Στη γνωριμία του με τη σύζυγό του, Άσπα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ο Διονύσης Σαββόπουλος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Η παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του σπουδαίου τραγουδοποιού, συνθέτη και στιχουργού έγινε την Πέμπτη, 23/01, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με πλήθος κόσμου, από τον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και αυτόν της πολιτικής να δίνουν το «παρών».
Στο βιβλίο του, ο Διονύσης Σαββόπουλος αφηγείται στιγμές από την προσωπική του ζωή και την καλλιτεχνική του πορεία, με τον ίδιο να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη γνωριμία του με τη γυναίκα της ζωής του, την Άσπα, σημειώνοντας ότι αρχικά «δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα».
Διονύσης Σαββόπουλος: Σκεφτόμουν να φύγω από τα τραγούδια, να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ
«Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα», γράφει χαρακτηριστικά ο καλλιτέχνης για τη γνωριμία του με την μετέπειτα σύζυγό του, με την οποία μετρούν 58 χρόνια κοινής πορείας.
Ο ίδιος, θυμάται και την Άνοιξη του 1967, όταν ο περνούσε μια περίοδο ανασφάλειας και εσωτερικών αναζητήσεων, και σκεφτόταν να μπαρκάρει.
«Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. "Θα φύγω από τα τραγούδια", σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ. Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης», σημειώνει.
«Ξαφνικά ξυπνάω και είναι πάνω μου μια αρκούδα από τη Γορτυνία και με βαράει να ομολογήσω, διότι είμαστε στη χούντα πλέον και με έχουν τώρα στην ταράτσα στην Μπουμπουλίνας», γράφει ακόμη ο καταξιωμένος τραγουδοποιός για την περίοδο της δικτατορίας, όταν συνελήφθη και ανακρίθηκε, με τις σκέψεις του να μπαρκάρει, να δίνουν τη θέση τους σε σκληρές εμπειρίες.