνται ως «λάθη και παραλείψεις» όλες οι κατάφωρες ιστορικές αλήθειες, από τον σοσιαλιστικό μιλιταρισμό μέχρι τη συνεργασία με το Ισλάμ και την υπονόμευση της δημοκρατίας.
Καταλήγω σε τούτο: ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τους φανερούς και κρυφούς φίλους του, καθρεφτίζει τον Έλληνα του εμφυλίου πολέμου. Αν και είναι πια κάπως δύσκολο να τον κινητοποιήσει ως αγανακτισμένο στα σκαλοπάτια της Βουλής, έχει ακόμα μερικές εφεδρείες: μπορεί να κινητοποιήσει οπαδούς και τσουτσέκια με ποδοσφαιρικό ήθος· δημοσίους υπαλλήλους της ήσσονος προσπάθειας· το αλάτι της γης που έγινε κατακάθι. Στο απέναντι πεζοδρόμιο φαντάζομαι τραμπούκους του ΚΚΕ από εκείνους που αγωνίζονται για τα εργατικά δικαιώματα (όπως το να κάνουν συνέλευση οι εργαζόμενοι του μετρό εν ώρα λειτουργίας: ο θάνατός σου η ζωή μου). Κοντολογίς, ό,τι και να συμβεί στις επερχόμενες εκλογές, η αριστερή αντιπολίτευση θα παραμείνει εκείνο το απαρχαιωμένο σπορ μέσω του οποίου οι αγωνιστές γυμνάζονται περιμένοντας το Επέκεινα.