Θλίψη στον καλλιτεχνικό χώρο προκάλεσε η είδηση ότι πέθανε η σπουδαία Ειρήνη Παπά.
Η ηθοποιός, η οποία ήταν από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που διέπρεψαν στο εξωτερικό, έφυγε σε ηλικία 96 ετών.
Γεννημένη το 1926 στο Χιλιομόδι -ένα μικρό χωριό της Κορινθίας-, από μικρό κορίτσι η Ειρήνη Παπά είχε αποφασίσει ότι θέλει να ασχοληθεί με τον καλλιτεχνικό χώρο και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στα 15 της έχει ήδη πάρει τον καλλιτεχνικό της δρόμο, αφού εργαζόταν ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια.
Σε ηλικία 18 χρόνων παντρεύεται τον συγγραφέα Άλκη Παπά. Παρόλο που ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ, η ηθοποιός διατήρησε το επίθετο, με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστή.
Στα πρώτα της βήματα στο θεατρικό σανίδι συμμετέχει σε παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου. Το ξεχωριστό της ταλέντο και οι εξαιρετικές της ερμηνείες σε αρχαίες τραγωδίες, όπως «Μήδεια» και «Ηλέκτρα», δεν αργούν να την κάνουν διάσημη. Μεγάλη ήταν η αγάπη της ηθοποιού και απόλυτος ο σεβασμός της για το αρχαίο δράμα. Όταν αποφάσισε να σταματήσει να ερμηνεύει τέτοιους ρόλους, δήλωσε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Αβενίρε» τής Ρώμης: «Αποφάσισα ότι δεν θα παίξω πια, διότι η τραγωδία συνεπάγεται μια τεράστια ευθύνη. Και ο φόβος ότι θα μπορούσα να μην αντεπεξέλθω θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα».
Στον τελευταίο της χρόνο στη σχολή, ο Αλέκος Σακελλάριος την είδε να παίζει στον «Μάκβεθ». Ο ίδιος της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Και, παρόλο που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνη και την κλασική παιδεία της, είπε το «ναι».
Το ντεμπούτο της στο σινεμά γίνεται το 1948 στην ταινία «Χαμένοι άγγελοι», σε σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου. Το 1951 έρχεται η «Νεκρή Πολιτεία», του Φρίξου Ηλιάδη, με συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών και όλοι μένουν άφωνοι, αναγνωρίζοντας αυτό το νέο πρόσωπο ως κάτοχο μιας μοναδικότητας.
Το 1962 συνεργάζεται με τον Μιχάλη Κακογιάννη και πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική μεταφορά της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη μαζί με τον Γιάννη Φέρτη, την Αλέκα Κατσέλη και τον Μάνο Κατράκη. Η ταινία κερδίζει συνολικά 24 βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, ανάμεσά τους και τα βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης στο Φεστιβάλ των Καννών (1962).
Η Ειρήνη Παπά στο σινεμά
Η Ειρήνη Παπά είχε πάρει μέρος σε περισσότερες από 80 ταινίες, με γυρίσματα σε όλον τον κόσμο (Τσινετσιτά, Χόλιγουντ, Γιουγκοσλαβία, Λίβανος, Μαρόκο, Βραζιλία, Αυστραλία, Πορτογαλία κ.ά.), έχοντας στο πλευρό της συμπρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τους Μάρλον Μπράντο, Ιβ Μοντάν, Γκρέγκορι Πεκ, Άντονι Κουίν, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Τζαν Μαρία Βολοντέ, Τζέιμς Κάγκνεϊ.
Εκτός από τις επιτυχημένες μεταφορές των τραγωδιών, οι πιο γνωστές ταινίες της είναι η αξέχαστη υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», όπου ενσαρκώνει τον ρόλο της αγωνίστριας Μαρίας Παπαδήμου (1961), και ο «Αλέξης Ζορμπάς», όπου κρατά τον ρόλο της Χήρας (1964).
Το έντονο βλέμμα της, οι καθαρές γραμμές του προσώπου της, τα χαρακτηριστικά «Καρυάτιδας» -τίτλος που την ακολούθησε σε όλη την καριέρα της- και η έντονη προσωπικότητά της κατακτούν το διεθνές κοινό και τους Αμερικανούς παραγωγούς. Για την ταινία με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο Άντονι Κουίν, οι δημοσιογράφοι της εποχής την «επαινούν» αλλά και την «υμνούν» για την ερμηνεία της. Η ίδια η ηθοποιός έχει δηλώσει για τους ρόλους που επέλεγε: «Ποτέ δεν θέλησα να παίξω αισθησιακούς ρόλους ή ρόλους επιθυμητών γυναικών. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να παίζω εμένα, δηλαδή την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη και η Ειρήνη Παπά βρίσκεται για πολλές δεκαετίες στο διεθνές κινηματογραφικό προσκήνιο. Η επιβεβαίωση για τη σκληρή της δουλειά και το ταλέντο της έρχεται το 1969 με την ταινία «Ζ», του Κώστα Γαβρά, η οποία κερδίζει το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
«Η Ειρήνη Παπά δεν είναι κορίτσι, είναι μια γυναίκα, μια σπουδαία ηθοποιός. Δεν έχουμε πολλές σαν αυτήν. Ίσως γι’ αυτό δεν εμφανίζεται σε πολλές ταινίες. Οι συνηθισμένοι ηθοποιοί έχουν πρόβλημα να βρεθούν δίπλα της στην οθόνη. Ο Τζον Γουέιν έχει την ίδια ποιότητα, πολλοί νέοι ηθοποιοί δεν έχουν ούτε την παρουσία ούτε την παρρησία να παίξουν δίπλα του. Γίνονται αόρατοι» είχε γράψει για εκείνη ο μεγάλος Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ, τον Ιούλιο του 1969.
Το θεατρικό της ντεμπούτο στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ πραγματοποιείται το 1967 με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο», στο πλευρό του Γιον Βόιντ (του πατέρα της Αντζελίνα Τζόλι), ενώ αργότερα τη συναντάμε να ερμηνεύει την Ελένη στις «Τρωάδες» (1972) και την Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» (1977), σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Στις «Τρωάδες», που γυρίστηκε στα αγγλικά με ξένους ηθοποιούς, η Παπά γνώρισε τη συμπρωταγωνίστριά της Κάθριν Χέπμπορν, που ενσάρκωσε την Εκάβη, με την οποία ανέπτυξαν δυνατή φιλία. Μάλιστα, η Χέπμπορν δήλωνε δημόσια ότι η Παπά είναι μια από τις καλύτερες ηθοποιούς του σινεμά.
Το 1972 εμφανίζεται στο πλευρό τού αργότερα βραβευμένου με Όσκαρ Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου. Την πείθει να δοκιμάσει το ταλέντο της στο τραγούδι. Η Ειρήνη Παπά ηχογραφεί μαζί του το «666», τελευταίο άλμπουμ του μουσικού συγκροτήματος Aphrodite's Child, με αναφορές στην «Αποκάλυψη του Ιωάννη» και στιχουργική συμβολή του σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη. Ακολουθούν άλλες δύο συνεργασίες της με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου: οι «Ωδές» με ελληνικά δημοτικά τραγούδια διασκευασμένα από τον Vangelis και οι «Ραψωδίες» με ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας.
Οι δεσμοί της Ειρήνης Παπά με το ιταλικό κοινό χρονολογούνται από τη δεκαετία του '60, όταν η Ελληνίδα ηθοποιός πρωταγωνιστούσε σε διεθνείς παραγωγές με έντονο ελληνικό χρώμα. Το 1968 ήρθε ο ρόλος της Πηνελόπης στην «Οδύσσεια» του Φράνκο Ρόσι για λογαριασμό της ιταλικής τηλεόρασης. Η παρουσία της σε μια εξαιρετικά δημοφιλή σειρά την καθιέρωσε ως σύμβολο της ελληνικής ομορφιάς. Οι δεσμοί ενισχύθηκαν με συμμετοχές της Ειρήνης Παπά σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές στην Ιταλία.
Το κορίτσι από το Χιλιομόδι, που με το ταλέντο της και τη δυναμική προσωπικότητά της και στο διάστημα της πλούσιας καριέρας της ευτύχησε να συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς και κατάφερε να αποσπάσει αμέτρητες διακρίσεις, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, χορτασμένη από μια λαμπερή καριέρα, γεμάτη δόξα, έρωτα, ταξίδια και απολαύσεις, ζούσε στον τόπο καταγωγής της, αποτραβηγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας.