«Καμπανάκι» έχει χτυπήσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), σχετικά με τον αυξανόμενο αριθμό ανεμβολίαστων παιδιών και τις εξάρσεις νόσων, πολλές φορές με μοιραία κατάληξη, οι οποίες θα μπορούσαν να προληφθούν με τη χρήση εμβολίων.
Τα αποτελέσματα του ευρωβαρόμετρου πριν από λίγες μέρες έδειξαν μεν ότι πάνω από το 80% των πολιτών της ΕΕ θεωρεί τα εμβόλια αποτελεσματικά για την υγεία και συμβουλεύεται τη γνώμη των γιατρών για τους εμβολιασμούς, αλλά σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν εσφαλμένα ότι τα εμβόλια προκαλούν παρενέργειες, γι αυτό κάποιοι τα αποφεύγουν.
Μετά από δύο αιώνες αποτελεσματικής χρήσης των εμβολίων, τι συμβαίνει σήμερα; Κλονίζεται η εμπιστοσύνη στην ιατρική επιστήμη και από ποιούς; Η δημοσίευση των ευρημάτων του ευρωβαρόμετρου αλλά και σειρά μελετών του ΠΟΥ και της UNICEFτροφοδοτούν τον δημόσιο διάλογο και επισημαίνουν τις αιτίες και τους κινδύνους.
Ενόψει αυτής της κατάστασης, που αποτελεί σύμφωνα με τους ειδικούς «ωρολογιακή βόμβα», η Επιτροπή και ο ΠΟΥ αποφάσισαν να διοργανώσουν παγκόσμια σύνοδο κορυφής για τον εμβολιασμό στις 12 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες, στέλνοντας σαφές μήνυμα υπέρ του εμβολιασμού, της έρευνας για καλύτερα εμβόλια, και της ανάγκης για ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια για όλους.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έχει χαρακτηρίσει την παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια «έναν από τους 10 σημαντικότερους κινδύνους για τη δημόσια υγεία εφέτος».
Το ιντερνετικό ευρωπαϊκό περιοδικό Politiko, επιχειρώντας να φωτίσει τις αιτίες συνδέει την έλλειψη εμπιστοσύνης στους εμβολιασμούς με την προπαγάνδα ορισμένων λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και με την εσκεμμένη ή ανεύθυνη παραπληροφόρηση μέσω ίντερνετ.
Οι πολιτικοί που τοποθετούνται «αντισυστημικά» και «εναντίον του κατεστημένου», συχνά είναι αντίθετοι στους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, τροφοδοτώντας τους φόβους για κινδύνους των εμβολίων, γράφει χαρακτηριστικά.
Στη Γαλλία σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ το 60% του λαού πιστεύει εσφαλμένα ότι τα εμβόλια εμφανίζουν παρενέργειες και πρόκειται για το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά την Κύπρο, την Κροατία και τη Μάλτα.