Η χρήση αντισυλληπτικών και τα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές περιόδους (εμμηνόρροιες) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες.
Αντίθετα, όσες είχαν καθυστερημένη έναρξη εφηβείας και αργότερα εμμηνόπαυσης έχουν μικρότερο κίνδυνο για διαβήτη. Αυτά είναι τα συμπεράσματα μίας νέας γαλλικής επιστημονικής έρευνας σε 83.800 γυναίκες, με επικεφαλής τη δρα Σοπιό Τατουλασβιλί του Νοσοκομείου Αβικέννας του Μπομπινί, η οποία παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), που πραγματοποιείται στη Βαρκελώνη από τις 16 έως τις 20 Σεπτεμβρίου.
Τι έδειξε η έρευνα για τον διαβήτη στις γυναίκες
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι γενικά η πιο μακρόχρονη έκθεση μίας γυναίκας σε σεξουαλικές ορμόνες, αλλά αργότερα στη ζωή της, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη. Τόνισαν, επίσης, ότι γυναίκες σε ομάδα υψηλού κινδύνου για διαβήτη (με οικογενειακό ιστορικό, υπέρβαρες ή παχύσαρκες, με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών), οι οποίες παίρνουν αντισυλληπτικό, πρέπει να συζητήσουν το θέμα με γιατρό.
Η μελέτη δείχνει ότι η καθυστερημένη έναρξη της εφηβείας (κατά μέσο όρο στα 14 αντί στα 12) μειώνει κατά 12% τον κίνδυνο διαβήτη για μία γυναίκα, ενώ η προχωρημένη ηλικία εμμηνόπαυσης (στα 52 αντί κάτω από 47) μειώνει τον κίνδυνο κατά 30%. Ο θηλασμός σχετίζεται, επίσης, κατά 10% με τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη.
Επιπλέον, μία γυναίκα με περισσότερους συνολικούς κύκλους εμμηνόρροιας στη ζωή της (πάνω από 470 έναντι κάτω από 390), δηλαδή που μεσολαβεί λιγότερος χρόνος ανάμεσα σε δύο διαδοχικές περιόδους, έχει κατά 25% μειωμένο κίνδυνο διαβήτη. Ακόμη, γυναίκες με μεγαλύτερο χρόνο έκθεσης σε σεξουαλικές ορμόνες, δηλαδή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην έναρξη της εφηβείας και στην εμμηνόπαυση (πάνω από 38 χρόνια έναντι κάτω από 31) έχει 34% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Από την άλλη, η χρήση αντισυλληπτικού χαπιού (τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μίας γυναίκας) σχετίζεται με 33% αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, ενώ το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο περιόδους (πάνω από 32 ημέρες έναντι κάτω από 24) σχετίζεται με κατά 23% αύξηση του κινδύνου.