Η Όντρεϊ Χέπμπορν ζούσε με τον φόβο πως ο θαυμασμός της μητέρας της για τον Αδόλφο Χίτλερ θα γινόταν γνωστός και θα κατέστρεφε την καριέρα της στο Χόλιγουντ, σύμφωνα με μια νέα βιογραφία.
Η ηθοποιός φοβόταν πως οι θαυμαστές της θα ανακάλυπταν ότι η μητέρα της Έλλα βαν Χέεμστρα, γνώρισε από κοντά τον Χίτλερ στα γραφεία του στο Μόναχο και είχε «ενθουσιαστεί» όταν της φίλησε το χέρι.
Μετά την μετακόμισή της από την Ολλανδία στην Αμερική και πρωταγωνιστώντας σε ταινίες όπως «Πρωινό στα Τίφανις», η Όντρεϊ Χέπμπορν απέφευγε τις ερωτήσεις σχετικά με τους Γερμανούς καθώς ήταν «υπερβολικά υψηλός ο κίνδυνος για την καριέρα της».
Δεν ήθελε οι άνθρωποι να ξέρουν πως η μητέρα της ήταν ναζίστρια, που υπήρξε ζευγάρι με έναν Γερμανό αξιωματούχο και είχε κατηγορηθεί πως είχε μια σημαία με μια σβάστικα στο διαμέρισμά της. Επίσης, δεν ήθελε να μάθει κανείς πως από το 1942 έως το 1944 χόρευε σε παραστάσεις μπαλέτων που πιθανώς υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες στο ακροατήριο.
Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Μάτζεν γράφει στο βιβλίο του «Dutch Girl: Audrey Hepburn and World War II» πως πήρε την αλήθεια «στον τάφο της» γιατί δεν ήθελε να γνωρίζει ο κόσμος πως η οικογένειά της συμπαθούσε τους ναζί.
Αντιθέτως, γι’ αυτό που μίλησε δημόσια η Όντρεϊ Χέπμπορν ήταν πως είχε λιμοκτονήσει κατά την διάρκεια του πολέμου και πως έκανε παραστάσεις στην ολλανδική πόλη Βελπ για να μαζέψει χρήματα για την αντίσταση.
Στη νέα βιογραφία της διάσημης ηθοποιού δίνεται μια νέα ματιά για το πώς η Όντρεϊ Χέπμπορν αναδιαμόρφωσε την εικόνα της και την σύνθετη σχέση με την αριστοκράτισσα μητέρα της, μια γυναίκα που ο συγγραφέας αποκαλεί «καλοπροαίρετη δικτάτορα» που κυριάρχησε στη ζωή της κόρης της.
Η Χέπμπορν γεννήθηκε το 1929 στο Βερολίνο και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι γονείς της πέρασαν πολύ χρόνο στο Λονδίνο, όπου επηρεάστηκαν από τον Βρετανό φασίστα Όσβαλντ Μόσλι.
Ο Μάτζεν γράφει πως η Έλλα και ο Τζόζεφ Ράστον ήταν «ενθουσιασμένοι από τον Μόσλι και τον Χίτλερ, ειδικά με την έννοια του ναζισμού». Μάλιστα, ο πατέρας της Όντρεϊ Χέπμπορν έγραψε ένα δοκίμιο για τον Μόσλι και τις χαρές του φασισμού στην εφημερίδα του και τους κάλεσε στο Μόναχο το 1935 για να συναντήσουν τον Φίρερ στα κεντρικά γραφεία του.
Ο Μάτζεν γράφει στην βιογραφία του πως όταν μπήκαν στην αίθουσα, η Έλλα κοίταξε τα «βαθιά μπλε μάτια» του Χίτλερ και θαύμασε το «αινιγματικό χαμόγελό του, γεμάτο ταπεινότητα». Και παρά το γεγονός πως ο σύζυγός της βρισκόταν δίπλα της, η Έλλα είχε ξετρελαθεί με τον «χαλαρό και ευχάριστο» Χίτλερ που «έκανε υπόκλιση και άγγιξε με τα χείλη του το δέρμα της».
Ο συγγραφέας γράφει πως η Έλλα ήταν τόσο χαρούμενη με το ταξίδι που έγραψε ένα άρθρο γι’ αυτό στην εφημερίδα του Μόσλι, Action.
Σε αυτό ανέφερε: «Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο από όλες αυτές τις εντυπώσεις που αποκόμισα ήταν: (α) η σωματική διάπλαση κάθε άνδρα και γυναίκας που είδα και (β) η αναζωογονητική ατμόσφαιρα γύρω από έναν, η απόλυτη ελευθερία από κάθε μορφή ψυχικής πίεσης. Μπορεί ο Αδόλφος Χίτλερ να είναι περήφανος για την αναγέννηση αυτής της μεγάλης χώρας και για την ανανέωση του γερμανικού πνεύματος. Η σημερινή Γερμανία είναι μια πολύ ευχάριστη χώρα και οι Γερμανοί, υπό την ναζιστική κυριαρχία, ένα υπέροχο παράδειγμα για την άρια φυλή – ένας ισχυρός λαός, περήφανος, όπως όντως, έχουν κάθε δικαίωμα να είναι».
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους στις Βρυξέλλες, ο απομακρύνθηκε από αυτούς τρομαγμένος από τις πολιτικές τους απόψεις, παρόλο που μετά πέρασε μεγάλο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου φυλακισμένος για την υποστήριξή του στον φασισμό.
Η Όντρεϊ Χέπμπορν ισχυρίστηκε πολύ αργότερα πως το άγχος έκανε τα μαλλιά της μητέρας της να ασπρίσουν και έγινε τόσο καταθλιπτική που οι φίλοι φοβήθηκαν πως θα αυτοκτονούσε. Η ηθοποιός, που ήταν έξι χρονών εκείνη την εποχή, είχε γράψει πως η μητέρα της «έκλαιγε μέρα νύχτα. Νόμιζα ότι δεν θα σταματούσε ποτέ».
Το αίσθημα της εγκατάλειψης θα την ακολουθούσε στην υπόλοιπη ζωή της και θα χρωμάτιζε τις δικές της σχέσεις.
Η Όντρεϊ Χέπμπορν εστάλη σε ένα σχολείο στην Βρετανία και μετά μετακόμισε στο Αρνχεμ της Ολλανδίας για να είναι με την μητέρα της. Ήθελε να γίνει μπαλαρίνα και έκανε κάθε μέρα προπόνηση στο Arnhemse Muziekschool, ακόμη και μετά την εισβολή των Γερμανών στην πόλη το 1940.
Ο Μάτζεν γράφει πως η Έλλα θεώρησε ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσει στην ναζιστική κατοχή ήταν να συνεργαστεί μαζί τους, γι’ αυτό άρχισε να βγαίνει με έναν Γερμανό και σκηνοθέτησε μια παράσταση με Μότσαρτ μετά την έναρξη της κατοχής. Βέβαια, η άποψη της Έλλα για τους Ναζί, άλλαξε όταν εκτέλεσαν τον αδερφό της Ότο βαν Λίμπουργκ Στίρουμ το 1942 όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί τους.
Η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Βελπ, όπου η Όντρεϊ Χέπμπορν, η οποία ήταν 14 ετών τότε, υποστήριξε την αντίσταση με την διοργάνωση μυστικών παραστάσεων για να συγκεντρώσει χρήματα γι’ αυτήν. Στις εκδηλώσεις αυτές, γνωστές ως «Μαύρες Βραδιές» μαύριζαν ταπαράθυρα και έβαζαν φρουρούς για να βεβαιώνονται πως οι Ναζί δεν θα τους έβρισκαν.
Σε μια συνέντευξή της το 1951, η Όντρεϊ Χεπμπουρν είπε ότι η δική της δουλειά με την αντίσταση ήταν να «τρέχει με φαγητό για τους πιλότους», εννοώντας τους συμμάχους πιλότους που είχαν καταρριφθεί. Επίσης έκανε παραδόσεις μιας παράνομης εφημερίδας, βάζοντας τες μέσα στις κάλτσες της και γυρνώντας με το ποδήλατό της μέσα στην πόλη. Κατά την διάρκειας μιας αποστολής παραλίγο να σκοτωθεί από τους ναζί, όταν κάποιοι την ρώτησαν τι έκανε. Η Όντρεϊ Χέπμπορν παρέμεινε «σιωπηλή και τους έδωσε με γλυκό τρόπο τα λουλούδια της» ως αντιπερισπασμό. Μετά από έλεγχο της ταυτότητάς της, την επέτρεψαν να περάσει.
Το 1945, η Ολλανδία απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους και η Όντρεϊ Χέπμπορν μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου έπαιξε στην ταινία «Roman Holiday» το 1953, για την οποία κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ηθοποιού. Εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Time και έγινε μία από τις πιο διάσημες γυναίκες στον κόσμο.
Αλλά ζούσε διαρκώς με τον φόβο πως «το ναζιστικό παρελθόν της μητέρας της, θα κατέστρεφε την καριέρα της, ωστόσο παρέμειναν πολύ κοντά η μία στην άλλη» γράφει ο Μάτζεν.
Η Έλλα είχε ερευνηθεί από την ολλανδική αστυνομία, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα πως ήταν «αναξιόπιστη» στην στήριξή της για την χώρα της, αλλά δεν την τιμώρησε.
Η Χέπμπορν δεν είπε για τίποτε από όλα αυτά και όσοι της έπαιρναν συνέντευξή συχνά απογοητεύονταν από την απροθυμία της να μιλήσει για την προσωπική της ζωή, ένας από τους λόγους που οι συνεντεύξεις της διαρκούσαν πάντα μόνο 30 λεπτά.
Ο Μάτζεν γράφει πως η Χέπμπορν κρατούσε τα συναισθήματά της για την μητέρα της «κλειδωμένα» αν και δεν ήταν ποτέ φιλογερμανίδα. Όπως γράφει: «Σεβόταν και αγαπούσε την μητέρα της και όσο ζούσε δεν θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει για τις πολιτικές πεποιθήσεις της μητέρας της πριν από τον πόλεμο όσο και κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης. Ήταν ένα μέρος του ψυχικά τραυματισμένου εαυτού της Όντρεϊ Χέπμπορν που κρατούσε κρυφό όλα αυτά τα χρόνια ως αστέρας του Χόλιγουντ».
Επίσης, στην νέα βιογραφία ο συγγραφέας αναφέρει ότι η διάσημη ηθοποιός δεν μιλούσε ποτέ για τις παραστάσεις της στο Αρνχεμ μεταξύ 1942 και 1944, αν και ήταν από «τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ζωής της» για μια γυναίκα που ήθελε να είναι χορεύτρια και όχι ηθοποιός. Όπως γράφει: «Ο μεταπολεμικός κόσμος ήταν ασπρόμαυρος εξαιτίας των ναζιστικών θηριωδιών. Ήσουν είτε με τους Ναζί ή όχι. Δεν υπήρχαν αποχρώσεις του γκρι και ο μεταπολεμικός λαός δεν θα καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να χορέψει η Όντρεϊ μπροστά σε ένα ακροατήριο που περιελάμβανε Γερμανούς στρατιώτες. Δεν είχε σημασία το γεγονός πως η Όντρεϊ ήταν μόλις 12 χρονών και στη συνέχεια μια έφηβη που περιφρονούσε τους Ναζί και όσα εκπροσωπούσαν. Ήταν απλά υπερβολικός ο κίνδυνος για την καριέρα της».
Φωτογραφίες: AP, Splash News