Ένας Αμερικανός τουρίστας ερωτεύτηκε μια Ευρωπαία αεροσυνοδό το 1969, την οποία γνώρισε ενώ έκανε διακοπές στην Ελλάδα. Πλέον, είναι παντρεμένοι για περισσότερα από 50 χρόνια.
Την πρώτη φορά που ο Άντονι Σαλ (Anthony Sall) είδε την Μπάρμπαρα Όλε (Barbara Olle) έμεινε «έκπληκτος». Ήταν καλοκαίρι του 1969. Ο Άντονι ήταν ένας 28χρονος Αμερικανός απόφοιτος κολεγίου που απέφευγε τις οικογενειακές προσδοκίες για να εξερευνήσει τον κόσμο.
Ο Άντονι είχε απορρίψει την πρόταση του πατέρα του για δουλειά στην επιτυχημένη οικογενειακή τους επιχείρηση, προκειμένου να περάσει πέντε χρόνια ταξιδεύοντας.
Μέχρι το 1969 ο Άντονι πλησίαζε στο τέλος της ταξιδιωτικής του θητείας, χωρίς να γνωρίζει ότι το κεφάλαιό του που θα του άλλαζε τη ζωή επρόκειτο να ξεκινήσει.
Όταν ο Άντονι είδε για πρώτη φορά την Μπάρμπαρα, στεκόταν στην ουρά στο λιμάνι της Αθήνας περιμένοντας να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Μύκονο.
«Είχε έναν τρόπο πάνω της που ξεχώριζε από μόνος του. Με μάγεψε και με μαγνήτισε αμέσως», περιγράφει ο Άντονι στο CNN Travel σήμερα.
Η Μπάρμπαρα μεγάλωσε στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, αλλά διέφυγε στη Δυτική Γερμανία με την οικογένειά της όταν ήταν 10 ετών. Αργότερα, φοίτησε σε οικοτροφείο στην Ελβετία.
Η ανατροφή της Μπάρμπαρα της έδωσε μια διεθνή προοπτική, και στην πρώιμη ενήλικη ζωή της απολάμβανε χρονικά διαστήματα στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το καλοκαίρι του 1969 είχε μόλις κλείσει τα 24 και έκανε τη δουλειά των ονείρων της: αεροσυνοδός στην Air France. Το επάγγελμα αυτό της ταίριαζε γάντι.
Εκείνο το καλοκαίρι η Μπάρμπαρα και η αεροσυνοδός φίλη της, Έβελιν, αξιοποιούσαν στο έπακρο μια εβδομάδα άδειας. «Αποφασίσαμε να πάμε στην Ελλάδα, που τότε ήταν πολύ προσιτή, ηλιόλουστη και ζεστή», θυμάται η Μπάρμπαρα.
Όταν ο Άντονι εντόπισε την Μπάρμπαρα στο λιμάνι, κρατούσε ένα εισιτήριο για ένα άλλο νησί: την Ύδρα. Η Μπάρμπαρα κατευθυνόταν ξεκάθαρα προς τη Μύκονο, οπότε ο Άντονι άλλαξε το εισιτήριό του.
Ο Άντονι ήλπιζε ότι θα μπορούσε να μιλήσει με την Μπάρμπαρα στο πλοίο, αλλά αποδείχθηκε ότι ταξίδευε στη δεύτερη θέση και εκείνος στην τρίτη. Πέρα από αυτό το εμπόδιο, υπήρχε και κάτι ακόμα: Έπρεπε να ανταγωνιστεί έναν άλλον άνδρα. Την προηγούμενη μέρα η Μπάρμπαρα είχε γνωρίσει έναν Έλληνα στην Αθήνα, κοντά στην Ακρόπολη, ο οποίος την είχε καλέσει σε δείπνο.
«Για να ξεφύγω είπα “Εντάξει, θα σε συναντήσω”, αλλά ποτέ, φυσικά, δεν πήγα», θυμάται η Μπάρμπαρα. «Το επόμενο πρωί πάω με τη φίλη μου στο λιμάνι για να πάρω το πλοίο για Μύκονο. Στεκόμαστε στην ουρά και κάποιος με χτυπάει στην πλάτη. Γυρίζω και είναι αυτός ο Έλληνας κύριος».
Στο πλοίο της Μυκόνου, ο Έλληνας κάλεσε την Μπάρμπαρα και την Έβελιν να τον συνοδεύσουν στην πρώτη θέση για να φάνε κάτι. Οι δύο φίλες συμφώνησαν και, ενώ η Μπάρμπαρα δεν ενδιαφερόταν για αυτόν ερωτικά, της άρεσε να συναντά ανθρώπους στα ταξίδια της.
Στην άλλη πλευρά του πλοίου, ο Άντονι παρακολούθησε όλο αυτό να ξετυλίγεται, αναρωτώμενος πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ευκαιρία να συναντήσει την Μπάρμπαρα. Στο μεταξύ, συνομίλησε με ένα νεαρό ζευγάρι Αμερικανών, τον Άλαν και τη Λίλι, που κάθονταν μαζί του στην τρίτη τάξη. Τους είπε πώς είχε... αιχμαλωτιστεί αμέσως από την Μπάρμπαρα και πώς ήλπιζε να μιλήσει μαζί της.
Οι νέοι φίλοι του Άντονι ενθάρρυναν την αναζήτησή του και σε λίγο οι τρεις τους περνούσαν κρυφά πάνω από τα σχοινιά που χώριζαν την τρίτη, τη δεύτερη και την πρώτη κατηγορία. «Ξαφνικά εμφανίζεται ο Τόνι - είχε σκαρφαλώσει πάνω από όλους τους φράχτες του πλοίου», θυμάται η Μπάρμπαρα.
Τη διασκέδαζε η επιμονή του. Οι πολυαναμενόμενες συστάσεις επιτέλους έγιναν και ο Έλληνας κάλεσε τους τρεις νεοφερμένους να καθίσουν.
Από τη Μύκονο στην Ύδρα
Καθώς το πλοίο διέσχιζε το γαλαζοπράσινο Αιγαίο προς τη Μύκονο, οι ταξιδιώτες γνώρισαν ο ένας τον άλλον, απολαμβάνοντας δείπνο και κουβέντα για τις επόμενες ώρες.
Όταν το πλοίο έδεσε, ο Άντονι ρώτησε αν η Μπάρμπαρα θα ενδιαφερόταν να δειπνήσουν αργότερα, μόνοι οι δυο τους. «Του είπα “Το νησί είναι πολύ μικρό και είμαι σίγουρη ότι θα ιδωθούμε”», θυμάται η Μπάρμπαρα.
Η Μπάρμπαρα μπορούσε να καταλάβει ότι ο Άντονι ενδιαφερόταν για εκείνη και δεν ήθελε να ενθαρρύνει το φλερτ του.
«Δεν με ενδιέφερε να ξεκινήσω μια σχέση εκείνη την εποχή», διηγείται η Μπάρμπαρα σήμερα. Λίγο πριν από το ελληνικό ταξίδι είχε τελειώσει τη σχέση της με έναν άνδρα που ζούσε στην Ολλανδία, και ήταν επηρεασμένη από αυτόν τον χωρισμό όταν γνώρισε τον Άντονι. «Γι’ αυτό ήμουν λίγο αδιάφορη, εξαιτίας αυτού δεν ήθελα να εμπλακώ. Αλλά σιγά-σιγά άλλαξα» παραδέχεται.
Τις επόμενες μέρες η Μπάρμπαρα, ο Άντονι, η φίλη της Μπάρμπαρα, Έβελιν, και οι άλλοι ταξιδιώτες που είχαν συναντήσει στο πλοίο έκαναν παρέα μαζί στη Μύκονο.
Αποδείχθηκε ότι ο Έλληνας είχε σπίτι σε ένα όμορφο σημείο στην παραλία. Η ομάδα συγκεντρώθηκε στην αμμώδη περιοχή έξω από το σπίτι του, μένοντας ξύπνια κουβεντιάζοντας μέχρι αφότου ο ήλιος είχε βουτήξει στον ωκεανό, μοιράζοντας ιστορίες ταξιδιού.
«Μόλις αρχίσαμε να κάνουμε παρέα όλο και περισσότερο, διαπίστωσα ότι ο Τόνι ήταν πολύ ενδιαφέρων τύπος και απολάμβανα την παρέα και τις ιστορίες του», λέει η Μπάρμπαρα.
«Η φίλη της με συμπάθησε ως άτομο, κι αυτό ήταν σίγουρα κάτι θετικό για μένα ώστε να παλέψω να τραβήξω το ενδιαφέρον της Μπάρμπαρα», αναφέρει ο Άντονι.
Η εβδομάδα έφτασε στο τέλος της και η ομάδα διαλύθηκε. «Δεν μείναμε ποτέ σε επαφή με κανέναν από τους ανθρώπους από το πλοίο μετά το τέλος εκείνου του ταξιδιού», θυμάται η Barbara.
Η φίλη της Μπάρμπαρα, Έβελιν, έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά, ο Έλληνας έμενε στη Μύκονο και η Λίλι και ο Άλαν επέστρεφαν στο σπίτι τους στις ΗΠΑ.
Αλλά η Μπάρμπαρα είχε στη διάθεσή της λίγες ακόμα μέρες πριν την επόμενη βάρδιά της. «Έτσι, ο Τόνι και εγώ αποφασίσαμε να πάμε μαζί στην Ύδρα», θυμάται.
Έτσι άρχισε η μεταξύ τους σύνδεση
Τα πράγματα άλλαξαν περισσότερο όταν ήταν μόνοι τους ο Τόνι και η Μπάρμπαρα. Καθώς τριγυρνούσαν στα πλακόστρωτα δρομάκια του νησιού, κουβεντιάζοντας, ανοίχτηκαν ο ένας στον άλλον με τρόπο που δεν είχαν κάνει πριν.
«Γνωριστήκαμε πολύ καλά, δεν κρύβαμε τίποτα από το παρελθόν μας και ανακαλύψαμε ότι όχι μόνο είχαμε πολλά κοινά, αλλά είχε αρχίσει να νοιάζεται για μένα, όπως τη νοιαζόμουν κι εγώ από την πρώτη ματιά», λέει ο Άντονι. «Αρχίσαμε πραγματικά να συνδεόμαστε».
Η Μπάρμπαρα θυμάται ότι οι δυο τους έμεναν πολλή ώρα στην παραλία και περνούσαν μεγάλες βραδιές σε εστιατόρια κουβεντιάζοντας και «απολαμβάνοντας ο ένας τον άλλον».
Άρχισαν, λέει ο Άντονι, «να πιστεύουν ότι αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και ότι εξελισσόταν σε κάτι που διαρκεί».
Την τρίτη τους μέρα στην Ύδρα ο Άντονι είπε στην Μπάρμπαρα ότι πίστευε πως θα παντρευτούν μια μέρα. «Απλώς γέλασα, νομίζοντας ότι οι Αμερικανοί είναι τελείως τρελοί», λέει η Μπάρμπαρα, γελώντας ξανά με την ανάμνηση.
Αλλά κοιτάζοντας πίσω, λέει ότι ερωτευόταν ακόμα κι αν δεν το ήξερε ακόμα. «Αρχίσαμε και οι δύο να συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούσαμε να πούμε απλώς “αντίο” στο τέλος της εμπειρίας στην Ελλάδα και έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε να συνεχίσουμε μια μακροχρόνια δέσμευση», λέει ο Άντονι.
Η γνωριμία της Μπάρμπαρα με τους γονείς του Άντονι στη Βιέννη
Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που ταξίδεψε στον κόσμο, ο Άντονι δεν είχε επιστρέψει ούτε μία φορά στις ΗΠΑ. Αυτό ήταν εν μέρει για οικονομικούς λόγους - χρηματοδοτούσε την περιπέτειά του μέσω μερικής απασχόλησης και ό,τι κέρδιζε πήγαινε προς το επόμενο σκέλος του ταξιδιού.
Ο Άντονι ήταν, επίσης, πεπεισμένος ότι ο πατέρας του θα προσπαθούσε να τον πείσει να μείνει στις ΗΠΑ εάν επέστρεφε, έτσι ανέβαλλε την επιστροφή στην «πραγματική» ζωή για όσο περισσότερο γινόταν.
Όπως συνέβη, μια πολυαναμενόμενη επανένωση με τους γονείς του Άντονι θα γινόταν την εβδομάδα μετά την αναχώρησή του από την Ύδρα. Οι γονείς του Άντονι επισκέπτονταν τη Βιέννη για επαγγελματικούς λόγους και εκείνος σχεδίαζε να συναντηθεί μαζί τους ενώ βρισκόταν στην πόλη.
Ο Άντονι κάλεσε την Μπάρμπαρα να συμμετάσχει, και εκείνη συμφώνησε. Οι δυο τους αποχαιρετίστηκαν στην Ελλάδα και ξαναβρέθηκαν στην Αυστρία μία εβδομάδα αργότερα.
Για την Μπάρμπαρα, η άφιξη στη Βιέννη ήταν λίγο σοκ, καθώς ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Άντονι προερχόταν από πλούσια οικογένεια.
«Όλο το διάστημα που ήμασταν μαζί στην Ελλάδα μοιραζόμασταν τα πάντα - ήταν με προϋπολογισμό», θυμάται. «Έφτασα στη Βιέννη, με παίρνει μια λιμουζίνα με έναν σοφέρ, ανεβαίνουμε μπροστά από το Imperial Hotel. Οι γονείς του έχουν τη Grand Σουίτα και δεν είχα ιδέα για αυτό το υπόβαθρο».
Ο Άντονι δεν είπε στους γονείς του ότι η Μπάρμπαρα θα ερχόταν. Πρώτον, αυτό θα συνεπαγόταν ένα υπεραστικό τηλεφώνημα από την Ευρώπη στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που δεν ήταν καθόλου απλό το 1969. Επίσης, ενώ ο Άντονι ήταν σίγουρος ότι οι γονείς του θα συμπαθούσαν την Μπάρμπαρα όταν τη συναντούσαν, δεν ήταν σίγουρος για την αντίδρασή τους όταν θα μάθαιναν ότι είναι Γερμανίδα. Οι γονείς του Άντονι ήταν Εβραίοι, και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο απέφευγαν προϊόντα γερμανικής κατασκευής, αποφεύγοντας να δημιουργήσουν επιχειρήσεις στη Γερμανία.
Πρώτος συνάντησε την Μπάρμπαρα ο πατέρας του Άντονι. Η μητέρα του ήταν ακόμα στη σουίτα και ετοιμαζόταν για δείπνο. Ο πατέρας του πήγε αμέσως στον επάνω όροφο για να ενημερώσει τη γυναίκα του. «Αυτή η γυναίκα... είμαι τρελός μαζί της», είπε.
Όταν η μητέρα του Άντονι συνάντησε τελικά την Μπάρμπαρα, είχε παρόμοια αντίδραση. Οι δύο γυναίκες έγιναν γρήγορα φίλες. «Ήμασταν πολύ κοντά», λέει η Μπάρμπαρα. «Συμπάθησε αμέσως η μία την άλλη και ένιωσα πολύ οικεία». «Λάτρευε την Μπάρμπαρα», λέει ο Άντονι. «Ήταν αχώριστες».
Οι γονείς του Άντονι, η Μπάρμπαρα και ο Άντονι πέρασαν ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο στη Βιέννη, και από εκεί η σχέση του ζευγαριού «άρχισε να κινείται πολύ γρήγορα», όπως το θέτει ο Άντονι.
Ενώ ο ίδιος συνέχισε τα ταξίδια του για τους επόμενους μήνες, η Μπάρμπαρα επέστρεψε στη βάση της στην Air France στη Φρανκφούρτη. Έτσι, οι δυο τους συναντιόντουσαν όποτε μπορούσαν.
«Όποτε είχα πολλές διακοπές, ερχόταν στη Φρανκφούρτη και τις περνούσε μαζί μου», λέει η Μπάρμπαρα.
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, η Μπάρμπαρα σύστησε στους γονείς της τον Άντονι, οι οποίοι ζούσαν στην ορεινή περιοχή Μέλας Δρυμός της Γερμανίας. Αγαπούσαν τον Άντονι και απολάμβαναν να του δείχνουν το όμορφο τοπίο της περιοχής.
Μια νέα ζωή στις ΗΠΑ
Τον Νοέμβριο του 1969 η πενταετής περιπέτεια του Άντονι έφτασε στο τέλος της και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Η Μπάρμπαρα πέταξε για να τον επισκεφθεί στη Φιλαδέλφεια εκείνη την Ημέρα των Ευχαριστιών, όπου έγινε δεκτή ολόψυχα από την ευρύτερη οικογένεια του Άντονι.
«Και μετά αποφασίσαμε “Λοιπόν, τώρα τι;”» θυμάται η Μπάρμπαρα. «Δεν μπορούμε να βγούμε ραντεβού πέρα από τον Ατλαντικό, γιατί τότε δεν ήταν τόσο εύκολο. Δεν μπορούσες να κάνεις τηλεφωνικές κλήσεις με τον τρόπο που κάνεις τώρα. Και έτσι σκεφτήκαμε “Λοιπόν, ή θα παντρευτούμε ή θα πρέπει να το κόψουμε”».
Το επόμενο βήμα της σχέσης τους
Το ζευγάρι αποφάσισε να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. «Έτσι, επέστρεψα στη Γερμανία, πούλησα το αυτοκίνητό μου, ξεφορτώθηκα το διαμέρισμά μου, παράτησα τη δουλειά μου, επέστρεψα στις 31 Δεκεμβρίου του ’69», λέει η Barbara. «Και δύο εβδομάδες αργότερα παντρευτήκαμε».
Η Μπάρμπαρα ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό πριν από τον γάμο, ο οποίος έγινε σε μια συναγωγή της Φιλαδέλφειας. «Δεν είχα ποτέ θρησκεία. Δεν βαφτίστηκα ποτέ - στην Ανατολική Γερμανία κανείς δεν είχε θρησκεία», λέει.
Στη συνέχεια η Μπάρμπαρα και ο Άντονι εγκαταστάθηκαν στη Φιλαδέλφεια. Για την Μπάρμπαρα, που πήρε το επίθετο του Άντονι μετά τον γάμο, η μετακόμιση στις ΗΠΑ ήταν απλώς μία ακόμη διεθνής περιπέτεια.
«Έλειπα από το σπίτι από 12 ετών. Και μετά το σχολείο, όπως είπα, πήγα στη Γαλλία και στην Αγγλία. Έτσι ήμουν μακριά από την οικογένειά μου ήδη για πολλά-πολλά χρόνια. Και με είχαν συνηθίσει να είμαι πολύ ανεξάρτητη. Έτσι, δεν εξεπλάγησαν όταν τους είπα "Θα πάω στην Αμερική"», λέει η Μπάρμπαρα.
Οι γονείς του Άντονι έκαναν, επίσης, εύκολη την εγκατάστασή της στις ΗΠΑ. «Ήμουν τόσο τυχερή που τους είχα στη ζωή μου, ήταν πάντα εκεί για εμάς, πολύ υποστηρικτικοί και αγαπητοί με κάθε τρόπο», λέει η Μπάρμπαρα.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1971, επιβιβάστηκαν στο υπερωκεάνιο Queen Elizabeth 2 (QE2) για το μήνα του μέλιτος.
Ο Τόνι άρχισε να εργάζεται στην εταιρεία καλλυντικών Revlon, η οποία τον μετέφερε στο Σικάγο, όπου το ζευγάρι έφερε στον κόσμο το πρώτο του παιδί. Ο Άντονι και η Μπάρμπαρα απέκτησαν άλλα τρία παιδιά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι καλοκαιρινές διακοπές στη Γαλλία ενέπνευσαν την Μπάρμπαρα να υποβάλει αίτηση για να γίνει ξανά αεροσυνοδός. Άρχισε να εργάζεται για τις National Airlines και ανακάλυψε ξανά την αγάπη της για τις πτήσεις.
Όταν η National Airlines αγοράστηκε από την Pan American World Airways το 1980, η Μπάρμπαρα άλλαξε τα φτερά της για τα χρυσά και μπλε διακριτικά της Pan Am.
Αργότερα, όταν η Pan Am κατέρρευσε τη δεκαετία του 1990, η Μπάρμπαρα προσλήφθηκε στην Delta. Εξακολουθεί να πετάει διεθνώς με την Delta σήμερα και λέει ότι στα 76 της χρόνια το πάθος της για τη δουλειά δεν έχει εξασθενήσει. «Κάθε ταξίδι είναι σαν μίνι διακοπές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Άντονι, που είναι τώρα 81 ετών και συνταξιούχος, λέει ότι εξακολουθεί να ενθουσιάζεται κάθε φορά που η Μπάρμπαρα επιστρέφει από ένα ταξίδι εργασίας.
«Θεέ μου, θα νόμιζες ότι μόλις τη γνώρισα. Εδώ είμαστε, 54 χρόνια μαζί, 53 παντρεμένοι. Και ανυπομονώ για την ημέρα που θα επιστρέψει στο σπίτι από το ταξίδι - μετά από μόλις τρεις άθλιες μέρες».
Όταν τα παιδιά του Άντονι και της Μπάρμπαρα ήταν στα τέλη της εφηβείας τους, ακολούθησαν τα βήματα των γονιών τους και ξεκίνησαν σόλο ταξίδια στην Ευρώπη.
«Δεν είχαν τελειώσει καν το λύκειο και οι άνθρωποι μου έλεγαν: "Δεν σε στεναχωρεί που είναι μόνοι τους στην Ευρώπη;"» θυμάται η Μπάρμπαρα.
Η Μπάρμπαρα πάντα εξηγούσε ότι όχι, δεν ήταν ανήσυχη. Ήθελε τα παιδιά της να δουν τον κόσμο, να ζήσουν περιπέτειες, να παραμείνουν ανοιχτά σε νέες εμπειρίες.
«Μέχρι σήμερα εξακολουθούν να ταξιδεύουν πολύ», λέει η Μπάρμπαρα. «Τώρα προσπαθούν να διδάξουν στα παιδιά τους τι υπάρχει στον κόσμο».
Μαζί πάνω από 50 χρόνια
Σήμερα, ο Άντονι και η Μπάρμπαρα ζουν στην Καλιφόρνια, κοντά στα παιδιά τους. Συμμετέχουν πολύ στη ζωή των εγγονιών τους, ηλικίας από 6 έως 32 χρόνων.
Το ζευγάρι, που πρόσφατα γιόρτασε τα 53 χρόνια γάμου, έχει ακόμα πολλά κοινά και λατρεύει να περνά χρόνο μαζί.
«Κάθε Σάββατο βγαίνουμε έξω, έχουμε ένα ωραίο δείπνο μαζί ή με άλλα ζευγάρια», λέει η Μπάρμπαρα. «Μας αρέσει να κοινωνικοποιούμαστε», λέει ο Άντονι. «Να έχεις φίλους, συγγενείς που είναι στενοί».
Απολαμβάνουν, επίσης, να αναπολούν τις περιπέτειές τους, ειδικά το πώς γνωρίστηκαν ταξιδεύοντας στην Ελλάδα το 1969.
«Όταν οι άνθρωποι λένε "Πώς γνωριστήκατε;" και εμείς λέμε την ιστορία μας, οι άνθρωποι λένε πάντα "Θεέ μου, πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο"», υποστηρίζει η Μπάρμπαρα.
«Όλοι!» αναφωνεί ο Άντονι. «Πάντα ένιωθα “Θεέ μου, αυτή η ιστορία είναι καταπληκτική.” Αλλά την έζησα, οπότε φυσικά για μένα είναι καταπληκτική και φυσικά για την Μπάρμπαρα είναι εκπληκτική.
Ενώ το ζευγάρι δεν έμενε σε επαφή με τους φίλους που έκαναν στην Ελλάδα το 1969, ο Άντονι συνάντησε πρόσφατα τη Λίλι και τον Άλαν, το ζευγάρι των Αμερικανών που τον ενθάρρυναν να μιλήσει στην Μπάρμπαρα στο πλοίο...
Ο Άντονι και ο Άλαν απόλαυσαν ένα μεγάλης διάρκειας τηλεφώνημα αναπολώντας τις αναμνήσεις τους, και τα δύο ζευγάρια ελπίζουν να συναντηθούν στο εγγύς μέλλον.
«Η αλήθεια είναι ότι όταν χωρίσαμε μετά τη Μύκονο, τόσο αυτός όσο και η Λίλι στοιχημάτιζαν ότι θα καταλήξουμε κάπως μαζί», λέει ο Άντονι.
Πέντε δεκαετίες γάμου
«Σκοπεύουμε να μαζευτούμε για να προλάβουμε τη ζωή μας και φανταστείτε ότι θα συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε πριν από 54 χρόνια» εξομολογείται.
Οι πέντε δεκαετίες γάμου του Άντονι και της Μπάρμπαρα περιλάμβαναν μερικά ακόμη δοκιμαστικά κεφάλαια. Για τον Άντονι και την Μπάρμπαρα, η πλοήγηση σε αυτές τις πιο δύσκολες στιγμές είναι αυτό που σημαίνει να αγαπάς μακροπρόθεσμα.
«Αν πραγματικά νοιάζεσαι για το άτομο, σίγουρα αξίζει να παλέψεις για αυτό», πιστεύει η Μπάρμπαρα. «Το να είσαι με κάποιον που πραγματικά σημαίνει τα πάντα για σένα είναι το πιο τυχερό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο. Το πιστεύω πραγματικά αυτό», εξηγεί ο Άντονι.
«Ιστορίες όπως αυτή σπάνια βιώνονται και λέγονται, αλλά η δική μας είναι μια που αγαπάμε και οι δύο με όλη μας την καρδιά, καθώς πόσοι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, από αντίθετα άκρα του Ατλαντικού Ωκεανού, και να καταφέρουν να συγκεντρώσουν μια διαρκή ιστορία όπως αυτή, που εξακολουθεί να είναι δυνατή σήμερα», λέει. «Τι ζωή».