Ο Νίκος Βέρτης στην ουσία είναι ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Πρόκειται για μια παρεξηγημένη κατηγορία της ελληνικής μουσικής που έχει τραβήξει πολλά, ίσως από την κακόγουστη πλευρά του ανατολίτη που έχει πολλές φορές ο Έλληνας, αυτήν που κάποτε αποκαλούσα ως «τουρκομπαρόκ». Μ’ αυτήν δεν έχει καμία σχέση η μουσική του Νίκου Βέρτη που αντιθέτως τη χαρακτηρίζει η ελληνοπρέπεια μέσα από την έκφραση του συναισθήματος η οποία είναι ατόφια και άρα λυρική.
Ο ευπαρουσίαστος Έλληνας τραγουδιστής ξέρει να είναι και εξίσου ικανός entertainer κι αυτό το απέδειξε με την επιτυχία του στο ΥΤΟΝ ένας χώρος στον οποίο η διασκέδαση αποκτά διεθνείς προδιαγραφές. Η πειθαρχία και ο επαγγελματισμός των εργαζόμενων στον συγκεκριμένο χώρο σου δίνει πράγματι την εντύπωση ότι είναι αλήθεια αυτό που λέγεται ότι πρόκειται για τον ομορφότερο χώρο της Ευρώπης!
Και είναι λογικό ο Νίκος Βέρτης να έχει ευρωπαϊκές παραστάσεις αφού γεννήθηκε στο Χόρινχεμ της Ολλανδίας. Άρα αποτελεί μέλος του απόδημου ελληνισμού και για έναν περίεργο λόγο επέστρεψε σε αυτόν σαν πρεσβευτής του τραγουδιού της χώρας μας δίνοντας συναυλίες και κάνοντας συνεργασίες με ξένους καλλιτέχνες όπως τον Γάλλο Amir στο Si On Aime Qu’Une Fois/H λέξη «σ’αγαπώ» όπου οι δύο τραγουδιστές ενώνουν τις φωνές τους, ο καθένας στη γλώσσα του και οι δύο στη διεθνή διάλεκτο της ευαισθησίας.
Επομένως, δεν είναι παράλογο να τον βλέπουμε καλεσμένο στο Ισραήλ όπου τελικά αντί για συναυλία βρέθηκε να ακούει τις σειρήνες του πολέμου σε ένα καταφύγιο. Επιστρέφοντας δήλωσε στους δημοσιογράφους «Μόλις μπήκαμε στο εστιατόριο και βγήκαμε από το ασανσέρ στον 20ο όροφο, χτύπησαν οι σειρήνες και μέσα σε μισό λεπτό, ήξεραν όλοι πού να μας οδηγήσουν. Σε κάθε κτίριο υπάρχει καταφύγιο. Όσο ασφαλές να είναι ένα καταφύγιο, δεν παύει να είναι πολύ τρομακτικό το συναίσθημα του να ακούς τις σειρήνες και το βαθύ ήχο βομβών. Είναι μια εμπειρία που δεν εύχομαι σε κανέναν να ζήσει. Ο ήχος των σειρήνων και η αναχαίτιση πυραύλων από το Ισραήλ, ήταν κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα ζήσω». Είχα την τιμή, με την πολύτιμη βοήθεια των συνεργατών του, να μιλήσω με τον Νίκο Βέρτη μεταξύ άλλων και για την περιπέτεια του στο Ισραήλ αλλά και για πολλά άλλα.
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο Νίκος Βέρτης δίνει πολύ σπάνια συνεντεύξεις εξου η «τιμή» που μου έκανε.
Η συνέντευξη του Νίκου Βέρτη στο iefimerida.gr
Ο Νίκος Βέρτης μιλάει αποκλειστικά στο iefimerida για την περιπέτεια του στο Ισραήλ και την επιτυχία του στη Γαλλία μέσα από τη συνεργασία με τον Amir.
- Θα μπορούσατε να περιγράψετε με λεπτομέρεια το πως περιμένατε ότι θα είναι τα πράγματα στο Ισραήλ και τι τελικά ζήσατε εκεί;
«Τα πράγματα ήταν πολύ καλά τις πρώτες ημέρες, ο κόσμος ήταν έξω, υπήρχε διασκέδαση, τα μαγαζιά, τα εστιατόρια, ήταν μόλις είχε αρχίσει ή μετά covid εποχή. Είχαν ξεκινήσει δειλά δειλά από το Σάββατο προς Κυριακή βράδυ κάποια επεισόδια από την περιοχή της Ιερουσαλήμ και οι φόβοι μας δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν την Τρίτη το βράδυ που ουσιαστικά ξεκίνησε η επίθεση και όλη αυτή η αναστάτωση. Ευτυχώς σήμερα που μιλάμε έχει λήξει και ελπίζουμε και ευελπιστούμε στην ειρήνη και την ηρεμία και να μην συμβαίνουν τέτοια πράγματα γενικά στον κόσμο, όχι μόνο στο Ισραήλ».
- Αν βγάζατε ένα τραγούδι για εκείνη την εμπειρία τι θα έλεγε;
«Να μην συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
- Μια τέτοια κατάσταση πίεσης μπορεί να σας εμπνεύσει;
«Δεν ξέρω, δεν νομίζω γιατί στην δική μου περίπτωση δεν με ενέπνευσε ώστε να γράψω ένα τέτοιο τραγούδι, ή να μου έρθει κάτι. Προτιμώ να γράφω τραγούδια που μιλάει για αγάπη».
- Κάτω από ποιες συνθήκες γεννιέται η έμπνευση;
«Πιστεύω πως όταν έχεις πολύ έντονα συναισθήματα είτε αγάπης, είτε ερωτικής απογοήτευσης, τότε είναι καλύτερη η στιγμή να γράψεις μουσική ή στίχο, συνήθως. Επίσης μια πολύ χαρούμενη ή πολύ θλιμμένη περίοδος της ζωής σου, μπορεί να είναι πολύ δημιουργική».
- Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη φράση «δουλεύοντας έρχεται ή έμπνευση»; Μπορείτε να εξηγήσετε την απάντηση σας;
«Οπωσδήποτε όταν δουλεύεις είσαι σε μια περίοδο που το μυαλό λειτουργεί πιο γρήγορα. Δε σημαίνει όμως αυτό που θα σου έρθει, ή έμπνευση, θα είναι καλύτερη από μια περίοδο που δεν δουλεύεις».
- Οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούσατε κι εσείς κομμάτι του απόδημου ελληνισμού, η σημασία που αποδίδετε στον ρόλο σας ως πρεσβευτή του ελληνικού τραγουδιού;
«Είναι βαριά η έκφραση πρεσβευτής του ελληνικού τραγουδιού. Δεν ξέρω αν μου αξίζει αυτή η ταμπέλα. Θα το ήθελα πολύ και θα το επιθυμούσα. Τουλάχιστον εγώ προσπαθώ να το εκπροσωπώ στο εξωτερικό όσο το δυνατόν γίνεται με μεγαλύτερη σοβαρότητα και να κερδίζω κόσμο που να αγαπά την ελληνική μουσική όλο και περισσότερο. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες που στο παρελθόν το έχουν καταφέρει. Ελπίζω κι εύχομαι κι εγώ με τη σειρά μου να καταφέρω κάτι τέτοιο στη ζωή μου».
- Πως εξηγείτε τις πολυάριθμες διεθνείς συνεργασίες σας, ως μια καλώς εννοούμενη περιέργεια για μουσικές από άλλους πολιτισμούς;
«Η συνεργασία μου με τον Amir ήταν μια πολύ γλυκιά συνεργασία και μια από τις αγαπημένες μου συνεργασίες στην καριέρα μου γιατί είναι ένας εξίσου πολύ γλυκός άνθρωπος, ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης και νομίζω ότι παντρεύτηκαν πολύ καλά οι φωνές σε αυτό το εκπληκτικό τραγούδι, που γράψαμε όλοι μαζί παρέα και αυτό αποδείχτηκε από την αγάπη του κόσμου που έδειξε και στήριξε το τραγούδι από τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του».
- Ποια εικόνα των παιδικών σας χρόνων εξηγεί το πάθος σας για τη μουσική;
«Γεννήθηκα μέσα σε μια μουσική οικογένεια, έστω και από χόμπι μουσική οικογένεια, υπήρχε πολύ αγάπη για τις νότες και το πεντάγραμμο. Ο πατέρας και ο παππούς μου, όμως και από την πλευρά της μητέρας μου η γιαγιά μου ήταν όλοι τους καλλίφωνοι, και αυτό βοήθησε ώστε τα ακούσματα μου από μικρό παιδί να είναι ελληνικές μελωδίες, λαϊκές μελωδίες, παραδοσιακές μελωδίες και να έχω ως αρχή, ότι η μουσική θα είναι πάντα στη ζωή μου. Ο Θεός ευλόγησε και η μουσική έγινε και επάγγελμα μου».