H Barbie, τα μηνύματα, οι συμβολισμοί και βιομηχανία του κινηματογράφου, εν όψει της πολυαναμενόμενης ομώνυμης ταινίας, βρέθηκαν στο στόχαστρο της γαλλικής «Le Monde».
H ταινία «Barbie», του ιστορικού στούντιο της Warner Bros, έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 20 Ιουλίου και έχει προκαλέσει συζήτηση, πολύ πέρα από το ακριβοπληρωμένο κάστινγκ και το διάσημο Franchise που ξεκίνησε ως κούκλες παιχνιδιών και φιλοδοξεί να γίνει κάτι πολύ περισσότερο.
Η Le Monde, όμως με μια πολύ σκληρή κριτική ματιά βλέπει πίσω από τον «ροζ καραμελένιο κόσμο της Barbie». Εξηγώντας, ότι όλος ο ντόρος γύρω από την πρεμιέρα της ταινίας «αγγίζει τα όρια της παρενόχλησης» μέσα από μια εκτεταμένη διαφημιστική καμπάνια, η αρθρογράφος εστιάζει σε μία δήλωση του μάνατζερ της σκηνοθέτιδας της ταινίας, Γκρέτα Γκέργουικ: «Η φιλοδοξία της είναι να γίνει όχι η μεγαλύτερη γυναίκα σκηνοθέτης, αλλά μια σπουδαία σκηνοθέτης του στούντιο».
Σε αυτήν τη δήλωση κρύβεται όλη η ουσία του σκηνοθετικού της οράματος, στην οποία η Le Monde βλέπει και όλο το προβληματικό κόνσεπτ γύρω από το πώς αντιμετωπίζει το έργο του ένας σκηνοθέτης, όταν επιδιώκει να γίνει πρακτικά υπάλληλος ενός στούντιο παραγωγής.
Για την Γκέργουικ βέβαια, το συγκεκριμένο πρότζεκτ είναι η μεγάλη της ευκαιρία, καθώς η Warner Bros της εμπιστεύεται τα ηνία ενός blockbuster 100 εκατομμυριών δολαρίων. Μάλιστα η αρθρογράφος της Le Monde σημειώνει ότι η Γκέργουικ χρειάστηκε ένα χρόνο για να αποδεχτεί την πρόταση, μια «φαουστική συμφωνία»- με τον διάβολο- όπως χαρακτηρίζεται.
Mια κοριτσίστικη εκδοχή του Truman Show
Περιγράφοντας την πλοκή της ταινίας, η «Βarbie» ξεκινά, δανειζόμενη την εμβληματική εισαγωγή από την ταινία του Κιούμπρικ: «Οδύσσεια του διαστήματος». Η πρωταγωνίστρια, που την υποδύεται η Μάργκοτ Ρόμπι, ζει σε μια μικρή φούσκα καραμελόχρωμης ροζ τελειότητας, περνώντας κάθε μέρα την ίδια ηλιόλουστη εκδοχή, σε ένα σκηνικό ζωγραφισμένου καμβά όπου τα μόνα πράγματα που γίνονται ανεκτά είναι η καλή διάθεση και η συνεχής διασκέδαση, σαν μια κοριτσίστικη εκδοχή του Truman Show.
Η Barbie απολαμβάνει ένα άδειο φλιτζάνι καφέ, κάνει ντους χωρίς νερό, τα πόδια της είναι φυσικά κυρτά καθώς φοράει μονίμως τακούνια, κάθε μέρα συναντά τους φίλους της στην παραλία και κάθε βράδυ γίνεται πάρτι. Η εικόνα είναι πολύ οικεία για όλους όσοι έχουν βρεθεί στον κόσμο της διάσημης κούκλας.
Αλλά ένα βράδυ, στην πίστα του χορού, η Μπάρμπι σκέφτεται το θάνατο. Την επόμενη μέρα, μια σειρά από ατυχίες αμαυρώνουν την κανονικότητα της καθημερινότητας και αρχίζουν να φαίνονται οι απαρχές μιας υπαρξιακής κρίσης - και η κυτταρίτιδα, σχολιάζει η Le Monde.
Tότε, η Barbie αποφασίζει να ταξιδέψει στον πραγματικό κόσμο για να βρει τον ιδιοκτήτη της. Στην Καλιφόρνια λοιπόν ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον εκτεταμένο σεξισμό σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, την αποδοκιμαστική γνώμη της νέας γενιάς που την κατηγορεί ότι είναι το πρόσωπο του «σεξουαλικοποιημένου καπιταλισμού» και την υποκρισία του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας παιχνιδιών, Mattel.
Για το γαλλικό μέσο όμως, το δημιούργημα της Γκρέτα Γκέργουικ και του συνεργάτη και συν-σεναριογράφου, Νόα Μπάουμπακ αποτελεί μια άκομψη προσπάθεια αυτοσαρκασμού, ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών-μηνυμάτων που κλείνουν το μάτι στον θεατή και νομίζει ότι βλέπει κάτι «ψαγμένο» και ελεύθερο από κατευθύνσεις και επιταγές των εργοδοτών του, αλλά στην πραγματικότητα απλώς υπηρετείται με άλλο τρόπο το όραμά τους και τα οικονομικά τους σχέδια.
Είναι αυτή η φιλοδοξία του Ινών Κέιζ διευθύνοντα συμβούλου της Mattel: «Να μεταβούμε από μια εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών, η οποία κατασκευάζει αντικείμενα, σε μια εταιρεία πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία διαχειρίζεται franchises».
«Κεν, ένα απύθμενο πηγάδι βλακείας»
Μπορεί οι λεπτομέρειες λοιπόν να είναι της Γκέργουικ, γράφει η Le Monde, αλλά η συνολική εικόνα ανήκει στο στούντιο της Warner και της Mattel, που καταφέρνουν να σώσουν τα σκουπίδια τους από την επίθεση της υπερβολικά καυστικής κριτικής.
Επιστρέφοντας από το ταξίδι τους στον Πραγματικό Κόσμο, ο Ken (Ράιαν Γκόσλινγκ) φέρνει μαζί του όλα τα όργανα της πατριαρχίας που σκοπεύει να επιβάλει στη χώρα της διάσημης ξανθιάς κούκλας και αυτό που επιχειρείται να προωθηθεί στην ταινία είναι ότι ο πραγματικός κόσμος είναι αυτός που έχει μολύνει την Barbie, καθώς η ταινία μεταβαίνει στο «πιο καιροσκοπικό "girl power"», σχολιάζει η αρθρογράφος.
Το αποτέλεσμα όμως είναι διαφορετικό. Η ομαδοποίηση όλων των ηρωίδων κάτω από την ίδια σημαία της «ισχύος των κοριτσιών», ένα σλόγκαν που έγινε τάση στα τέλη του 20ου αιώνα, οδηγεί στην απογύμνωση από την ελάχιστη μοναδικότητα που τους είχε απομείνει, προς όφελος του Κεν, ενός απύθμενου βαρελιού κρετινισμού που ενισχύει την ιδεολογική αηδία του συμπεράσματος.
Το Χόλιγουντ μετά τον Covid
Κάτω από την κιτς παρωδία της ταινίας αναδύεται το Χόλιγουντ μετά τον Covid, που συνοψίζει διάφορες διάσπαρτες μέχρι τώρα τάσεις: H καινοτομία που καταβροχθίζεται οριστικά από την ηγεμονία των franchise, η μόνιμη ειρωνεία και ο μεταμοντερνισμός που ξεχωρίζουν ως αδιέξοδα της αφήγησης, μια «καθησυχαστική οικειότητα» ως το ασφαλές καταφύγιο μιας βιομηχανίας που βρίσκεται στη δίνη μιας ηθικής κρίσης, υπογραμμίζει η αρθρογράφος, αναφερόμενη στον κινηματογράφο και δη τον αμερικανικό.
Καταλήγει λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι το πιο οδυνηρό σημείο, το οποίο επιβεβαιώνεται μέσα από αυτήν την ταινία: Η υπεράσπιση ενός νεοφιλελεύθερου και παιδαριώδους φεμινισμού (εκείνης της περίφημης ενδυνάμωσης που μαγειρεύεται με κάθε είδους σάλτσες) που έχει γίνει η αξιοσέβαστη βιτρίνα ενός καπιταλισμού που δεν έχει κόμπλεξ. Με δώδεκα άλλα σχέδια στα σκαριά, η επίθεση της Mattel Films έχει ξεκινήσει: η Barbie είναι απλώς άλλη μια περίπτωση φετιχισμού του εμπορεύματος που μεγεθύνεται σε διαστάσεις καλοκαιρινού μπλοκμπάστερ.