Συχνά γεννιέται η απορία σε άτομα που μολύνθηκαν από κορωνοϊό για το αν είναι πιθανό να επαναμολυνθούν και πότε.
Η ισχύς και η διάρκεια της ανοσίας μετά από μόλυνση με SARS-CoV-2 είναι πράγματι πολύ σημαντικές για την κλινική πρακτική, αλλά και για τον ευρύτερο σχεδιασμό των προληπτικών και θεραπευτικών στρατηγικών δημόσιας υγείας.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, οι συγγραφείς συνέθεσαν και μετα-ανέλυσαν όλα τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την πιθανότητα επαναμόλυνσης από κορωνοϊό.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία του άρθρου αυτού. (https://www.acpjournals.org/doi/10.7326/M21-4245)
Τι δείχνουν 18 μελέτες για τον κίνδυνο επαναμόλυνσης
Συμπεριλήφθηκαν 18 μελέτες, που διερεύνησαν τον κίνδυνο επαναμόλυνσης μετά από μόλυνση με SARS-CoV-2 σε σύγκριση με τον κίνδυνο μόλυνσης σε άτομα χωρίς προηγούμενη μόλυνση. Μεταξύ των μελετών, ο κίνδυνος επαναμόλυνσης κυμαινόταν από 0% έως 2,2%. Με άλλα λόγια, σε άτομα με πρόσφατη λοίμωξη SARS-CoV-2 αποφεύχθηκε 80% ως 98% των συμπτωματικών λοιμώξεων με παραλλαγές αρχικού τύπου ή Άλφα συγκριτικά με μη εμβολιασμένα, μη προηγουμένως μολυσμένα άτομα.
Σύμφωνα με τη μετα-ανάλυση των δεδομένων, η προηγούμενη μόλυνση μείωσε τον κίνδυνο επαναμόλυνσης κατά 87% (95% CI 84% έως 90%), ισοδυναμώντας με 4,3 λιγότερες λοιμώξεις ανά 100 άτομα στον γενικό πληθυσμό (διαφορά κινδύνου -0,043, 95% CI -0,071 έως -0,015) και μεταξύ εργαζομένων στον τομέα της υγείας (διαφορά κινδύνου -0,043, 95% CI -0,069 έως -0,016], και 26,6 λιγότερες λοιμώξεις ανά 100 άτομα σε δομές παροχής φροντίδας (διαφορά κινδύνου -0,266, 95% CI -0,449 έως -0,083). Η προστασία παρέμεινε πάνω από 80% για τουλάχιστον 7 μήνες.
Τα αποτελέσματα για τους ηλικιωμένους ήταν λιγότερο σαφή. Οι μέθοδοι για την ανίχνευση και τη διάγνωση της λοίμωξης διέφεραν μεταξύ των μελετών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά από τις μελέτες που συμπεριλήφθηκαν δεν ακολούθησε ασθενείς μετά την εμφάνιση της παραλλαγής Δέλτα ή Όμικρον.
Συμπερασματικά, πριν από την εμφάνιση των παραλλαγών Δέλτα και Όμικρον, τα άτομα με πρόσφατη μόλυνση είχαν ισχυρή προστασία έναντι των συμπτωματικών επαναμολύνσεων από κορωνοϊό για 7 μήνες σε σύγκριση με μη εμβολιασμένα, προηγουμένως μη μολυσμένα άτομα. Μένει να διερευνηθεί η ανθεκτικότητα της προστασίας επαναμόλυνσης από τις πιο πρόσφατες παραλλαγές.