Είχαμε την ευκαιρία να δούμε πριν από την κυκλοφορία της την ταινία «Ο Στραγγαλιστής της Βοστώνης» στο Disney+.
Πρόκειται για μια ταινία τύπου «true crime», για ένα θρίλερ, δηλαδή, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, σε μια υπόθεση φρικιαστικών φόνων από τον «Στραγγαλιστή της Βοστώνης» (Boston Strangler). Η ταινία παίζει στο Disney+, από τις 17 Μαρτίου, με πρωταγωνίστριες τις Κίρα Νάιτλι και Κάρι Κουν.
Η υπόθεση αφορά στις δολοφονίες που διαπράχθηκαν τη δεκαετία του 1960 και συντάραξαν την κοινωνία της Βοστώνης, αφού ο δολοφόνος φαινόταν πως έμπαινε σε σπίτια γυναικών χωρίς να αφήνει στοιχεία πίσω του, χωρίς να παραβιάζει τις εισόδους.
Ο «Στραγγαλιστής της Βοστώνης»
Ο δολοφόνος που ονομάστηκε «Στραγγαλιστής της Βοστώνης» σκότωσε 13 τουλάχιστον γυναίκες, διαφόρων ηλικιών, και ο ύποπτος που συνελήφθη σκοτώθηκε από μαχαίρωμα μέσα στη φυλακή. Μάλιστα, όταν μαχαιρώθηκε από άλλον φυλακισμένο ο Albert DeSalvo, ο βασικός ύποπτος για τις δολοφονίες, υπήρχαν ακόμη αμφιβολίες, καθώς δεν είχαν βρεθεί αποδείξεις για την ενοχή του.
Αυτό έγινε πολύ αργότερα, το 2013, όταν μέσω εξέτασης DNA αποδείχτηκε ότι ο DeSalvo πράγματι είχε σκοτώσει και βιάσει μία γυναίκα, τη Mary Sullivan. Δεν βρέθηκαν αποδείξεις για τις άλλες δολοφονίες.
Η ταινία που κάνει πρεμιέρα στις 17 Μαρτίου στο Disney+ δεν είναι η πρώτη απόπειρα μεταφοράς της υπόθεσης στην οθόνη, καθώς είχε κυκλοφορήσει μια κινηματογραφική εκδοχή λίγα χρόνια μετά τις δολοφονίες, το 1968.
Η νέα εκδοχή διαφοροποιείται από την παλιά, και από άλλες αντίστοιχου ύφους ταινίες, επειδή εστιάζει στις δύο δημοσιογράφους που κατάφεραν να αναδείξουν την υπόθεση και να βρουν συνδετικά στοιχεία μεταξύ των δολοφονιών.
Το σενάριο, λοιπόν, δεν ακολουθεί τον δολοφόνο, ούτε τους ντετέκτιβ που προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν τους φόνους, αλλά τις δύο δημοσιογράφους που, σε έναν επαγγελματικό χώρο όπου οι περισσότεροι ήταν άνδρες και ο σεξισμός ήταν έντονος, κατάφεραν να ξεχωρίσουν με τη δουλειά τους.
Οι δολοφονίες του «Στραγγαλιστή της Βοστώνης», στο Disney+
Η ταινία ξεκινά δείχνοντας ένα από τα θύματα του Στραγγαλιστή της Βοστώνης, μια γυναίκα στο σπίτι της, αλλά δεν βλέπουμε ούτε την ίδια ούτε τη δολοφονία. Ακούμε ουρλιαχτά, το ύφος είναι βαρύ, αλλά η κάμερα δεν δείχνει τη στιγμή που ο δολοφόνος σκοτώνει το θύμα του.
Αυτή είναι μια σωστή επιλογή, καθώς, όπως έχουμε δει αρκετές φορές σε ταινίες του είδους, αλλά και σε ταινίες τρόμου, δεν είναι ανάγκη η βία να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο για να είναι αποτελεσματική, για να προκαλεί τα συναισθήματα που επιθυμεί το έργο να μεταδώσει.
Μάλιστα, αρκετές φορές συμβαίνει το αντίθετο: μια ταινία με βία στο επίκεντρο γίνεται πιο έντονη όταν η βία αυτή δεν φαίνεται. Μπορούμε, για παράδειγμα, να θυμηθούμε πόσο πιο απειλητική είναι η παρουσία του δολοφόνου στο πρώτο The Texas Chainsaw Massacre («Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι») του Τόμπι Χούπερ (1974), στο οποίο η βία μπροστά στην κάμερα είναι περιορισμένη, σε σχέση με άλλες ταινίες -της σειράς αυτής αλλά και γενικότερα του είδους- που δείχνουν «ποτάμια» αίματος.
Έτσι, ο «Στραγγαλιστής της Βοστώνης» επιλέγει να μην δείχνει τις δολοφονίες, στην αρχή τουλάχιστον. Μέσω του αποδοτικά σχεδιασμένου ήχου, τελικά, το αποτέλεσμα καταφέρνει να γίνει πιο ενοχλητικό, πιο εφιαλτικό απ' ό,τι θα ήταν σε μια συνηθισμένη μορφή που βασίζεται αποκλειστικά στην απεικόνιση της βίας.
Οι δολοφονίες στις οποίες ο σκηνοθέτης, Matt Ruskin, επιλέγει να εστιάσει την κάμερα σε ένα σημείο του χώρου, και όχι στην πράξη, είναι πιο ανατριχιαστικές, στην περίπτωση αυτής της ταινίας. Επίσης, οι σκηνές αυτές βοηθούν στο «χτίσιμο» του δολοφόνου.
Λέξεις όπως «Φαντομάς» δικαιολογούνται καλύτερα όταν ο δολοφόνος πράγματι είναι άφαντος, όταν δεν τον βλέπουμε μπροστά μας να σκοτώνει.
Όπως και να ‘χει, η σκηνοθεσία είναι, σε γενικές γραμμές, πετυχημένη, με σαφείς επιρροές από τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Σε συνδυασμό με τη βαριά μουσική και το ψυχρό, «ξεπλυμένο» χρωματικό ύφος, αλλά και με τα ρούχα εποχής, τα τσιγάρα και την αίθουσα σύνταξης με τους ήχους από γραφομηχανές, δημιουργεί κατάλληλη ατμόσφαιρα, απειλητική και επιβλητική -όχι όμως τόσο ώστε να «περνά» στο είδος του τρόμου ή σε ντετεκτιβικό τρόμο τύπου True Detective (σεζόν 1).
Disney+: Η πλοκή της ταινίας Boston Strangler
Η ταινία, πάντως, με την επιλογή της να μην δείξει τις δολοφονίες σε πρώτο πλάνο, φανερώνει από νωρίς ότι η προσέγγιση του δημιουργού σκοπεύει να εστιάσει στις δημοσιογράφους, τις Λορέτα Μακλάφλιν και Τζιν Κόουλ, τις οποίες ερμηνεύουν ιδανικά οι Κίρα Νάιτλι και Κάρι Κουν.
Η Μακλάφλιν (Νάιτλι) εργάζεται στο γραφείο του λάιφσταϊλ μιας εφημερίδας, αλλά θέλει να μπει στον χώρο του αστυνομικού ρεπορτάζ και, αφού παρατηρεί ότι υπάρχουν συνδετικά στοιχεία μεταξύ κάποιων φόνων -τα οποία δεν εντόπισε η αστυνομία-, πιέζει ώσπου την αφήνουν να γράφει για την υπόθεση αυτή και, όταν δημοσιεύεται το άρθρο της, γίνεται χαμός: ο κόσμος τρομάζει, οι Αρχές εξοργίζονται.
Αργότερα, αστυνομικοί και διάφοροι αξιωματούχοι της πόλης αμφισβητούν την εγκυρότητα όσων γράφει η ρεπόρτερ, με επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι μια όμορφη γυναίκα δεν μπορεί να κάνει τέτοιο «σκληρό» ρεπορτάζ. Επίσης, την κατηγορούν, μεταξύ άλλων, ότι φλέρταρε για να πάρει τα στοιχεία, χωρίς αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, η πρωταγωνίστρια συνεργάζεται με την Κόουλ (Κάρι Κουν), που είναι πιο έμπειρη στον χώρο και ξέρει πώς να κινείται μέσα του.
Η Νάιτλι, η Κουν και ο σεξισμός της εποχής του «Στραγγαλιστή»
Η Νάιτλι ερμηνεύει την πρωταγωνίστρια με σπιρτάδα, κάνοντάς τη να φαίνεται «δαιμόνια», σκληρή, αλλά ταυτόχρονα και ευάλωτη. Η Κουν, από τη μεριά της, πείθει αμέσως ως η πιο «μπαρουτοκαπνισμένη» ρεπόρτερ, που έχει μάθει να ελίσσεται στον ανδροκρατούμενο χώρο.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο η ταινία παρουσιάζει τον σεξισμό της εποχής δεν εμβαθύνει επαρκώς· το κάνει με πολύ προφανείς αναφορές, με επιφανειακή προσέγγιση, προσπαθεί να σχολιάσει το φαινόμενο χωρίς να «βουτά» πολύ βαθιά σε αυτό. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία με ενδιαφέρον, αλλά η πλοκή δεν στέκεται αρκετά σε κάποιο απ’ αυτά και προσπαθεί να τα χωρέσει όλα, ανεπιτυχώς -θα ήταν πιο αρμόζουσα η δομή τηλεοπτικής (μίνι) σειράς για το συγκεκριμένο σενάριο.
Υπάρχει μια σύνδεση, επίσης, μεταξύ των φόνων γυναικών και της κάλυψης του θέματος από γυναίκες ρεπόρτερ, με την οποία η πλοκή ασχολείται σε κάποια σημεία, αλλά το κομμάτι αυτό δεν αναπτύσσεται αρκετά -ούτε, όμως, γίνεται υπερβολικά προφανές. Πίσω από τα γεγονότα φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιες κοινωνικές προεκτάσεις, τις οποίες η ταινία αγγίζει εδώ κι εκεί, αλλά όχι αρκετά για να φτάσει στο σημείο να πει κάτι για εκείνες.
Η «γκλαμουριά» του σίριαλ κίλερ
Η πλοκή της ταινίας του Disney+ ακολουθεί τα βασικά σημεία της υπόθεσης στην οποία βασίζεται, αλλάζοντας κάποια στοιχεία της για να την κάνει πιο «τηλεοπτική». Παίρνει αποστάσεις από τον δολοφόνο και έτσι αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό την «γκλαμουροποίησή» του, παγίδα στην οποία πέφτουν συχνά ταινίες/σειρές αυτού του είδους.
Το σενάριο καταφέρνει να διατηρήσει την προσοχή, στο μεγαλύτερο μέρος του, οι ερμηνείες (των δύο πρωταγωνιστριών αλλά και του υπόλοιπου καστ) είναι εξαιρετικές. Δυστυχώς, οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται επαρκώς (πάλι, προσπαθώντας να χωρέσει πολλά, η πλοκή δεν εμβαθύνει σε όλα τα κομμάτια).
Η δεύτερη πρωταγωνίστρια παραγκωνίζεται κάπως από το σενάριο, ενώ είχε αρκετά να δώσει σε αυτό, και κάποιες δευτερεύουσες ιστορίες, όπως η οικογενειακή κατάσταση της Μακλάφλιν, δεν οδηγούν πουθενά αφηγηματικά. Επίσης, έντονη παρουσία έχουν, ενίοτε, οι ανέσεις που δίνει το σενάριο και οι οποίες, εδώ, πάνε κόντρα στη βασική ιδέα (για παράδειγμα, η ασυνέπεια στη δυσκολία που αντιμετωπίζει η πρωταγωνίστρια όταν αναζητεί στοιχεία).
Γενικά, πάντως, πρόκειται για μια καλοφτιαγμένη τεχνικά ταινία που, αν και φιλόδοξη, τελικά δεν έχει να προσφέρει πολλά στο είδος. Είναι αρκετά καλοδουλεμένη, στηρίζεται στην άριστη δουλειά δύο πολύ αξιόλογων ηθοποιών και στην πετυχημένη χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστριών, και έχει αρκετά αξιόλογα στοιχεία, στο σύνολό της. Αν σας αρέσουν τα θρίλερ τύπου «true crime», είναι μια ταινία με την οποία θα περάσετε καλά για ένα δίωρο, αλλά δεν θα σας χαραχτεί στο μυαλό. Είναι, πάντως, μια καλή επιλογή για προσθήκη στον κατάλογο της υπηρεσίας streaming του Disney+.
Η ταινία κυκλοφορεί από τις 17 Μαρτίου, στο Disney+.