Είναι οι τηλεοπτικές βιογραφίες ένας γοητευτικός τρόπος να ξεφυλλίσουμε εκ νέου την Ιστορία, έστω κι αν πλαισιώνονται από το απαραίτητο ένδυμα της μυθοπλασίας; Η απάντηση έρχεται φέτος από την πολυσυζητημένη δραματική σειρά της ΕΡΤ «Φλόγα και Άνεμος».
Μία σειρά που ολοκληρώνεται σε 12 επεισόδια
Στα 12 επεισόδια της τηλεοπτικής αναβίωσης του ταραχώδη βίου της μεγάλης ηθοποιού Κυβέλης Αδριανού και του πολυκύμαντου έρωτά της με τον Γεώργιο Παπανδρέου, δεν υπάρχουν κλισέ παρά μόνο η ιδιαίτερη αισθητική ενός αστικού δράματος, που διατρέχει ογδόντα χρόνια ελληνικής ιστορίας, απεικονίζοντας την Ελλάδα της πολιτικής και του θεάτρου, και ζωντανεύοντας, με ένα άρωμα παλιάς δαντέλας, εποχές σκληρές για τη μοίρα της χώρας μας.
Ποια ακριβώς είναι η γεύση που μας αφήνει μετά και το έβδομο από τα δώδεκα επεισόδια που προβλήθηκε το περασμένο Σάββατο; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Εν αρχή ην ο λόγος. Με πρώτη ύλη το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, ένα από τα ωραιότερα ελληνικά βιβλία των τελευταίων ετών, η αφήγηση της σειράς είναι πυκνή και πολυεπίπεδη, ταξιδεύοντας τον θεατή σε δύο χρόνους, το παρελθόν που πιάνει την ιστορία από το μακρινό ξεκίνημα του 1888, και το "τώρα" που εκτυλίσσεται στο φθινόπωρο του 1968, μεσούσης της δικτατορίας.
Η εναλλαγή αυτή, τουλάχιστον στα πρώτα δύο τρία επεισόδια, ξένισε ίσως ένα μέρος του κοινού που είναι συνηθισμένο σε μια γραμμική, εντελώς απλοϊκή ροή, αλλά πρόσφερε από την αρχή την αίσθηση ότι έχουμε να παρακολουθήσουμε μια επική saga, γεμάτη χαρακτήρες και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου μας. Επίσης το δίπολο της αφήγησης, εστιάζοντας με ίσους όρους στις τελευταίες μέρες του Παπανδρέου, μας επέτρεψε να ακολουθήσουμε, εκτός από το μυθικό ζευγάρι, μερικούς πολύ ενδιαφέροντες επινοημένους ήρωες που ζουν και ενεργούν το 1968, τον Φώντα, την Όλγα, τον Γκούβερη, και φυσικά το τραγικό ζεύγος Μιχάλη - Φωτεινής, που είναι οι γονείς του νεκρού ηθοποιού Αλεξάνδρου Κροντηρά.
Μία σειρά με γρήγορη πλοκή
Αυτές οι παράλληλες ιστορίες που κάποια στιγμή συνδέονται, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ομορφιάς του «Φλόγα και Άνεμος», γιατί πλην του μυστηρίου που αναδίδουν, δείχνουν και το πόσες ζωές επηρεάστηκαν από τη μοίρα της Κυβέλης και του συντρόφου της.
Όλα αυτά έχουν χορογραφηθεί υπέροχα από τη σκηνοθεσία της έμπειρης Ρέινας Εσκενάζυ που υπηρετεί το υλικό της με εξαίσια κάδρα, ωραίες τεχνικές (οι καθρέφτες έχουν την τιμητική τους) και ένα τέμπο μοναδικής ακριβείας, που καθιστά την πλοκή γρήγορη και αγωνιώδη, παρά την εύλογη αποσπασματικότητα που δεν μπορεί να αποφύγει λόγω του ότι τα χρόνια είναι πολλά και τα επεισόδια λίγα. Η ματιά της Εσκενάζυ, ακριβής και κομψή, ενισχύεται από την εξαιρετική φωτογραφία της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, που δίνει έμφαση στη μουντάδα της σέπιας, και ακόμα περισσότερο από τα φανταστικά κοστούμια με τα οποία έχει ντύσει τους ήρωες ο Μιχάλης Σδούγκος.
Βλέπουμε εντυπωσιακά κοστούμια και φορέματα . Από κοντά και τα σκηνικά της Λαμπρινής Καρδαρά, που σε βάζουν στην καρδιά της εκάστοτε εποχής, καθώς και το κινηματογραφικό score του Γιώργου Χατζηνάσιου, και η ροή της ιστορίας μάς ταξιδεύει από επεισόδιο σε επεισόδιο όλο και πιο βαθιά στην άγνωστη σχέση της Κυβέλης με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Φυσικά υπηρετείται από ένα κείμενο ιδιαίτερα λεπτών αποχρώσεων, το σενάριο της Ρένας Ρίγγα, με την επιμέλεια της Μαρίας Αθήνη, μια ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημιουργική πτυχή, όπου ατάκες σαν αυτή που εκστόμισε στο προχθεσινό επεισόδιο ο Γέρος της Δημοκρατίας στον φίλο του τον Βύρωνα, «Μπορεί να είμαστε βενιζελικοί, αλλά αγαπάμε τη βασιλική μεταχείριση», δείχνουν ότι η σοβαρή τηλεόραση είναι εδώ για όποιον ενδιαφέρεται, υπάρχει, και τη βλέπουμε μάλιστα και στη prime time ζώνη.
Μπορεί αυτή η σειρά να συγκινήσει το τηλεοπτικό κοινό;
Μπορεί αυτό το είδος τηλεόρασης να συγκινήσει τη σημερινή μάζα που έχει συνηθίσει να "κολλάει" με σειρές αφιερωμένες στη βία και σε κλισαρισμένα ειδύλλια ή απευθύνεται σε ένα πιο περιορισμένο κοινό με μεγαλύτερη ίσως καλλιέργεια και κουλτούρα; Πιθανότατα το δεύτερο. Όπως και να 'χει, είναι ελπιδοφόρο να υφίσταται ως επιλογή, διότι κάθε κοινωνία πρέπει να διαθέτει το ευρύ τηλεοπτικό τοπίο που της αξίζει.
Το «Φλόγα και Άνεμος» είναι μία σημαντική πρόταση της κρατικής τηλεόρασης, επειδή πολύ απλά φέρνει στο φως μια σημαντική ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, και να μαθευτεί: την ιστορία της ελεύθερης ελληνικής ψυχής. Γι' αυτό και κάποιες σκηνές του έχουν ήδη καθηλώσει χιλιάδες θεατές, όταν η τσαλακωμένη γηραιά Κυβέλη της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη σπεύδει στον Ευαγγελισμό για να αντικρίσει τον άρρωστο Γεώργιο Παπανδρέου, ή όταν στο πέμπτο επεισόδιο η χαροκαμένη Μαρίκα Κοτοπούλη της Πέγκυς Τρικαλιώτη θρηνεί το θάνατο του Ίωνα Δραγούμη, ή όταν στο έκτο επεισόδιο ο Αλέκος Παναγούλης του Λευτέρη Βασιλάκη κραυγάζει στους βασανιστές του, «Όλοι εσείς οι φασίστες είστε αγράμματοι».
«Σημασία έχει αυτό που υποδύεσαι όχι αυτό που είσαι στην πραγματικότητα»
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο έβδομο επεισόδιο. Αναίμακτα; Όχι. Τέτοια πρότζεκτ που αφορούν αληθινά ή βιογραφικά γεγονότα, πάντοτε γίνονται στόχος διφορούμενων σχολίων στο τουιτερ. Πρώτα, λοιπόν, είχαμε τη γκρίνια κάποιων χρηστών για το συνεχές μπρος-πίσω που προαναφέρθηκε. Όταν, εκεί γύρω στο τρίτο επεισόδιο, οι πάντες συνήθισαν τη ροή της αφήγησης, ξέσπασε αίφνης ένα δεύτερο κύμα γκρίνιας που αφορούσε την αλλαγή των ηθοποιών που υποδύονταν το μυθικό ζευγάρι στα νεανικά του χρόνια (οι έξοχοι Γιώργος Τριανταφυλλίδης και Μαρία Παπαφωτίου) από τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές της σειράς Καριοφυλλιά Καραμπέτη και Άρη Λεμπεσόπουλο. «Πώς γίνεται να παίζουν τους τριανταπεντάχρονους;» γράφτηκε και ξαναγράφτηκε.
Μα οι σπουδαίοι ηθοποιοί αυτού του διαμετρήματος μπορούν να παίξουν τα πάντα, απάντησαν κάποιοι τηλεοπτικοί κριτικοί, υπενθυμίζοντας ότι σημασία έχει αυτό που υποδύεσαι, όχι αυτό που είσαι στην πραγματικότητα.
Κάποιοι επίσης αναρωτήθηκαν γιατί δεν άλλαξαν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παλιάς ιστορίας, δηλαδή οι υπέροχοι Δημήτρης Σαμόλης και Ισιδώρα Δωροπούλου, που υποδύονται τον Κώστα Θεοδωρίδη και τη Σοφία Μινέικο, αλλά και η συγκλονιστική Κόρα Καρβούνη, που ερμηνεύει τη μητέρα της Κυβέλης. Μα, θα χανόταν η μπάλα, απάντησαν πάλι κάποιοι, το κοινό δεν θα καταλάβαινε ποιος είναι ποιος. Πιο εμπεριστατωμένα ήρθε να λειτουργήσει η άποψη ενός έμπειρου τηλεκριτικού, ο οποίος υπενθύμισε ότι ένας από τους βασικούς κανόνες της αμερικανικής τηλεόρασης είναι να αλλάζουν μόνο οι πρωταγωνιστές, ώστε να μην δημιουργείται σύγχυση στο κοινό. Οπότε ναι, και η Κόρα Καρβούνη μπορεί να παίξει υπέροχα τη μάνα της Καραμπέτη. Εδώ συμβαίνει σε μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ. Στον "Αλέξανδρο" του Όλιβερ Στόουν, η Ατζελίνα Ζολί, που είναι γεννημένη το 1975, υποδύεται τη μητέρα του Κόλιν Φάρελ, που είναι γεννημένος το 1976. Υποκριτική λέγεται, και είναι απλό, όταν υποστηρίζεται από σπουδαίους ηθοποιούς, ασχέτως αν κάποιοι επέμειναν να γκρινιάζουν για δύο ακόμα επεισόδια, φανερώντας μια υπερβολή που (επειδή, ακριβώς ενισχύθηκε και από ανθρώπους του τηλεοπτικού χώρου) ξένισε αρκετούς ως προς τα κίνητρά της.
Το «Φλόγα και Άνεμος» ξεπέρασε και αυτούς τους σκοπέλους, και, τώρα που όλοι έχουν εξοικειωθεί απόλυτα με την αισθητική που ήρθε να μας προτείνει, ο απόηχος του έβδομου επεισοδίου ήταν απόλυτα διθυραμβικός, επειδή ακριβώς είναι οι ερμηνείες που απογειώνουν τη σειρά, σε συνδυασμό με το εκλεπτυσμένο σκηνοθετικό περιτύλιγμα και την εξέλιξη της πλοκής.
Οι πρωταγωνιστές «χτίζουν» τους ήρωες της σειράς
Ο Αρης Λεμπεσόπουλος έχει μεταμορφωθεί πλήρως σε Γεώργιο Παπανδρέου, βοηθούμενος και από τη φυσική του ομοιότητα με τον Γέρο της Δημοκρατίας. Η ερμηνεία του είναι λεπτών αποχρώσεων, εστιάζει σε ραφινάτες λεπτομέρειες, που καθιστούν έκδηλο κάθε συναίσθημα, ακόμα και μια υποδόρια μελαγχολία, ίσως για τη μητέρα που δεν γνώρισε ποτέ του. Η Καριοφυλια Καραμπέτη, από την πλευρά της, χτίζει με μοναδική μαεστρία μια ηρωΐδα larger than life, τη θεατρίνα σύμβολο του εικοστού αιώνα. Είναι ένας ακόμα ρόλος προσωπικού θριάμβου, που άνετα μπορεί να καταχωριστεί στο top 5 των μεγάλων ερμηνειών της. Η Κυβέλη της Καραμπέτη, και του «Φλόγα και Άνεμος», είναι μια γυναίκα πολύ μπροστά από την εποχή της, μια γυναίκα που ορίζει η ίδια τη μοίρα της, ένα πλάσμα γεμάτο θάρρος και τόλμη και αδιαπραγμάτευτο ταλέντο. Ταυτόχρονα είναι ένα ευαίσθητο πλάσμα, που δεν έχει καμία διαφορά από κάθε άλλη γυναίκα, ένα πλάσμα που πονάει, ονειρεύεται, ελπίζει.
Ζουμάροντας σε σημεία που ξεδιπλωνουν το δυναμικό χαρακτήρα της και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που την ξεχώρισαν στη ζωή και το θέατρο, τόσο η Εσκενάζυ όσο και η Καραμπέτη έχουν να γεμίσουν με χρώματα έναν τεράστιο καμβά, και το καταφέρνουν απόλυτα. Σε αντίθεση με τα δεδομένα της εποχής που ήθελαν τις γυναίκες συμβιβασμενες με ένα προκαθορισμενο στερεοτυπικό μοντέλο, η Κυβέλη υπήρξε μια χειραφετημένη προσωπικότητα, που μορφώθηκε, ταξίδεψε, πίστευε στον εαυτό της, πάλεψε για την καριέρα της και διεκδίκησε αυτό που όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να διεκδικούν: Την προσωπική της ευτυχία. Δεν φοβήθηκε να αγαπήσει, ούτε να ορθώσει το ανάστημα της στο κατεστημένο της εποχής.
Με την λατρεία για την τέχνη της κατάφερε να γίνει συνώνυμο με την κορυφή του ελληνικού θεάτρου και με το θάρρος και την ειλικρίνεια απέναντι στα συναισθήματα της να ζήσει την πραγματική αγάπη στην προσωπική της ζωή. Μια ζωή που τα είχε όλα, ήταν πλήρης, γεμάτη πάθος και όνειρα, όπως αξίζει σε κάθε γυναίκα. Παράλληλα, όπως διαφαίνεται και από τις σκηνές του 1968, αλλά και από τη λατρεία που έχει στα παιδιά της και τα εγγόνια της, και πάνω από όλα στον Γιωργάκη Παπανδρέου, τον καρπό του έρωτά της με τον Γεώργιο, βάζει την οικογένειά της πιο ψηλά από κάθετί, και έχει μια υπέρμετρη γλύκα, δωρική μεν, αλλά βαθιά και ειλικρινή. Είναι μια γυναίκα που έζησε με όλο της το είναι στην κόψη του ξυραφιού, και αυτή τη συνθήκη η Καραμπέτη την υπηρετεί δίχως το παραμικρό ίχνος υπερβολής, με μια προσέγγιση ανατριχιαστική και γεμάτη συναίσθημα, που δραματουργικά θυμίζει ηρωΐδες αρχαίας τραγωδίας. Είναι η ωραιότερη Κυβέλη που θα μπορούσαμε να έχουμε, και το κατάλληλο όχημα για να αντιληφθούμε επακριβώς το ψυχικό εύρος αυτής της τεράστιας προσωπικότητας που, λόγω εποχής, δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε.
Επιπλέον, είναι οι δεύτεροι ρόλοι που εντυπωσιάζουν. Ο Αργύρης Πανταζάρας είναι εκπληκτικός ως ταγματάρχης της χούντας, η Λένα Παπαληγούρα προσφέρει άκρατη συγκίνηση ως Όλγα και ο Θέμης Πάνου δίνει ρέστα υποδυόμενος τον σκληρό χουντικό που είναι το δεξί χέρι του Παττακού. Εξαιρετικοί επίσης ο Χριστόδουλος Στυλιανού ως κολλητός του Παπανδρέου, η Πέγκυ Τρικαλιώτη ως Κοτοπούλη και ο Αναστάσης Ροϊλός ως Δημήτρης Χορν. Η μεγάλη αποκάλυψη όμως, είναι δύο ηθοποιοί που τους έχουμε συνηθίσει κυρίως σε κωμωδίες και εδώ λάμπουν πραγματικά ως δραματικοί. Ο ένας είναι ο Αργύρης Αγγέλου που, έξω από κάθε προηγούμενο, καταθέτει την σιχαμένη ύπαρξη ενός λοχαγού της δικτατορίας, κάτι ανάμεσα σε βασανιστή, σπιούνο και αρρωστημένο τύπο, που δεν σταματάει πουθενά. Μετράει ήδη μια σκηνή ανθολογίας κατά την οποία προσπαθεί να ταπεινώσει την Κυβέλη, και παίζει με το βλέμμα, την κίνηση, είναι σε όλα υποδειγματικός.
Ο έτερος είναι ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, που μας χαρίζει έναν Μήτσο Μυράτ σκέτη γλύκα. Είναι ο πρώτος σύζυγος της Κυβέλης, αυτός που θα βιώσει την εγκατάλειψη της γυναίκας του και το ειδύλλιό της με τον Κώστα Θεοδωρίδη. Ο Μυράτ του είναι αξιοπρεπής, περήφανος και το κυριότερο, απερίγραπτα ανθρώπινος. Βλέπεις τη στεναχώρια στα μάτια του, τη ζήλια του, την συντριβή του, αλλά ταυτόχρονα βλέπεις και τον τρόπο με τον οποίο αναγεννιέται από τη στάχτη του, βρίσκοντας την αγάπη στο πρόσωπο της αδελφής της Μαρίκας Κοτοπούλη. Με άλλα λόγια, έξω από τη στόφα του σταρ της εποχής, ο μοναδικός Μήτσος Μυρατ μοιάζει ακόμα μεγαλύτερος και σπουδαιότερος, καθώς διαχειρίζεται με αρχοντιά το προσωπικό του δράμα. Στέκεται στα πόδια του, πάρα της δύσκολες στιγμές της προσωπικής του ζωής, χωρίς να χάνει το ήθος του, το κουράγιο του, χωρίς να αλλοιώνει την προσωπικότητα του.
Δίνει παράδειγμα ζωής όταν καταφέρνει να σηκωθεί ξανά και να κάνει μια νέα αρχή. Ένας τεράστιος ηθοποιός που δεν παύει στιγμή να ενδιαφέρεται για τα παιδιά του, να διεκδικεί την ευτυχία και να χαίρει την εκτίμηση όλων, συναδέλφων και φίλων. Μαχητής, ικανός αλλα και ανθρώπινος όπως κάθε σπουδαίος καλλιτέχνης. Και όλα αυτά μέσα από την συμπαθή και ευγενική φιγούρα του Τσαλταμπάση, ο οποίος μας θυμίζει, όπως και ο Αγγέλου, ότι οι κωμικοί κρύβουν τεράστια δραματική φλέβα στο υποκριτικό dna τους.
Τέλος, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον Δημήτρη Καταλειφό και τη Θέμιδα Μπαζάκα που υποδύονται το μυστηριώδες ζεύγος Κορδόνη. Όποιος έχει διαβάσει το μυθιστόρημα του Δάνδολου γνωρίζει τι έχουν πάει να κάνουν στο ξενοδοχείο του Φαλήρου. Αυτό που κανείς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει είναι με πόση ανθρωπιά και τραγικότητα θα ξεπηδούσαν αυτοί οι δύο ήρωες από το χαρτί. Είναι συνταρακτικοί και οι δύο, και προκαλούν πλημμυρίδα συναισθημάτων, ιδίως στον τηλεθεατή που ξέρει ή φαντάζεται τι πρόκειται να επιχειρήσουν θρηνώντας το παιδί που έχασαν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και για δύο τρεις ακόμα, λατρεύουμε το «Φλόγα και Άνεμος». Επειδή είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους, ανεξαρτήτου ιδεολογίας. Επειδή οι προθέσεις του είναι έντιμες, και δεν βασίζονται στον εύκολο εντυπωσιασμό. Επειδή βασίζεται σε ένα βιβλίο που αγαπάμε. Και εν κατακλείδι, επειδή, εξαιτίας όλων των παραπάνω, είναι ίσως κάτι παραπάνω από μια τηλεοπτική σειρά. Είναι όντως ένας τρόπος να ξεφυλλισουμε εκ νέου την Ιστορία, μέσα από μια Ελλάδα που ναι μεν ανήκει σε άλλη εποχή, αλλά εξακολουθεί να συγκινεί.