Ο γάμος της Ελένης και του Λάμπρου είναι για τους τηλεθεατές της σειράς «Άγριες Μελισσες» ένα σημαντικό γεγονός για την εξέλιξη των αγαπημένων τους χαρακτήρων και φυσικά, ο σκηνοθέτης φρόντισε να το εντάξει σε ένα σχεδόν παραμυθένιο σκηνικό.
Φυσικά, καθώς το Διαφάνι είναι ένα χωριό, προϊόν μυθοπλασίας, κάπου στον θεσσαλικό κάμπο, το πέτρινο εκκλησάκι με την μεγάλη αψίδα στην είσοδο βρίσκεται αλλού. Καθ’ όλα πραγματικό και με πολύ βαριά ιστορία, το κτίσμα αυτό στέκει μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον κάπου στην Αττική.
Σε αυτό το εκκλησάκι άλλωστε παρακολουθήσαμε έναν ακόμη γάμο της σειράς «Άγριες Μέλισσες» στα πρόσφατα επεισόδια της σειράς, εκείνον της Βιολέτας με τον Μιλτιάδη.
Η ιστορία του
Η ιδιαιτερότητα του ναού είναι πως είναι ήσυχος, εναρμονισμένος με το φυσικό περιβάλλον, ενώ παντρεύει με έναν τρόπο το ιστορικό και παραδοσιακό με το σύγχρονο.
Αντίστοιχα ξεχωριστό και μακριά από όσα έχουμε συνηθίσει από ορθόδοξους ναούς είναι και το εσωτερικό της εκκλησίας, που αποπνέει τη λιτότητα με την καλλιτεχνική υπογραφή ενός μεγάλου Έλληνα ζωγράφου.
Ένα εκκλησάκι με τεράστια πολιτισμική ιστορία.
Και μπορεί γεωγραφικά, το εκκλησάκι αυτό να μην τοποθετείται κάπου κοντά στο «πεδίο» δράσης της σειράς, η κατασκευή του ωστόσο πλησιάζει τον ιστορικό χρόνο κατά τον οποίο διαδραματίζεται το σενάριο της σειράς «Άγριες Μέλισσες».
Ο ναός του Αποστόλου Παύλου, μέρος κάποτε των βασιλικών κτημάτων του Τατοΐου υλοποιήθηκε τη διετία 1958 – 1960 από τον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Κουτσογιάννη. Ο Ναός του Αποστόλου ή Αγίου Παύλου, βρίσκεται σήμερα στο δυτικό τμήμα του Μητροπολιτικού Πάρκου «Αντώνης Τρίτσης».
Όπως διαβάζουμε στην αναλυτική περιγραφή του κτίσματος, την οποία έχει αναρτημένη ο φορέας διαχείρισης του πάρκου, η ανέγερση του ναού πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δεκαετούς συνεργασίας του Κουτσογιάννη με τους Πέτρο και Δημήτρη Πικιώνη. Ο τελευταίος, σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή στην μεταπολεμική αρχιτεκτονική της χώρας.
Ο ναός που πήρε το όνομα του Βασιλιά Παύλου
Ο ναός ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες από το «Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα» και ακολούθησε τις σχεδιαστικές και αισθητικές κατευθύνσεις του αρχιτεκτονικού έργου του Δημήτρη Πικιώνη.
Έτσι, για τον ναό επιστρατεύτηκαν παραδοσιακές τεχνικές αρχιτεκτονικής, παράλληλα με την καινοτόμα αντίληψη που ήθελε την ανακύκλωση δομικών υλικών (κυριαρχεί η πέτρα) την προσομοίωση «φυσικών» ή «χειροποίητων» υφών με στόχο την ανάδειξη της αξίας των τοπικών παραδόσεων και του φυσικού τοπίου.